«όταν ο κόσμος θα καίγεται

Όταν τα γεφύρια πίσω μας θα κόβονται

 εγώ θα είμαι ‘κει να σας θυμίζω

τις μέρες τις παλιές.»

Διονύσης Σαββόπουλος

 

Εκείνο το παιδί πέθανε πριν την ώρα του.

Όμως οι ζωντανοί νεκροί, που βιάζουν τη ζωή μας,  ζουν και βασιλεύουν, στο ανερυθρίαστο της αλαζονείας τους. Γαντζωμένοι πάνω στη φευγάτη, πια,  εξουσία τους.

«Χαιρετίσματα λοιπόν στην εξουσία», κύριοι εξουσιολάγνοι. Καρεκλοκένταυροι. 

«Άνθρωποι χωρίς λεβεντιά» (Μ. Αναγνωστάκης).

Αρπαχτικά της άδολης ψυχής των νέων. Του τίμιου ιδρώτα των απλών ανθρώπων

Κοράκια, που κοράκου μάτι δεν βγάζετε.

Κατασπαράζετε όμως τις σάρκες των αδύναμων, μοναχικών, ανθρώπων.

Φοράτε, οι υποκριτές,  μαύρες γραβάτες και, επιτηδείως,  αφήνετε ένα ψεύτικο λυγμό, στο τηλεοπτικό γυαλί.

Και πάλι αρχίζετε τα ξυλινοκομματικά τερτίπια.

Και η νιότη θερισμένη στα πεζοδρόμια.

Μοναχή μέσα στην αβάσταχτη μοναξιά του πλήθους.

Στερημένη, από τους κατάλληλους επιτήδειους, το όνειρο του αύριο.

Τους κάψατε τα όνειρά τους.

Τους κλέψατε την άλλη όψη των πραγμάτων.

Λεηλατήσατε τα παιδιά που ονειρεύονται.

Εσείς. Οι  τρομοκράτες των ονείρων.

Μα αυτοί. Αυτά τα παιδιά. Οι όρθιοι άνθρωποι,

«όρθια πράξη σαν αλεξικέραυνο» (Μ. Αναγνωστάκης),

ψηλόκορμα κυπαρίσσια,  τραβούν, τον κεραυνό της αδικοπραξίας  των «μεγάλων».  Των καπάτσων.

Που πετούν τα άγια των αγίων της ελπίδας του αύριο, στους σκύλους του αδίστακτου υπολογισμού, του αδιάντροπου χρηματισμού, της απύθμενης υποκρισίας. 

«Γενεές γενεών υποκριτές» (Μ. Αναγνωστάκης)

Τα παιδιά, που αντί να αυνανίζονται στους τηλεοπτικούς καναπέδες,

πήραν τους δρόμους, σώζοντας την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.

Οι φωτιές των άλλων, φως, στα αγνά τους πρόσωπα, στο καθαρό τους, τίμιο βλέμμα.

Εκείνοι, οι άλλοι, μέσα στον οίστρο της παγκοσμιοποίησής τους, της απληστίας τους και της ανοησίας τους:

Έκαψαν, όλα τα επίσημα αρχεία της ιστορίας μας (κάνοντάς την συνωστισμό στην προβλήτα της Σμύρνης).

Έκαψαν, όλες τις βιβλιοθήκες της ηθικής και του δίκιου.  

Έκαψαν, τα μουσεία  του χτες, που χωρίς αυτό αύριο δεν υπάρχει.  

Άλωσαν, διαστρέβλωσαν, παραπλάνησαν, προπαγάνδισαν.  

Για να ξεχάσουν οι μαζάνθρωποι (έτσι τους κατάντησαν σκοπίμως, με τη φτώχια και την ανάγκη, για να γνωρίζουν ποιος είναι ο τιθασευτής) πως είναι πολίτες.

Έτσι, για να εξαφανιστεί κάθε ήχος ελπιδοφόρος.

Να χαθεί κάθε χρώμα άνοιξης.

Να μείνει, μόνο, το κίτρινο φθινοπωρινό χρώμα του μίσους και του αλαζονικού, απάνθρωπου, διεφθαρμένου χρυσού.

«Όλα πουλιόνταν πια». (Μ. Αναγνωστάκης)

Εκτός από την ανθρώπινη κραυγή των παιδιών.

Που δεν βουλιάζει, παρ’ όλο που σηκώνει μεγάλες πέτρες.

Αυτές τις πέτρες, που αγάπησαν στα όνειρά τους,

(γιατί ποτέ δεν τους τις δείξανε στο σχολειό).  

Αυτές τις πέτρες, της ελληνικής γης και ιστορίας,  που πάνω τους λάμπει: 

Η Δημοκρατία. Η Ελευθερία. Η Δημιουργία.

«Τούτη η κολόνα/ έχει μια τρύπα, βλέπεις/την Περσεφόνη;» (Γιώργος Σεφέρης)

«Ξαναμπαρκάρουμε με τα σπασμένα μας κουπιά/ Με λίγο φως από τα παιδικά μας χρόνια» (Γ. Σεφέρης)

Που μας χάρισαν αυτά τα παιδιά.

Τα παιδιά μας!

«Τίποτα πια δεν πουλιόταν»! (Μ. Αναγνωστάκης)