Υπάρχουν άνθρωποι που διεγείρουν μέσα σου μια γλυκιά οικειότητα. Που σε κάνουν να νιώθεις ότι τους ξέρεις από παλιά, κι ας μπορούσες να στοιχηματίσεις το μισό σου βιος ότι, στην πραγματικότητα, δεν τους γνώρισες ποτέ. Κι αυτό, βέβαια, είναι και η αλήθεια.

Την συγκεκριμένη κυρία, όμως, την θυμόμουν. Από την πρώτη στιγμή, καθώς πάσχιζε να αλείψει την καροτίνη στο πίσω μέρος των αφράτων μπράτσων της που τρεμόπαιζαν σαν ζελέδες, καθώς κάρφωνε το απαγορευτικό βλέμμα της σ’ εκείνον τον ξερακιανό, που έδειχνε πρόθυμος (πάντα) να την εξυπηρετήσει…

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ναι, ήμουν σίγουρος ότι την θυμόμουν. Όλα σ’ εκείνο το κυριακάτικο πρωινό στην πλαζ μού φαίνονταν γνώριμα και οικεία:

Η πενηντάρα (πάνω κάτω) κυρία με την καροτίνη, έτσι όπως τίναζε νευρικά το κεφάλι κι έπαιζε τα ζαρωμένα από τον εκτυφλωτικό ήλιο ματοτσίνορα.

Ο κακαλιάρης, που στεκόταν όρθιος δίπλα της, μ’ εκείνα τ’ άτριχα πάλλευκα “καλαμάκια” που προεξείχαν κάτω από το φαρδουλό εμπριμέ μαγιό με το σφιχτό κορδονέτο, και την ασημοκοπούσα καράφλα – φωτοστέφανο, που λαμποκοπούσε σαν αφηρημένη ξερολιθιά κάποιας μυστικής παραλίας του Αιγαίου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η κοκκινομάλλα, παραδίπλα, αφημένη στην πετσέτα – άγκυρα, να τσουρουφλίζεται μαζοχιστικά κάτω από τις αχτίδες ενός ήλιου, που γρατζούναγε ύπουλα τα αθώα (κάθε τι ασπριδερό μας πείθει για την αθωότητά του) κορμιά των λουομένων.

Λίγο παρέκει, το παλικαράκι με τα πράσινα μάτια, που την έτρωγε νοερά, δίχως να δυσκολεύεται (στην φαντασία του ασφαλώς) να την απελευθερώσει από το μικροσκοπικό μπικινάκι (δυσκολευόταν ωστόσο να “ανοίξει” κουβέντα –η δεσποινίς ούτε κάπνιζε, ούτε δίψαγε, ούτε…).

Τέλος, η τροφαντή μαμά με το άγρυπνο μάτι για το καμάρι της που πλατσούριζε στα δροσερά νερά, η οποία ταλανιζόταν αναποφάσιστη μεταξύ του τάπερ με τα κεφτεδάκια, του ιδρωμένου τοστ στο νάιλον σακουλάκι κι ενός χυμού πορτοκάλι (που σίγουρα θα έβραζε από ώρα στην “φρέσκια” συσκευασία του…)

Ναι, ναι, ήμουν αθεράπευτα σίγουρος ότι όλους αυτούς κάπου τους ήξερα, κάπου τους είχα ξαναδεί, πρόσφατα μάλιστα.

Και δεν ήταν που συγκρατώ εύκολα φυσιογνωμίες. Ήταν που η συγκεκριμένη κυρία, ακριβώς όπως και ο κοκαλιάρης σύζυγός της με το συγκαταβατικό, παραδομένο υφάκι, στην θέα του δύστυχου δημοσιογράφου που πλησίασε με το μικρόφωνο στο χέρι, τράβηξε βιαστικά δυο-τρεις βαθιές αναπνοές (λες κι έπαιρνε φόρα να πηδήξει άλμα εις τριπλούν), αναμπαμπάκιασε το φουντωτό μαλλί και στήθηκε με πόζα αρτίστα της δεκαετίας του ’30 ψάχνοντας με το αδηφάγο βλέμμα της την κάμερα.

Αυτός, βέβαια, ο ξερακιανός σύντροφός της, ούτε μαλλί διέθετε, ώστε να αγχωθεί για την εμφάνισή του, ούτε και φρόντισε να πάρει τις ανάσες του, μια που καλά γνώριζε ότι δεν επρόκειτο να του επιτραπεί να μιλήσει on camera.

Ήταν η ίδια κυρία, που λίγες μέρες πριν ωρυόταν στο “γυαλί” για την ακρίβεια και το καλάθι της νοικοκυράς. Σε κάποια λαϊκή αγορά ήταν, κάποιας λαϊκής συνοικίας, κάπου στην αντι-λαϊκή Αθήνα μας.

Ακόμη και τότε, στην τηλεόραση, προχωρημένο μεσημεράκι, καθώς οι κάμερες εστίαζαν στα σαρκώδη χείλη της, το ίδιο ατσαλάκωτο ύφος είχε. Όπως, άλλωστε, και ο κοκαλιάρης σύζυγός της την ίδια αστεία γλιστερή καράφλα περιέφερε. Μόνο που τα ποδαράκια του δεν φάνταζαν τόσο ισχνά, καθώς το φαρδύ παντελόνι του κάλυπτε την ασυμμετρία. Στεκόταν πειθήνιος στην άκρη του κλισέ, σιωπηλός, αμετανόητα αγαθιάρης, με άδειο το βλέμμα και χαμηλωμένους τους ώμους, φορτωμένος τα αγγουράκια και τις μελιτζάνες που ανέφερε η κυρία του στο χαρτάκι. (Πάντα οι διαταγές, για λόγους βαρύτητας, αλλά και για τον φόβο τυχόν παραποίησής τους, δίνονται γραπτώς…)

Κι εγώ, αποσβολωμένος και νωθρός, από την μακάβρια αναπαυτική πολυθρόνα μου με το τηλεκοντρόλ και το καθιερωμένο φραπόγαλο ανά χείρας, έβλεπα την μελλοντική σταρ της αγανάκτησης να εξαπολύει μύδρους εναντίον της “ανίκανης” να γεμίσει το καλάθι της νοικοκυράς κυβέρνησης, εναντίον του “ανεπρόκοπου” κι “άχρηστου” πρωθυπουργού που δεν κατανοεί την αγωνία του κοσμάκη, εναντίον των “μακρυχέρηδων” υπουργών και της ρασοντυμένης μπουρζουαζίας των σκανδάλων. Σωστή τζιχάντ η κυρία!

Τώρα, στην πλαζ της ηδονής και της ξενοιασιάς, στην παραλία των λωτοφάγων, η ίδια απεγνωσμένη παχουλή πενηντάρα, συνοδευόμενη πάντα από τον ίδιο κέρινο κοκαλιάρη της, χαχάνιζε και εκτονωνόταν. Όχι, δεν θα τους έκανε την χάρη. Δεν θα θυσίαζε την εκδρομή της, μεθαύριο, στις 7 του Ιούνη, για να στηθεί στην ουρά του παραβάν, περιμένοντας να ψηφίσει. Την ημέρα των ευρωεκλογών… αυτή εκεί, στην πλαζ. Σιγά μην ξόδευε την αργία της για τα μούτρα τους!

Τα ίδια αναμασούσαν με πείσμα και κάτι νεαροί παραδίπλα. Την ενθάρρυναν, μάλιστα, δηλώνοντας ότι κι αυτοί δεν επρόκειτο να προσέλθουν. Έτσι κι αλλιώς, υποστήριζαν παθιασμένα, τίποτα δεν επρόκειτο να αλλάξει σε αυτόν τον τόπο. Κωστάκης – Γιωργάκης! Γιωργάκης – Κωστάκης!

“Μωρέ μούρες για κορνίζωμα!”, πετάχτηκε η σοκολατένια κοκκινομάλλα (που ο πρασινομάτης νεαρός δεν κατάφερνε παρά μόνο στην φαντασία του να την γδύσει). Τους άκουγε και ευφραινόταν η ψυχούλα της. Άνεργη στα τριάντα της, δυο γλώσσες, δυο πτυχία, δυο αποτυχημένες απόπειρες μέσω ΑΣΕΠ…

“Δυο – δυο, στην μπανιέρα δυο – δυο!” συμπλήρωσε το παλικαράκι με τα πράσινα ματάκια. Κι αυτός, εκεί δήλωνε πως θα βρίσκεται στις 7 του Ιούνη, στην πλαζ, ούτε που θα πατούσε το πόδι του στο εκλογικό κέντρο. Βρε στην πλαζ, λέμε, να πλανηθεί το όμορφο αλλά ταλαιπωρημένο ματάκι του στα καλλίγραμμα ξέσκεπα, να τα χαϊδέψει νοερά και να του ανοίγει η όρεξη -όχι που θα στηνόταν στο παραβάν να ψηφίσει…

“Γιατί να ψηφίσω;” ξαναπήρε τον λόγο η ομορφονιά με το σοκολατί σαν πραλίνα φουντούκι χρώμα. Τσίτωνε και ξανατσίτωνε το σλιπάκι του μαγιό (κάμερες βλέπεις, η Ελλάδα στημένη στο πρωινάδικο, μπορεί να την έβλεπε και η μαμά της!) κι όλο γάβγιζε σαν κανίς που του πήραν την μπουκιά από το στόμα.

“Όχι ρε φιλαράκο” πυροβόλησε η… πραλίνα τον ιδρωμένο ρεπόρτερ “δεν θα ψηφίσουμε, εδώ, στην πλάζα με τους ωραίους και τις ωραίες, σε χαλάει; Αυτοί δηλαδή τι έκαναν για εμάς; Όλο ρεμούλες και σκάνδαλα. Σιγά μην κάτσω να τους ψηφίσω κι από πάνω!”

Ο ρεπόρτερ γύρισε προς την κάμερα, είπε κάτι ξεψυχισμένα “γαλλικά”, σχολίασε σβέλτα ο κεντρικός παρουσιαστής από το στούντιο, κάποιοι γέλασαν, ύστερα άλλαξαν αυτοί θέμα κι εγώ κανάλι…

Αυτό είναι! Αλλάζουμε θέμα και τίποτα δεν γίνεται. Ποτέ και πουθενά. Η Ελλάδα ιδρώνει στις παραλίες, ξεφαντώνει στα νησάκια και τ’ ακρωτήρια, οι Έλληνες δίνουν την μάχη τους στα καταγάλανα νερά, και ύστερα ρίχνονται στις παγωμένες μπίρες και τα καρβουνάτα κοψίδια. Τα γκαρσόνια αγκομαχούν με τους δίσκους να πετούν πάνω από σκυμμένα σε σαλάτες και τηγανιές κεφάλια, να φέρνουν τους… “Μύθους” από την κατάψυξη, να μοιράζουν δεξιά αριστερά λογαριασμούς σε ντερλικωμένα βαλάντια…

Κι έτσι στρουθοκαμηλίζουμε στον άλλον, τον μεγάλο και σημαντικό λογαριασμό του Ελληνικού Λαού, που ποτέ κανείς δεν τολμά να εξοφλήσει. Η λαδόκολλα συμπληρώνεται με νούμερα μακρουλά, τα χρέη προς την συνείδησή μας και την ρηχή τσέπη μας ολοένα φουσκώνουν, αποκτούν “ουρά” με μηδενικά πολλαπλά, απίστευτα πολλαπλά, αθεράπευτα πολλαπλά… Και τότε είναι που η επανάσταση του καναπέ και της παραλίας, του ντελίβερι και της κατρουλιάς των πρασινογάλαζων θαλασσών μας, ξεσπάει βροντερά και ξεφουσκώνει σαν μπαλόνι με αέρα κοπανιστό. Κακό που τους κάνεις, αν δεν πας να ψηφίσεις! Λαχτάρα που τους βρήκε, αν δεν τους τιμωρήσεις!

Να μου το θυμάστε: επαναστάσεις δι’ αλληλογραφίας δεν γίνονται. Η αποχή από τις εκλογές λειτουργούν υπέρ των χαραμοφάηδων πολιτικάντηδων. Μεθαύριο, 7 Ιουνίου, να είστε όλοι εκεί. Στην κάλπη των ευρωεκλογών. Φουσκώστε το πιεσόμετρο και δείξτε τους την κακή τους υγεία. Αφήστε τα Arlekin κατά μέρος. Την επομένη, όταν αυτοί θα τσιτσιρίζουνε στο καυτό λάδι της ψήφου σας, θα έχετε όλο τον καιρό να διαβάσετε για το αμόρε της πριγκιπέσας και του γαλάζιου πρίγκιπα.

Ίσως, μάλιστα, εκείνο το ρημάδι το Arlekin να το ξεφυλλίζετε σε κάποια ολόχρυση παραλία. Σ’ εκείνη την ίδια, όπου εσείς θα κολυμπάτε σαν τα δελφίνια, ανέμελα, ενώ αυτοί οι πολιτικάντηδες θα πνίγονται σε δυο σπιθαμές αλατόνερου…

 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης