Μας άφησαν πολλή σκέψη και λίγες κολόνες μισογκρεμισμένες από τους βάρβαρους. Οι πρόγονοί μας. Και μια Αττική «Θεών νταμάρι». Τα αφήσαμε και κάηκαν, οι άχρηστοι. Ούτε αυτό δε μπορέσαμε να κάνουμε, να τα φυλάξουμε. Έγινε η Αττική Κρανίου Τόπος. Αδιάφοροι, δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα, τα φορτώσαμε στην ανίκανη πολιτική ηγεσία και τα κάναμε στάχτη και μπούρμπερη. Το ωραιότερο κομμάτι του κόσμου, το πολυτιμότερο. Ανίκανοι επίγονοι μεγάλων προγόνων.
Πάει η Αττική αδέλφια, κάηκε. Παντού κραυγές απελπισίας: «βοήθεια», «πού είναι το κράτος», «στείλτε αεροπλάνα». Και πόσα αεροπλάνα να στείλεις, όταν ολόκληρη η χώρα είναι δαυλί αναμμένο; Ούτε ολόκληρο αεροπορικό σμήνος δε φτάνει για να σβήσει το κακό. Το κάθε σπίτι που καίγεται φωνάζει για αεροπλάνο. «Στείλτε αεροπλάνα. Πού είναι το κράτος;». Σωστή η ερώτηση. Πού να είναι το κράτος; Διακοπές, φυσικά. Οι φλόγες, όμως, δεν παίζονται, αυτό το καταλαβαίνουμε όταν τα μέτωπα γίνονται πολλά, όταν έχουν φτάσει στα σαράντα πέντε χιλιόμετρα εύρος, όταν αγγίζουν την αυλή μας. Τότε που τρέχουν όλοι, πυροσβέστες, δήμαρχοι, σύμβουλοι – «απευθύνω έκκληση» -, νομάρχες – «σε κατάσταση πολιορκίας ο νομός» -, αστυνόμοι με τις σειρήνες, πολιτικοί και νοικυραίοι με κουβάδες και με λάστιχα να ξορκίσουν το κακό. Και οι δημοσιογράφοι να καταγράψουν.
Κάηκε η Αττική αδέλφια
Γλίτωσε από τους Πέρσες και τους Μήδους, την κάψαμε εμείς. Την ώρα που ο φοβερός βοριάς σήκωνε τις φλόγες, εμείς όλοι ήμασταν στις θέσεις μας. Τρίχες. Με «εφʼ όπλου λόγχη». Πάλι τρίχες. Στις σκοπιές μας, δηλαδή. Άλλοι στις παραλίες, άλλοι στις εξοχές, άλλοι στις καφετέριες, οι αστυνομικοί κόβανε κλήσεις για τις ζώνες, οι πολιτικοί στα τηλεοπτικά παράθυρα με μαγιό, μόνο μάνικα δεν κρατούσαν, σα να μη τρέχει τίποτα, ανάθεμα τον πατέρα του. Σκοπέ κοιμάσαι. Το θυμάστε οι παλιοί; «Και μεις οι τρεις στον καφενέ – τσιγάρο πρέφα και καφέ…». Τώρα ουρλιάζουμε.
Κάηκε η Αττική αδέλφια
Γιατί το λέω; Μα επειδή όλοι ξέρουμε πως το καλοκαίρι τα δάση γίνονται μπαρούτι. Και η Αττική με την ξεραϊλα την καλοκαιρινή, γίνεται δύο φορές μπαρούτι. Και όλοι το ξέρουμε, ανάθεμα το κεφάλι μας, ότι οι περισσότερες φωτιές ξεκινούν από τα σκουπίδια. Ότι όλες οι κοινότητες της Αττικής είναι μικροί σκουπιδότοποι αλλά κανείς δεν απλώνει το χέρι του να μαζέψει ένα μπουκάλι ή ένα χαρτί. Κίνδυνος – θάνατος. Και; Όλοι οι ανίκανοι δήμαρχοι, νομάρχες και Σία, κάνουν αγώνες για τους ΧΥΤΑ (μακριά απʼ το σπίτι μας κι όπου θέλει ας μπει). Και ούτε ένας απʼ αυτούς δεν καθαρίζει προσεκτικά τα δάση, δε στέλνει ένα συνεργείο να μαζέψει το σκουπιδαριό. Κανείς δε σκύβει να μαζέψει τα σκουπίδια, κανείς δεν αισθάνεται ότι, τουλάχιστον η Αττική είναι υποψήφιο μπουρλότο. Και ακόμα δεν έχουμε καταλάβει ότι τελικά μερικά πράγματα δεν έχουμε δικαίωμα να τα απολαμβάνουμε ξέγνοιαστοι. Τι να κάνουμε; Αφού αυτό το «Θεών νταμάρι» που λέγεται Αττική μάς ταϊζει με τον πολιτισμό του, εμείς πρέπει να το προσέχουμε σαν τα μάτια μας. Κακά τα ψέματα. Πρέπει να είμαστε όλοι εθελοντές αυτές τις επικίνδυνες μέρες. Ναι, εντάξει τα μπάνια του λαού, σωστό, αλλά να φεύγουμε με βάρδιες. Όχι όλοι μαζί. Είναι κουφό, εμείς να είμαστε στην Κάσο, και στο Βαρνάβα το σπίτι μας να καίγεται. Ποιος θα το φυλάξει σύντροφοι; Ο Καραμανλής ή ο Παπανδρέου; Αφού τα ξέρετε, γιατί πρέπει να τα λέω και εγώ; Μόνο εμείς μπορούμε και κανένας άλλος. Και όχι απλοί εθελοντές αλλά και εκπαιδευμένοι. Να κόψουμε το λαιμό μας. Εμείς οι ίδιοι πρέπει να γυρίσουμε τα δάση της Αττικής και να δούμε τις χωματερές και τα σκουπίδια, εμείς πρέπει να καταγγέλλουμε τα γαϊδούρια που πετούν τα τσιγάρα από τα αυτοκίνητα, εμείς να εμποδίσουμε τους ηλίθιους που κάνουν μπάρμπεκιου Αυγουστιάτικα, εμείς να φυλάξουμε σκοπιές και τελικά, εμείς να γυρνάμε τα σπίτια και να κινητοποιούμε τον κόσμο να καθαρίζει τις αυλές και τους γύρω χώρους από τα ξερόχορτα. Ποιος άλλος; Μην περιμένετε να το κάνει αυτό η αστυνομία, δεν αδειάζει από την επίδοση κλήσεων στους φαλιρισμένους μικρομεσαίους. Μην περιμένετε από την τοπική αυτοδιοίκηση, κινητοποιούν τους κατοίκους μόνο για να ξορκίσουν την υγειονομική ταφή σκουπιδιών, δεν παίζονται. Λυπάμαι αλλά πρέπει κάποτε να το πάρουμε απόφαση και να κινητοποιηθούμε. Να φυλάξουμε οι ίδιοι τη χώρα και τα σπίτια μας. Μόνο εμείς. Γιατί και οι λεφτάδες που θα μπορούσαν να συντηρούν στόλο πυροσβεστικών αεροπλάνων δεν το κάνουν, οι παλιοί χορηγοί δεν υπάρχουν, τελικά μόνο οι πολίτες υπάρχουν και είναι οι μόνοι που μπορούν να κινητοποιηθούν. Αλλιώς την επόμενη φορά η φωτιά θα φτάσει στο Σύνταγμα.