Χρήστος Κιτσάκης

Η γυναικοκτονία έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει τις δολοφονίες γυναικών από τους συντρόφους και συζύγους τους και από τα μέλη της οικογένειας τους. Έχει επίσης χρησιμοποιηθεί για την περιγραφή των δολοφονιών που σχετίζονται με το φύλο σε μια κοινωνία. Ο όρος γυναικοκτονία εισήχθη για να περιγράψει τις δολοφονίες γυναικών που σχετίζονται με το φύλο, προκειμένου να αναγνωριστεί ο αντίκτυπος της ανισότητας και των διακρίσεων, οι οποίοι αναγνωρίζονται διεθνώς ως η βασική αιτία βίας κατά των γυναικών. Ο όρος καθώς και το αποδεκτό νόημά του ποικίλλει συχνά, ωστόσο, ανάλογα με την προοπτική του οποίου εξετάζεται ή πού εξετάζεται. Ως εκ τούτου, το φαινόμενο της γυναικείας αυτοκτονίας και το πεδίο εφαρμογής, το περιεχόμενο και οι συνέπειές του εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο συζητήσεων διεθνώς σε ακαδημαϊκούς, πολιτικούς και λαϊκούς χώρους ακτιβιστών, καθώς και περιφερειακές, εθνικές και άλλες νομοθετικές διαδικασίες.

Αρχικά, είναι εύλογο να πει κανείς πως εξακολουθεί να αναγνωρίζεται ότι οι άνδρες είναι οι πρωταρχικοί δράστες των γυναικοκτονιών και ότι οι περισσότερες γυναίκες έχουν δολοφονηθεί από τους νυν ή πρώην άνδρες συντρόφους, ένα πρότυπο που υπάρχει παγκοσμίως, παρόλο που οι αναλογίες διαφέρουν σε διάφορες περιοχές του κόσμου.Ο υψηλός κίνδυνος βίας που βιώνουν αυτόχθονες γυναίκες και κορίτσια οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην αποτυχία της αστυνομίας και άλλων στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης να ανταποκριθούν επαρκώς, ή να καλύπτουν τις ανάγκες των αυτόχθονων γυναικών και κοριτσιών.                                                   

Επιπλέον, το φαινόμενο της γυναικοκτονίας παρατηρείται πολύ έντονα το τελευταίο διάστημα και στην Ελλάδα. Η κοινωνία και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης εξακολουθούν μέχρι και τώρα να περιγράφουν αυτές τις αποτρόπαιες πράξεις ως ανθρωποκτονίες και όχι ως γυναικοκτονίες. Όλα τα περιστατικά σεξουαλικής βίας περιγράφονται στα μέσα ενημέρωσης χρησιμοποιώντας όρους όπως «το καημένο κορίτσι» «η άτυχη οικογένεια», «οικογενειακή τραγωδία», «έγκλημα πάθους», συνοδευόμενα από διατυπώσεις όπως «τη δολοφόνησε γιατί …» ή «ήταν καλό παιδί, δεν έδειξε ποτέ ότι είχε τάσεις βίας» ή ακόμα χειρότερα «τον απείλησε ότι θα τον χωρίσει». Αυτή η προσέγγιση για την αναφορά δείχνει ότι οι δολοφονίες γυναικών δεν έχουν την ορατότητα που τους αξίζει στο δημόσιο λόγο. Επίσης, πολύ ανησυχητικό είναι το γεγονός πως η μία γυναικοκτονία διαδέχεται την άλλη σε μια χώρα όπου δέχτηκε το μεγαλύτερο αριθμό μεταναστών και προσφύγων και έχει κάνει τα αδύνατα δυνατά για να προστατέψει όλες αυτές τις γυναίκες και τα παιδιά τους να απαλλαχθούν από την ενδοοικογενειακή βία και την άσχημη ψυχολογική κατάσταση την οποία βίωναν πριν μεταναστεύσουν στη χώρα μας.                    

Τέλος, θα πρέπει να παρθούν πιο δραστικά μέτρα τόσο για την φυλάκιση και τον σωφρονισμό των γυναικοκτόνων, όσο και μέτρα για τη πρόληψη και τη προώθηση των δικαιωμάτων των γυναικών που βιώνουν μορφές βίας αλλά και διακρίσεων στην κοινωνία. Καμία γυναίκα δε θα έπρεπε να νοιώθει ότι είναι μόνη όταν αντιμετωπίζει μια τέτοια κατάσταση. Καμία κοινωνία δε θα έπρεπε να προδικάζει τις αποφάσεις μιας γυναίκας, μιας μητέρας να προστατέψει τον εαυτό της και τα παιδιά της.         

* Ο Χρήστος Κιτσάκης είναι δικηγόρος