Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης δικηγόρος Αθηνών- συνταγματολόγος- συνήγορος Αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος στην Ελλάδα-νομικός συνεργάτης  Πατριαρχείου στην Ελλάδα- νομικός σύμβουλος Βορειοηπειρωτών Ελλάδος- ΔΣ πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Δήμου Αθηναίων- ΔΣ ιδρύματος Μπότσαρη.

Κατά πολλούς, τα πρόσωπα διαμορφώνουν την ασκούμενη πολιτική. Ο πολιτικός που καταλαμβάνει μία θέση εξουσίας , συνήθως επηρεάζεται από τα διαχρονικά προσωπικά του βιώματα , από την πλειοψηφία των πολιτών που τον εξέλεξε και από την ” αυλή ” του .

Η αναζήτηση του ορθού ξεκινά από τη στιγμή που κατέστη μόνιμο και αγωνιώδες ερώτημα του ανθρώπου. Το ερώτημα για το τι πρέπει να πράξω και, ειδικότερα, ποιες αξίες πρέπει να καθορίζουν την πράξη μου, αποτελεί πρόβλημα της ηθικής φιλοσοφίας. Εδώ βέβαια ενδιαφέρει η πιο συγκεκριμένη του μορφή, εκείνη δηλαδή που περιέχει το δίλημμα, αν κριτήριο του ορθού είναι η γνώση, δηλαδή η γνώμη των δυνάμεων εγκαίρως να γνωρίζουν, εκείνων δηλαδή τους οποίους ο Σωκράτης αποκαλεί «επαΐοντες»,  ή η γνώμη των πολλών, η γνώμη του «κόσμου».

Ο πολιτικός που δεν εμφανίζεται ως βέβαιος για αυτό που κάνει και με αυτοπεποίθηση, καταστρέφεται (μεταφορικά). Έτσι, η αυτοπεποίθηση είναι σημαντική στην πολιτική. Πολλοί άνθρωποι επιδεικνύουν έναν προσανατολισμό προς το στόχο, μια «διάθεση προς την ανάπτυξη ή επίδειξη της ικανότητας για την επίτευξη μίας κατάστασης». Η αίσθηση ότι οι άνθρωποι επηρεάζουν κάτι ενεργά (π.χ. τις εκλογές) είναι ένα ισχυρό κίνητρο για τη συμμετοχή, αλλά αν κάποιοι πολιτικοί ξεκινήσουν μιλώντας με περίπλοκους όρους για τα επιτόκια ή τη διαχείριση του ελλείμματος του ταμείου υγείας, αυτό πρόκειται να αποξενώσει όσους δεν κατανοούν τέτοια πράγματα . Έτσι, αν ένα πρόσωπο με αυτοπεποίθηση λέει ότι υπάρχει μια απλή λύση ή υπόσχεται να εξαφανίσει το μεγάλο και πολύπλοκο ζήτημα, θα εμφανιστεί περισσότερο ελκυστικός.

Αυτό αποδεικνύεται επίσης από το νόμο του Πάρκινσον σχετικά με την κοινοτοπία, σύμφωνα με τον οποίο οι άνθρωποι ξοδεύουν πολύ περισσότερο χρόνο και προσπάθεια επικεντρωμένοι σε κάτι τετριμμένο που καταλαβαίνουν, παρά σε κάτι περίπλοκο που δεν το καταλαβαίνουν. Το πρώτο προσφέρει πολύ περισσότερες δυνατότητες για συμβολή και επιρροή. Και οι άνθρωποι αγαπούν τα ασήμαντα πράγματα, επομένως οι λιγότερο ευφυείς άνθρωποι που συμπυκνώνουν τα μεγάλα ζητήματα σε σύντομα (αλλά ανακριβή) τμήματα, έχουν περισσότερες πιθανότητες να νικήσουν.

Υπάρχουν τόσες πολλές μεταβλητές που πρέπει να ληφθούν υπόψη και που, δυστυχώς, είναι αδύνατο να συμπυκνωθούν όλες αυτές σε μία στρατηγική και να προβληθούν μέσα από τα ΜΜΕ, οπότε αυτό που έρχεται στο προσκήνιο περισσότερο είναι η προσωπικότητα που έχει αναλάβει αυτό το ρόλο.

Η κρίση ηγεσίας στην ευρωπαϊκή ένωση, με μορφή εμφάνισης την απουσία ηγετικών φυσιογνωμιών, αποτυπώνει στην πραγματικότητα μια βαθύτερη κρίση της ίδιας της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Ωστόσο, ήταν ταυτόχρονα μια περίοδος που το «ευρωπαϊκό οικοδόμημα» φαινόταν να προχωράει, με την εισαγωγή του ευρώ και τους θεσμούς που το συνόδευσαν παράλληλα με τη θεσμική πορεία που οδήγησε στη Συνθήκη της Λισαβόνας. Βέβαια στη διαδρομή, το πρόβλημα νομιμοποίησης αναδεικνυόταν στη διαπίστωση ότι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν ήταν ακριβώς πεισμένες για την ενοποίηση, όπως φάνηκε και στην απόρριψη του «Ευρωσυντάγματος».

Ο Ευρωστρατός παραμένει στα χαρτιά και η ευρωπαϊκή ένωση καθίσταται  ουρά των μεγάλων δυνάμεων . Δεν υπάρχει ουσιαστική αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών, αλλά συμφέροντα που πολλές φορές συγκρούονται μεταξύ τους και χάσμα μεταξύ βορρά και νότου.

Από την άλλη, εάν κοιτάξει κανείς το ευρωπαϊκό τοπίο ,θα δει ότι υπάρχουν διάφοροι πολιτικοί που ξεχωρίζουν για την ικανότητά τους να παραμένουν στην εξουσία και να μπορούν να διαχειρίζονται τις δυσκολίες της κυβερνητικής διαχείρισης.

Η αντιπαράθεση για το Ταμείο Ανάκαμψης ήταν έτσι πολύ χαρακτηριστική για το πώς για αρκετές χώρες , η ευρωπαϊκή ένωση είναι τελικά μια κοινή αγορά, ένα κοινό νόμισμα και κοινές πολιτικές σε συγκεκριμένους τομείς αλλά όχι ένας χώρος που στηρίζεται στην αλληλεγγύη και στην κοινή αντιμετώπιση κοινών κινδύνων.

Το πρόβλημα είναι επίσης ότι ακόμη και χώρες που έχουν διεκδικήσει ηγετικό ρόλο ή τον κατέχουν αντικειμενικά λόγω του μεγέθους τους, αδυνατούν να τον ασκήσουν πραγματικά.

Η Ευρώπη δεν έχει μπορέσει να αποδείξει ότι αποτελεί έναν πραγματικό διαφορετικό πόλο, ή έστω μια εναλλακτική εκδοχή της «Δύσης» απέναντι στις ΗΠΑ. Δεν έχει μπορέσει να αρθρώσει ένα εναλλακτικό οικονομικό υπόδειγμα με μεγαλύτερη δυναμική (αντιθέτως σε διάφορες στιγμές ,η ευρωπαϊκή ένωση ήταν ο «μεγάλος ασθενής» της παγκόσμιας οικονομίας). Δεν έχει αρθρώσει μια εναλλακτική απέναντι στον «Νέο Ψυχρό Πόλεμο» ούτε έχει συζητήσει ουσιαστικά το γιατί έχει γίνει τμήμα του. Ούτε βέβαια, έχει μπορέσει να προτείνει αλλά και να εγγυηθεί στην πράξη έναν διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης των γεωπολιτικών κρίσεων.

Η  ιδέα του ευρωστρατού δεν είναι μία καινοφανής ιδέα. Προωθήθηκε εντόνως στα τέλη της δεκαετίας του 1990 μετά την αποτυχία της Ευρώπης να αποτρέψει χρόνια αιματοχυσίας στους Γιουγκοσλαβικούς πολέμους (έως και την παρέμβαση των Η.Π.Α.). Το 1999, η ευρωπαϊκή ένωση έθεσε ως πρωταρχικό στόχο τη δημιουργία στρατού ταχείας αντίδρασης, που, έως το 2003, θα μπορούσε να αναπτύξει ένα σώμα 50.000–60.000 στρατιωτών. Η πολιτική βούληση δεν υπήρξε ποτέ επαρκής για την πραγματοποίηση των εξαγγελιών. Ο στόχος είναι εφικτός, σε συνδυασμό με την ανάγκη προστασίας των ευρωπαϊκών συνόρων, αλλά ποτέ δεν υπήρξε ουσιαστική πολιτική βούληση. Ο ευρωστρατός οφείλει να φέρει το στίγμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αλλιώς οι απλές δυνάμεις άμεσης και ταχείας επέμβασης θα αποτελούν μία ημιτελή προσπάθεια ανέτοιμη να σώσει τον βιότοπο της Γηραιάς Ηπείρου. Ο ευρωστρατός βρέθηκε στο επίκεντρο των συζητήσεων από τη στιγμή που ο πόλεμος στην Ουκρανία λειτουργούσε σαν επιταχυντής των εξελίξεων.

Στην χώρα μας, οι δικαστές είναι υποχρεωμένοι να εφαρμόζουν νόμους, που ψηφίζει η Βουλή, δηλαδή οι βουλευτές.

Στην χώρα μας , οι νόμοι ψηφίζονται από τους βουλευτές του ελληνικού κοινοβουλίου και τα εκάστοτε φυσικά πρόσωπα που διοικούν, επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά και διαμορφώνουν τα νομοσχέδια, ανάλογα με την βούληση τους και την επικαιρότητα. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, συμβάλουν στην ενημέρωση, αλλά και στην ανάδειξη ενός προβλήματος, που σε κάποιες περιπτώσεις διαμορφώνει την επικαιρότητα.

Η διαχρονική ασυνέπεια τήρησης των προεκλογικών δεσμεύσεων , μπορεί να ερμηνευθεί ως εξαπάτηση της κοινής γνώμης ή ως ανικανότητα των εκάστοτε προσώπων διακυβέρνησης .

Σε έλλειψη πολιτικής βούλησης, παρά σε έλλειψη χρημάτων, αποδίδονται οι καταστροφικές πυρκαγιές κάθε καλοκαίρι , η ανασφάλεια που επικρατεί σε κάποια κεντρικά σημεία μεγάλων πόλεων , η φοροδιαφυγή κάποιων επιχειρηματιών – εφοπλιστών, η έλλειψη προσωπικού στις γραμματείες των δικαστηρίων , η καθυστέρηση δεκαετιών στην ολοκλήρωση του κτηματολογίου ,  η ανάγκη διαγραφής μέρους δανείων πολιτών από τις τράπεζες με νομοθετική πρόβλεψη , η ανάγκη απλούστευσης των διαδικασιών στην επιθεώρηση εργασίας ,     η ανάγκη δημιουργίας νέου αυτοκινητόδρομου Ελευσίνα – Οινόφυτα με αυτοχρηματοδότηση για την αποσυμφόρηση της Αττικής ,      η ανάγκη αντιμετώπισης του δημογραφικού προβλήματος , η ανάγκη παροχής διοικητικών κινήτρων για κατασκευή νέων σπιτιών σε μικρά χωριά της Ελλάδος που ερημώνουν (αφορολόγητη κατασκευή ,   άδεια εξπρές από τον οικείο δήμο ,    αντικατάσταση κεραμοσκεπής χωρίς άδεια ,    περίφραξη χωρίς άδεια , κοπή δέντρου στην αυλή χωρίς άδεια ), η ανάγκη τροποποίησης της διδακτέας ύλης στα σχολεία ως προς τον τρόπο διδασκαλίας, τα σχολικά βιβλία αλλά και τη διδακτέα ύλη. Αν ξεκινήσουμε από τα σχολικά βιβλία, το πρώτο που πρέπει να πούμε είναι ότι για την ηλικία που βρίσκονται τα παιδιά ,είναι ακατανόητα.

Από την μια μεριά, η έλλειψη πολιτικής βούλησης, η αποφυγή ατομικής ευθύνης και η αντίσταση στις μεταρρυθμίσεις έχουν συντελέσει στην απώλεια εμπιστοσύνης από τον λαό, γεγονός το οποίο εκφράστηκε με την αποχή σε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις. Ο ελληνικός λαός ο οποίος μέχρι σήμερα έχει υποστεί τα πάνδεινα, χωρίς να βλέπει ο κόπος του να αποδίδει.

Πολλές φορές ,  νομοσχέδια που ψηφίζουν οι βουλευτές, έχουν κριθεί αντισυνταγματικά με δικαστικές αποφάσεις και οι αποφάσεις των δικαστηρίων θα πρέπει να γίνονται σεβαστές. Αν οι διατάξεις  ενός νόμου κρίθηκαν αντισυνταγματικές με απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου της διοικητικής δικαιοσύνης (Συμβούλιο της Επικρατείας), δηλαδή από το δικαστήριο που βρίσκεται στην κορυφή της δικαστικής ιεραρχίας και αποφαίνεται αμετάκλητα, ο κοινός νομοθέτης, προς αποφυγή δημιουργίας και άλλων, ομοίων δικών, αλλά και ενόψει της υποχρέωσης συμμόρφωσης της Διοικήσεως στις αποφάσεις των δικαστηρίων, θα πρέπει να καταργήσει ή να τροποποιήσει, σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, την κριθείσα ως αντισυνταγματική διάταξη του τυπικού νόμου. Το έννομο συμφέρον δεν το διαθέτει ο κάθε πολίτης που ενδιαφέρεται για την τήρηση των νόμων ή την προστασία εν γένει των περιβαλλοντικών αγαθών. Αντιθέτως, θα πρέπει να υπάρχει μία ειδική σχέση του αιτούντος την ακύρωση με την προσβαλλόμενη πράξη, ένας ειδικός δεσμός του με αυτή, λόγω μίας νομικής κατάστασης ή μίας πραγματικής του ιδιότητας που τον συνδέει με την πράξη και αναγνωρίζεται από το δίκαιο. Θα πρέπει δε ο αιτών να υφίσταται βλάβη από την έκδοση της πράξης είτε υλική (στα περιουσιακά έννομα συμφέροντά του) είτε ηθική, για να θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον του.

Ακόμη κι αν η συνταγματικότητα ενός νόμου αμφισβητήθηκε κατά τη διαδικασία της ψήφισής του στη βουλή ή διατυπώθηκαν ενστάσεις αντισυνταγματικότητας κατά τη δημόσια διαβούλευσή του ή από την επιστημονική υπηρεσία της βουλής στην έκθεσή της ή σε επιστημονικά άρθρα ή κείμενα στον τύπο από οργανώσεις ή μεμονωμένους πολίτες, ο νόμος μετά την ψήφιση και δημοσίευσή του θα εφαρμοστεί ως συνταγματικός, ενόψει του τεκμηρίου του. Και τούτο, για λόγους ασφάλειας δικαίου, αφού αν ο καθένας από εμάς μπορούσε να αμφισβητήσει τη συνταγματικότητά του και να επικαλείται εξαιτίας τούτου τη μη εφαρμογή του, θα διακυβευόταν η σταθερότητα της έννομης τάξης μας.

Το Συμβούλιο της Επικρατείας το 2019 με τις αποφάσεις 685-688/2019, έκρινε Αντισυνταγματική την διάταξη του νόμου 4389/2016, με βάση την οποία εξαιρέθηκαν από την διαδικασία των αναρτήσεων, περιοχές αυθαίρετων μέσα σε Δάση.   Οι Δασικοί Χάρτες του 2016, κρίθηκαν Αντισυνταγματικοί με διάφορες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, που αποτελεί το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο στην Ελλάδα (ΣτΕ 1118/2018, ΣτΕ 1411/2019, ΣτΕ 156/2019 κ.α.).

Παράνομοι σύμφωνα με το ΣτΕ είναι οι κυρωμένοι δασικοί χάρτες στις περιοχές της Ελλάδας , γιατί δεν τηρήθηκε σωστά η διαδικασία από την δημόσια διοίκηση, σχετικά με τις αιτήσεις πολιτών για διόρθωση του χάρτη , αφού υπήρχαν πρόδηλα σφάλματα.

Αντισυνταγματικές έκρινε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) βασικές διατάξεις του λεγομένου νόμου Κατρούγκαλου 4387 του 2016 (ΣτΕ 1880-1891/2019).

Αντισυνταγματική κρίθηκε η διάταξη του νόμου 4389/2016 , το 2016, για την μεταβίβαση της πλειοψηφίας των μετοχών της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ στο υπερταμείο, με σκοπό την ιδιωτικοποίηση (Συμβούλιο της Επικρατείας 190-191/2022).

Η ολομέλεια του Συμβουλίου της επικρατείας, έκρινε Αντισυνταγματική την διάταξη του νόμου Παππά ,νόμος 4339/2015, για την διαδικασία χορήγησης τηλεοπτικών αδειών (Συμβούλιο της Επικρατείας 95/2017 ).

Με σειρά αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ακυρώθηκε η απόφαση που είχε ληφθεί με βάση νόμο του 2017 ( νόμος 4499/2017) για τη μεταφορά του καζίνο της Πάρνηθας στο Μαρούσι Αττικής(Συμβούλιο της Επικρατείας 44/2021).

Απορρίφθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας ,η αίτηση των Παμμακεδονικών Οργανώσεων, με την οποία ζητούσαν να ανασταλεί η συμφωνία των Πρεσπών, που υπογράφηκε στις 17 Ιουνίου 2018, μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδος και των Σκοπίων.

Οι Παμμακεδονικές Οργανώσεις υποστήριζαν ότι είναι άμεσος ο κίνδυνος απώλειας της ονομασίας «Μακεδονικός» για τα ελληνικά προϊόντα, οι δε οικονομικές συνέπειες στα προερχόμενα από τη Μακεδονία Ελληνικά προϊόντα θα είναι δυσθεώρητες και είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν αμφισβητήσεις Ελληνικών σημάτων και επωνυμιών προϊόντων και επιχειρήσεων.

Όμως, στην απόφαση του ΣτΕ αναφέρεται ότι «ο ισχυρισμός αυτός, αναφερόμενος, μάλιστα, σε ενδεχόμενες, μελλοντικές και αβέβαιες καταστάσεις, που άλλωστε δεν προκαλούνται ευθέως από το κείμενο της συμφωνίας, είναι, εν πάση περιπτώσει, απορριπτέος -πέραν της αοριστίας του- ως προβαλλόμενος εκ συμφέροντος τρίτου, δεδομένου ότι οι αιτούντες ούτε προβάλλουν ούτε προκύπτει ότι έχουν ορισμένο νομικό δεσμό με συγκεκριμένο προϊόν, σήμα ή επιχείρηση που πλήττεται άμεσα από την εφαρμογή των όρων της συμφωνίας».

Παράλληλα,  οι οργανώσεις υποστήριζαν ότι η προσωρινή εφαρμογή   της συμφωνίας θα έχει ως άμεση συνέπεια την αναθεώρηση των Σχολικών εγχειριδίων προς την κατεύθυνση της παραποίησης της Ελληνικής ιστορίας. Όμως, το ΣτΕ αποφάσισε ότι η  συνέπεια  αυτή «είναι μελλοντική και αβέβαιη, προέχοντος διότι δεν προκύπτει ότι επίκειται οπωσδήποτε η αναθεώρηση των σχολικών εγχειριδίων, πολύ περισσότερο δε, προς ποιά κατεύθυνση θα κινηθεί αυτή, εφόσον κριθεί αναγκαία από τη διεπιστημονική επιτροπή που θα συγκροτηθεί».

Η ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την απόφαση 60/2013, έκρινε ότι η διάταξη του «Νόμου Γιάννη Ραγκούση» 3838/2010, για την ιθαγένεια, είναι Αντισυνταγματική, με το σκεπτικό ότι το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι επιφυλάσσεται μόνο στους έλληνες πολίτες και δεν μπορεί να επεκταθεί και στους μη έχοντες την ιδιότητα αυτή.

Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις αποφάσεις: 2192/2014, 2193/2014, 2194/2014, 2195/2014 και 2196/2014, έκρινε Αντισυνταγματική την περικοπή αποδοχών και συντάξεων  Στρατιωτικών ενόπλων δυνάμεων και σωμάτων ασφαλείας, που επήλθε με το δεύτερο μνημόνιο το 2012.

Αντισυνταγματικό έκρινε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας ,το δεύτερο Μνημόνιο  (νόμος 4046/2012)  κατά το σκέλος που αφορά την κατάργηση της δυνατότητας των σωματείων να καταφεύγουν μονομερώς σε διαιτησία, μετά την αποτυχία να συναφθεί συλλογική σύμβαση εργασίας(ΣτΕ 2307/2014).

Με την υπ’αριθμ. 2626/2018 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (Στ΄τμήμα) ,κρίθηκε αντισυνταγματική η περικοπή των επιδομάτων εορτών και καλοκαιρινής άδειας, που επήλθε  με το Νόμο 4093/2012 (γνωστό ως “Δεύτερο Μνημόνιο”).

Αντισυνταγματικές κρίθηκαν οι μειώσεις των αποδοχών των ένστολων, των γιατρών του ΕΣΥ και των καθηγητών ΑΕΙ και ΤΕΙ, που είχαν επιβληθεί με τον νόμο 4093/2012,  από την 1η-8-2012.

Η κατάργηση του δώρου Χριστουγέννων και του επιδόματος αδείας, που έλαβε χώρα με το νόμο 4093/2012 ,κρίθηκε Αντισυνταγματική με την 2287/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Σύμφωνα με τις αποφάσεις 2287 και 2288/2015 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο Νόμος 4051/2012, με το άρθρο 6 του οποίου μειώθηκαν αναδρομικά οι κύριες συντάξεις που υπερβαίνουν τα 1300 ευρώ και οι επικουρικές συντάξεις με κλιμακωτές μειώσεις, και ο Ν. 4093/2012, με το άρθρο πρώτο του οποίου αφενός μεν μειώθηκαν εκ νέου οι από οποιαδήποτε πηγή και από οποιαδήποτε αιτία συντάξεις που υπερβαίνουν αθροιστικώς τα 1000 ευρώ, αφετέρου δε καταργήθηκαν πλέον για όλους τους συνταξιούχους τα επιδόματα και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, δεν είναι συμβατές με το Σύνταγμα      και ως εκ τούτου πρόκειται για Αντισυνταγματικές διατάξεις.

Πρόκειται για μερικές μόνο περιπτώσεις αντισυνταγματικότητας νόμων (και μία περίπτωση συνταγματικότητας), με βάση αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Η απουσία Ευρωπαϊκού Συντάγματος:

Οι προσπάθειες για την σύνταξη κοινού Ευρωπαϊκού Συντάγματος, δεν ευοδώθηκαν και έτσι ισχύει το Σύνταγμα του κάθε κράτους μέλους. Σε περίπτωση παραβίασης διατάξεων του Συντάγματος, πολίτης ή φορέας δύναται να προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Για προσωπική υπόθεση παραβίασης του Συντάγματος, πολίτης μπορεί να καταγγείλει το γεγονός και στον  Εισαγγελέα.

Γεννάται όμως, ζήτημα ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ και ερμηνείας διατάξεων του Συντάγματος.

Όπως αναφέρει το Άρθρο 28 του Συντάγματος, για να γίνουν αποδεκτοί περιορισμοί ως προς την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας, χρειάζεται η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, ενώ απαραίτητη προϋπόθεση είναι να μη θίγονται τα δικαιώματα του ανθρώπου και οι βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το άρθρο 28 αποτέλεσε θεμέλιο για τη συμμετοχή της Χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης όμως επ ουδενί δε μπορεί να θεωρηθεί ότι ο έλεγχος που ασκείται σήμερα είναι σύμφωνος με τις επιταγές του Συντάγματος. Όμως, υπήρξε σαφέστατη παραβίαση του άρθρου αυτού, με την παραχώρηση δημοσίων εκτάσεων για 99 χρόνια και με την εποπτεία για βασικά εσωτερικά μας θέματα, από ξένους παράγοντες, με βάση τα μνημόνια.

Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα, τα άρθρα 26 και 87 του Συντάγματος.

Αναφέρονται στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Ωστόσο, συγκεκριμένες μεταθέσεις και προαγωγές δικαστών, καθορίζονται με απόφαση της εκάστοτε κυβέρνησης. Πολλές είναι και οι καταγγελίες δικαστών, για πολιτικές παρεμβάσεις στο έργο των ανεξάρτητων δικαστών. Παρεμβάσεις που αμαυρώνουν την εικόνα της ανεξάρτητης δικαιοσύνης και μόνο προβλήματα δημιουργούν στην λειτουργία της. Οι νόμοι που υποχρεούνται να εφαρμόσουν οι δικαστές, ψηφίζονται από τους βουλευτές στο Ελληνικό Κοινοβούλιο.

Επιπλέον, το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος, αναφέρει ότι η δημόσια διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται στις δικαστικές αποφάσεις. Όμως, στην Ελλάδα δεν υφίσταται Συνταγματικό Δικαστήριο και απαιτείται προηγούμενη πράξη της δημόσιας διοίκησης, προκειμένου να εφαρμοσθεί μία δικαστική απόφαση. Η πράξη αυτή της δημόσιας διοίκησης, καθυστερεί υπερβολικά, επικαλούμενη ως αιτιολογία καθυστέρησης, συνήθως την έλλειψη πόρων, για την εφαρμογή της δικαστικής απόφασης. Οι διατάξεις του Συντάγματος που αναθεωρήθηκαν από την παρούσα Βουλή (μετά την συνταγματική διαδικασία που ξεκίνησε η προηγούμενη Βουλή), ήταν ελάχιστες και δεν υπήρξαν πολλές ουσιαστικές τροποποιήσεις με κοινωνικό περιεχόμενο.

Κανονισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

Οι κανονισμοί είναι δεσμευτικές νομοθετικές πράξεις. Η εφαρμογή τους σε όλες τις χώρες της  ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι υποχρεωτική. Οι κανονισμοί θα πρέπει να εφαρμοσθούν κατά γράμμα από τα κράτη μέλη. Δεν υπάρχει περιθώριο παρέκκλισης. Για παράδειγμα, όταν η ΕΕ θέλησε να εφαρμόσει κοινές διασφαλίσεις για τα προϊόντα που εισάγονται από χώρες εκτός ΕΕ, το Συμβούλιο εξέδωσε έναν κανονισμό.

Οδηγίες της ευρωπαϊκής Ένωσης:

Οι οδηγίες είναι νομοθετικές πράξεις που ορίζουν έναν στόχο τον οποίο πρέπει να επιτύχουν όλες οι χώρες της ΕΕ. Ωστόσο, εναπόκειται σε κάθε χώρα να θεσπίσει τους δικούς της νόμους για την επίτευξη των στόχων αυτών. Ένα παράδειγμα είναι η οδηγία της ΕΕ για τα δικαιώματα των καταναλωτών, η οποία ενδυναμώνει τα δικαιώματα των καταναλωτών σε όλη την ΕΕ, π.χ. εξαλείφοντας κρυφές χρεώσεις και έξοδα στο διαδίκτυο, και παρατείνοντας την περίοδο κατά την οποία οι καταναλωτές μπορούν να υπαναχωρήσουν από μια σύμβαση πώλησης.

Αποφάσεις της ευρωπαϊκής Ένωσης:

Οι αποφάσεις είναι δεσμευτικές μόνον γι΄ αυτούς στους οποίους απευθύνονται (π.χ. μια χώρα της ΕΕ ή μια μεμονωμένη εταιρεία) και ισχύουν άμεσα. Για παράδειγμα, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση σχετικά με τη συμμετοχή της ΕΕ στις εργασίες διαφόρων οργανισμών καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Η απόφαση αφορά μόνον αυτούς τους οργανισμούς.

Συστάσεις:

Οι συστάσεις δεν είναι δεσμευτικές. Όταν η Επιτροπή εξέδωσε σύσταση για να βελτιώσουν οι χώρες της ΕΕ τη χρήση των τηλεδιασκέψεων ώστε να συμβάλλουν στην καλύτερη διασυνοριακή συνεργασία των δικαστικών υπηρεσιών, αυτό δεν είχε νομικές συνέπειες. Η έκδοση σύστασης δίνει τη δυνατότητα στα θεσμικά όργανα της ΕΕ να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους και να υποδείξουν μια γραμμή δράσης χωρίς όμως να επιβάλουν νομική υποχρέωση στους αποδέκτες της σύστασης.

Γνώμες:

Οι γνώμες είναι ένα εργαλείο που επιτρέπει στα θεσμικά όργανα να εκφράζουν μια άποψη με μη δεσμευτικό τρόπο, δηλαδή χωρίς να επιβάλλουν νομικές υποχρεώσεις στους αποδέκτες. Οι γνώμες δεν είναι δεσμευτικές. Εκδίδονται από τα κύρια θεσμικά όργανα της ΕΕ (την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Συμβούλιο, το Κοινοβούλιο), την Επιτροπή των Περιφερειών και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. Κατά την κατάρτιση των νόμων, οι επιτροπές διατυπώνουν τη γνώμη τους σύμφωνα με τη δική τους οπτική γωνία που βασίζεται σε περιφερειακές, οικονομικές ή κοινωνικές παραμέτρους. Για παράδειγμα, η Επιτροπή των Περιφερειών εξέδωσε γνώμη σχετικά με τη δέσμη μέτρων για καθαρότερη ατμόσφαιρα στην Ευρώπη.

Εν κατακλείδι, η πολιτική βούληση θα πρέπει να είναι αντίστοιχη με τις ανάγκες και την βούληση του λαού. Πολιτική Βούληση σημαίνει σταθερή θέληση, επιθυμία για επιδίωξη και επίτευξη κάποιου σκοπού , προς όφελος της κοινωνίας.