Πεθαίνοντας στην Πλατεία Συντάγματος
4 Απριλίου 2012
Στις 4 Απριλίου 2012, λίγο μετά την απέλπιδα πράξη του Δημήτρη Χριστούλα, 77 ετών, συνταξιούχου φαρμακοποιού, ενός από τα θύματα των προδοτικών Μνημονίων που προσφέρουν την ελληνική κοινωνία βορά στην ακόρεστη κερδοσκοπική μανία της διεθνούς χρηματοπιστωτικής μαφίας (της πιο επικίνδυνης μορφής του οργανωμένου εγκλήματος στην ιστορία της ανθρωπότητας), οι ύαινες της πλύσης εγκεφάλου, μίσθαρνα όργανα του εγχώριου κλεπτοκρατικού οικονομικού και πολιτικού αληταριάτου, άρχισαν να αφήνουν υπονοούμενα για την «ψυχική υγεία» του θύματος, προσπαθώντας να διαστρέψουν τα πραγματικά αίτια της πράξης του, τα οποία αποτυπώνονται με συγκλονιστική σαφήνεια στο ιδιόχειρο σημείωμα που άφησε:
«Η κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου εκμηδένισε κάθε ίχνος επιβίωσής μου που στηριζόταν σε μια αξιοπρεπή σύνταξη που επί 35 χρόνια εγώ μόνον (χωρίς ενίσχυση κράτους) πλήρωνα γι΄ αυτή… Δεν μπορώ να βρω άλλο τρόπο αντίδρασης εκτός από ένα αξιοπρεπές τέλος, πριν αρχίσω να ψάχνω στα σκουπίδια για τη διατροφή μου… Πιστεύω πως οι νέοι χωρίς μέλλον, κάποια μέρα θα πάρουν τα όπλα και στην πλατεία Συντάγματος θα κρεμάσουν ανάποδα τους εθνικούς προδότες όπως έκαναν το 1945 οι Ιταλοί στον Μουσολίνι (πιάτσα Λορέτο του Μιλάνου)».
Μια κριτική προσέγγιση των κυρίαρχων επιστημονικοφανών ιδεολογημάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει καμιά αιτιολογική σχέση ανάμεσα στην αυτοκτονία και στο δίπτυχο «ψυχική αρρώστια» και «κληρονομικότητα».
Εάν τα κύρια ψευτοεπιστημονικά ιδεολογήματα για την αυτοκτονία δεν αντέχουν στην κριτική και εάν η αυτοκτονία δεν σχετίζεται αιτιολογικά με το δίπτυχο «ψυχική αρρώστια» και «κληρονομικότητα», νομιμοποιούμαι να αναρωτηθώ εάν και κατά πόσο ενοχοποιείται για την αυτοκτονία μια ορισμένη νοσογόνος κοινωνική δομή και ένα ορισμένο ανθρωποβόρο πλέγμα εξουσιαστικών (πολιτικών και οικονομικών) σχέσεων και πρακτικών.
Κατά την άποψή μου, η αυτοκτονία αποτελεί μια απ’ τις ενδεχόμενες, ύστατες και απέλπιδες, αντιδράσεις της ατομικής προσωπικότητας στην αλλοτριωτική και νοσογόνο δράση που ασκούν επάνω της οι διάφοροι κατασταλτικοί θεσμοί.
Ανάμεσα σ’ αυτούς ιδιαίτερη θέση κατέχει το θεσμικό πλαίσιο (οικογένεια, σχολείο, στρατός, κράτος) που προετοιμάζει το άτομο για την ένταξη και την ολοκληρωτική καθυπόταξή του στην κατακερματισμένη, αποπροσωποποιημένη, εξαρτημένη και καταναγκαστική εργασιακή δραστηριότητα, η οποία βρίσκει την ολοκλήρωσή της στη γενίκευση και την καθολικοποίηση του καθεστώτος της μισθωτής δουλείας, που αποτελεί το κύριο γνώρισμα της εποχής μας σ’ όλη την έκταση του ιδιωτικού και του κρατικού καπιταλισμού.
Μια τέτοια προσέγγιση:
● επιτρέπει μια ικανοποιητική ερμηνεία της αυτοκτονίας
● σκιαγραφεί κάποιες ικανοποιητικές απαντήσεις σε ορισμένα παρεπόμενα ερωτήματα (όπως για παράδειγμα, αυτά που αφορούν στην υψηλότερη συχνότητα αυτοκτονιών σε ορισμένες χώρες) και
● μπορεί να πυροδοτήσει ορισμένες πολιτικές διεργασίες που είναι ασύμφορες για τις υφιστάμενες σχέσεις εξουσίας.
Κι αυτό ακριβώς είναι που προσπαθεί να αποφύγει η εξουσία μέσω των ιδεολογημάτων που εφευρίσκονται και επιβάλλονται από τους απολογητές της,
Κατά κανόνα η αυτοκτονία είναι μια από τις πιθανές απαντήσεις του ατόμου που βιώνει μια κατάσταση απόλυτου αδιέξοδου απέναντι στο οποίο αδυνατεί να βρει κάποια άλλη διαφυγή. Μερικές φορές μπορεί να είναι πράξη αυτογνωσίας, με την έννοια της επίγνωσης των ορίων της ύπαρξης μας (όπως για παράδειγμα η αυτοκτονία της κόρης του Μαρξ και του συντρόφου της, Πολ Λαφάργκ ή η αυτοκτονία του Άρθουρ Κέσλερ). Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση και, πολύ περισσότερο, η πραγμάτωσή της εμπεριέχει ένα στοιχείο τραγικό και ηρωικό, ταυτόχρονα.
Κατά τη γνώμη μου, όλες οι θεωρητικές ασυναρτησίες «περί δειλίας των αυτοκτονούντων» είναι αρεστές μόνο σ’ εκείνους που συνηθίζουν να υποδύονται τον «ήρωα» μονάχα από θέση ασφάλειας ή ισχύος (και οι οποίοι, λόγω κοινωνικής θέσης ή ρόλου, είναι έξω από τους αφανιστικούς όρους του «παιχνιδιού» του απόλυτου αδιεξόδου που συμβαίνει να επιβάλλεται σε ορισμένα από τα μέλη κάθε εξουσιαστικής κοινωνίας, παρά και ενάντια στη θέλησή τους).
Όλη αυτή η ασυναρτησία «περί δειλίας» είναι εντελώς ξένη με την κατάσταση που υποτίθεται ότι θέλει να «ερμηνεύσει», όπως συμπεραίνεται και από το εμπειρικά διαπιστωμένο γεγονός ότι τα άτομα που έχουν μια εμπειρία απόπειρας αυτοκτονίας, ποτέ δεν αναφέρονται σ’ αυτή με όρους ηρωισμού ή δειλίας, πράγμα τόσο προσφιλές στους διάφορους ψυχοτεχνικούς που εμφανίζονται πάντα ως εκ των υστέρων τιμητές της βιωματικής εμπειρίας του Άλλου, προς την οποία είναι εντελώς ξένοι.
δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι τα κίνητρά του:
● ΗΤΑΝ ΠΡΑΞΗ ενός ανθρώπου που επέλεξε συνειδητά να θυσιάσει τη ζωή του παρά να εκχωρήσει την αξιοπρέπειά του στις ορέξεις του προδοτικού «Κόμματος των Μνημονίων της Καταστροφής», τα μίσθαρνα όργανα του οποίου αγνοούν παντελώς τι σημαίνει «αξιοπρέπεια».
● ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΚΑΛΕΣΜΑ για την ανατροπή και την τιμωρία των πολιτικών μπαμπουίνων, οι οποίοι το εμπνεύστηκαν, το απεργάστηκαν, το στήριξαν και το επέβαλαν, εξαθλιώνοντας συνειδητά και ανενδοίαστα την ελληνική κοινωνία.
● ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΣΠΑΡΑΚΤΙΚΗ ΠΡΟΤΡΟΠΗ: Oχι «δολοφονήστε τους», αλλά «αυτοκτονήστε τους», εξαναγκάζοντάς τους να αντιμετωπίσουν όχι το αφηρημένο και βολικό «δικαστήριο της ιστορίας» (που επικαλούνται) αλλά το συγκεκριμένο και τιμωρό Δικαστήριο των Δοσιλόγων (που τους πρέπει).
Οι εξωνημένοι δωσίλογοι του «Κόμματος των Μνημονίων της Καταστροφής» είναι απολύτως δυνατό να αντιμετωπιστούν αμέσως και διά παντός ΕΑΝ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΕΙ ένα μέτωπο από όλες τις αντιμνημονιακές δυνάμεις ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ. Ας το αποφασίσουμε, επιτέλους.