( Καταγράφω μερικές απλές σκέψεις και διαπιστώσεις, εστιασμένες κυρίως στις σχέσεις Ελλήνων συγγραφέων – εκδοτών, όπως έχουν διαμορφωθεί στην σημερινή αδηφάγα αγορά του βιβλίου , και όπως εγώ τις αντιλαμβάνομαι, χωρίς στατιστικές, χωρίς άλλα στοιχεία, εκτός της προσωπικής μου πείρας.)

ΟΙ ΕΚΔΟΤΕΣ

1.-Μεγάλα, όντως, αφεντικά έχουν γίνει τελευταία αρκετοί εκδότες, οι οποίοι ξεκίνησαν φτωχά, μινιμαλιστικά, φιλικά και σεβαστά προς τους συγγραφείς που εκδίδουν – τους Έλληνες, εννοώ – και με τα χρόνια  έχουν μεταλλαχτεί σε αλαζόνες και σκληρούς διεκδικητές της παραγόμενης από τους συγγραφείς – μέσω της αναγνωσιμότητας  των βιβλίων τους – υπεραξίας.

Όλοι, πάντως, μεμψιμοιρούν πως «βιβλία έχουμε, λεφτά δεν έχουμε», αλλά πώς γίνεται αυτό και ταυτόχρονα από ένα μαγαζάκι που είχαν να αποκτούν τεράστια ισόγεια και πενταόροφα;

Μία θα έπρεπε να είναι η απάντηση: από το κέρδος της εκδοτικής τους δραστηριότητας, από το κέρδος που τους αποφέρει η επένδυση των κεφαλαίων τους στους κάθε είδους συγγραφείς τους. Λίγα απ΄τον ένα, πολλά απ΄τον άλλον, ανάλογα με τα βιβλία  και τη συγκυρία..

 Είναι όμως μία η απάντηση; Πώς να εξηγηθεί ο γιγαντισμός των εκδοτικών επιχειρήσεων σε μια εποχή όπου – με στοιχεία ερευνών – η αγορά του βιβλίου σήμερα βρίσκεται σε ήδη προχωρημένη πτώχευση, αλλά αντιθέτως διαφημίζεται πολύ ακριβά στα έντυπα και στην τηλεόραση ως ανθούσα επιχειρηματική δραστηριότητα;

Πώς εξηγείται ένα βιβλίο να τυπώνεται συνήθως σε 2.000 αντίτυπα , όταν ο εκδότης γνωρίζει πως μόνο ένα στα δέκα βιβλία θα τα εξαντλήσει, ενώ τα υπόλοιπα αντίτυπα (1000-1500) θα σωρεύονται σε αποθήκες μέχρι την ημέρα της πολτοποίησης;

Τι πιστοποιούν αυτά τα «παζάρια βιβλίων», όπου ο αναγνώστης θα αγοράσει στην τιμή του ενός ή δύο ευρώ, βιβλίο που όταν εκδόθηκε τιμόταν  10-20 ευρώ, αν όχι πως η «παράγκα του βιβλίου» στάζει από παντού;

Πώς είναι δυνατόν να λέμε όλοι ότι «παράγουμε πολιτισμό» όταν τα στοιχεία των ερευνών αποδεικνύουν πως μόνο το 10-15 τοις χιλίοις του ελληνικού πληθυσμού ασχολείται, δημιουργεί και προάγει πολιτισμό;

Τι γίνεται με τους υπόλοιπους 985   Έλληνες πολίτες, οι οποίοι ούτε δημιουργούν, ούτε καταναλώνουν, αλλά ούτε και προάγουν πολιτισμό; (Εκτός κι αν η τηλεμανία και η τηλελοβοτομή είναι πολιτισμός!)

Τι κάνουν όλοι αυτοί; Σε ποια οικονομική τάξη ανήκουν; Είναι μήπως οι εργάτες, οι φοιτητές, οι αγρότες, οι χαμηλοσυνταξιούχοι, τα φτωχά νοικοκυριά; ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΊ; Μήπως ανάμεσά τους είναι και κάποιοι που ζουν και βασιλεύουν στην «παράγκα του βιβλίου»; Μήπως είναι και κάποιοι απ΄αυτούς που σκίζουν δημόσια τα ιμάτιά τους για τον «πολιτισμό ΜΑΣ», αλλά  με τις ίντριγκές τους, τα  σχέδια νόμου, τα εκδοτικά διαπλεκόμενα, υποσκάπτουν την προαγωγή του παρελθόντος , του συγχρόνου και του αυριανού ελληνικού πολιτισμού ;. Μήπως όντως είναι αυτοί οι «προαγωγοί», οι «νταβαντζήδες» και οι «νεκροθάφτες» του πολιτισμού ΜΑΣ;

ΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

2.- Όσοι συγγραφείς είναι πρωτοεμφανιζόμενοι τυγχάνουν δέκτες μιας αρχικής «αγάπης» και «προώθησης», αλλά έτσι και δεν πουλήσουν ο εκδότης τούς πετάει στ΄άχρηστα. Όποιος πρόλαβε το βιβλίο είδε…

3.-Σειρά έχουν οι άλλοι, οι σωρό που διεκδικούν κι αυτοί τον τίτλο του συγγραφέα (…τη δόξα και το χρήμα! ) και στους οποίους οι εκδότες (χαρτορίχτρες πλέον…) δίνουν την ευκαιρία, μπας και πιάσουνε φάλαινα αντί γαλότσα.

4.-Συγγραφείς της νεώτερης γενιάς, που ακούγονται και συζητιόνται στους λογοτεχνικούς κύκλους, με 3-4 βιβλία, βλέπουν κι αυτοί τα βιβλία τους να κιτρινίζουν στα ράφια των βιβλιοπωλείων, γιατί πλέον κανείς δεν τούς θυμάται, οι εκδότες τους αδιαφορούν, ασχολούνται με τα δεκάδες καινούργια

5.- Ακόμη και οι γνωστοί , οι παλαιότεροι, οι οποίοι έχουν χρυσώσει κάποια στιγμή τους εκδότες τους, γίνονται κι αυτοί αποδέκτες  της αγοραίας υπεροψίας τους. Τους λένε το χυδαίο «δεν πουλάς πλέον, εγώ μόνο τους συγγραφείς που μου φέρνουν κέρδος γουστάρω».

Και καλά, αφού έχουν «αποθηκεύσει» τους τίτλους των βιβλίων τους, οι πωλητές τους δεν τα προτείνουν, οι βιβλιοπώλες λένε πως είναι εκτός αγοράς δηλώνοντας άγνοια της ύπαρξής τους και οι αναγνώστες πρέπει να κάνουν ειδική παραγγελία…πώς θα πουλήσουν;

Και είναι νορμάλ αυτό. Όταν εκδίδουν τόσους πολλούς τίτλους (διάβαζε: συγγραφείς) ποιον θα πρωτο-προωθήσουν; Τους καινούργιους, φυσικά. Οι παλιοί-περσινοί, προπερσινοί (!) τίτλοι-στοιβάζονται στις αποθήκες υπό την απειλή της πολτοποίησης.. Θα μου πείτε, υπάρχουν οι κατάλογοι των εκδοτών, ο αναγνώστης μπορεί να βρει όποιον συγγραφέα θέλει. Αυτό συμβαίνει σπάνια και μόνο από μανιακούς βιβλιόφιλους ή για συγκεκριμένη κατηγορία βιβλίων. Η βιτρίνα είναι αυτή που πουλάει.

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΩΣ ΠΡΟΪΟΝ

6.- (Κάνω εδώ μια παρένθεση. Ναι, ο πρώτος νόμος της παγκοσμιοποιημένης αγοράς είναι πως το καινούργιο, απ΄τη στιγμή που βγαίνει, αμέσως γίνεται παλιό και η αγορά έχει συνεχώς ανάγκη από καινούργια που να προσελκύσουν το καταναλωτικό κοινό. «Το καινούργιο αίμα αυξάνει το κέρδος». Όμως μιλάμε για βιβλία και όχι για μονοπώλια, για αυτοκίνητα, ψυγεία , ξυραφάκια , αποσμητικά, πορνοστάρ.. Οι εκδότες προσομοιάζονται εδώ με τα μονοπώλια,  ρίχνουν στην αγορά πολλούς …νέους συγγραφείς!

Η πρώτη ύλη είναι η εργατική δύναμη. Οι συγγραφείς – ως μάζα εργατών του πνεύματος, όπως οι άλλες στρατιές των εργατών -σκλάβων που εκμεταλλεύονται τα μονοπώλια – παράγουν με το προϊόν – βιβλίο  υπεραξία προς κατανάλωση από τους αναγνώστες. Αν δεν υπάρξουν αναγνώστες- και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα- τότε αυτόματα η πνευματική εργασία του συγγραφέα μηδενίζεται και μαζί χάνεται η εκμετάλλευση της απολεσθείσης υπεραξίας . Ο εργάτης-συγγραφέας «απολύεται» – δηλαδή αποσύρεται το βιβλίο του-προϊόν από την αγορά και οι εκδότες «προσλαμβάνουν» καινούργια εργατική δύναμη-συγγραφείς και εφεξής επενδύουν σ΄αυτούς τα αποθεματικά του ταμείου (από προηγούμενη κερδοφόρα υπεραξία). Έτσι, μόνο τα ρολόγια και τα κορόϊδα δουλεύουνε, καταθέτοντας συνεχώς άπειρα χειρόγραφα προς έκδοση, και οι εκδότες τούς ανταμείβουν στην αρχή με την εύνοιά τους και εν συνεχεία, στην περίπτωση που αποδειχτούν κερδοφόροι, με ποσοστά επί του κέρδους, κρατώντας όμως για πάρτη τους το συγκεκριμένο προϊόν-βιβλίο, δεσμεύοντάς το με 5-10-15ετές συμβόλαιο. Αυτό θα λειτουργούσε υπέρ των συγγραφέων μόνο στην περίπτωση που ο εκδότης σε όλη τη διάρκεια ισχύος του συμβολαίου προωθούσε-πουλούσε συνεχώς αντίτυπα και κάνοντας αλλεπάλληλες εκδόσεις. Όμως  όταν ένα βιβλίο δεν έχει τύχη στην αγορά,  γιατί να μην αποδεσμευτεί απ΄το συμβόλαιο ο συγγραφέας και να προσπαθήσει κάτι άλλο καλύτερο για το βιβλίο του, με άλλον εκδότη;

Συμβαίνει το εξής παράδοξο – όμως καθόλα νόμιμο στην καπιταλιστική αγορά. Οι εκδότες την υπεραξία  την αναζητούν, φυσικά, μέσω του καινούργιου βιβλίου ενός γνωστού συγγραφέα, αλλά, κυρίως, ρισκάρουν  στην πληθώρα των συγγραφέων – μια και ένας συγγραφέας δεν είναι δυνατόν να γράφει κάθε χρόνο καινούργιο – και καλό – βιβλίο.

Το προϊόν πλέον είναι ο ίδιος ο συγγραφέας ως προστιθέμενη αγοραία αξία και όχι το/τα βιβλία. («Φρέσκο κρέας», όπως ισχύει στην πορνομπίζνα.)

 Βεβαίως και πρέπει να βγαίνουν νέοι συγγραφείς, αλλά  πόσοι άξιοι μπορεί να βρεθούν κάθε  χρόνο; Τους εκδότες ποσώς τους ενδιαφέρει αν γεμίζουνε την αγορά με «σκουπίδια». Μήπως λίγα απ΄αυτά τα «σκουπίδια» τους έχουν αποφέρει, ξαφνικά, εκατομμύρια; Αυτό όμως το ξαφνικό «χρυσό σκουπίδι» είναι για το καλό της ελληνικής λογοτεχνίας ή για τα σούπερ μάρκετ του βιβλίου –και πολύ σύντομα για τις χωματερές:.

Βέβαια, ζούμε στα χρόνια των «πρωταθλητών»…Αν ένας συγγραφέας βάλλει γκολ (μπεστσέλερ) ο εκδότης του τον λατρεύει, μέχρι το επόμενο βιβλίο…Αν δεν ξαναβάλει γκολ ούτε να τον βλέπει δεν θέλει. ( Πιο εύκολα μπορεί να κλείσει συνάντηση με τον πρωθυπουργό, παρά με τον εκδότη του…)

ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ των εκδοτών ή αλλιώς «επάγγελμα: σύμβουλος εκδόσεων».

7. Εδώ και αρκετά χρόνια όλοι οι μεγαλοεκδότες έχουν ανθρώπους που εμπιστεύονται τις γνώσεις τους και τα κριτήριά τους, οι οποίοι διαβάζουν επί πληρωμή τα δεκάδες χειρόγραφα που κατατίθενται εβδομαδιαίως από συγγραφείς- συνήθως πρωτοεμφανιζόμενους, αλλά και ήδη γνωστών οι οποίοι παραδίδουν το χειρόγραφο προς κρίση, δείχνοντας έτσι στον εκδότη πως κι αυτοί ζητούν «αντικειμενική» απόφαση για την έκδοση ή όχι του καινούργιου βιβλίου τους. (Αναγνώστες μπορεί να είναι και οι ίδιοι συγγραφείς  ή κριτικοί ή φιλόλογοι…)

Παραθέτω δυο προσωπικές μου εμπειρίες, για να καταδείξω τη μεγάλη σημασία που έχει η συγκυρία συνάντησης του χειρογράφου με τον τάδε ή δείνα επαγγελματία αναγνώστη.

Νέα Υόρκη, 1981, εγώ έχω ήδη ένα δυνατό μπεστσέλερ στον ΚΕΔΡΟ, το «Μια φορά ήταν ένας μόνος του- Μπαρμπατζώρτζ» και το έχω πάρει μαζί μου μεταφρασμένο.

Ένας φίλος μου Έλληνας είχε προσωπική γνωριμία με μια  κυρία, για χρόνια  αναγνώστρια λογοτεχνίας του μεγαλύτερου ατζέντη Ουίλιαμ Μόρρις, την οποία παρακάλεσε να χαραμίσει το Σαββατοκύριακό της για να διαβάσει το μυθιστόρημά μου και να με προτείνει στον ατζέντη. Έτσι κι έγινε. Είχαμε μάλιστα κλείσει και ραντεβού τη Δευτέρα. Πήγα να ακούσω την κρίση της. «Κύριε Σκούρτη, μου είπε ο φίλος μας πως είστε πολύ σημαντικός συγγραφέας και ότι αυτό σας το μυθιστόρημα είναι σήμερα το πρώτο μπεστσέλερ στην Ελλάδα. Όμως εγώ δεν μπορώ να το εγκρίνω και να σας προτείνω ως μελλοντικό πελάτη μας, απλούστατα γιατί δεν κατάλαβα και πολλά απ΄το βιβλίο σας, ίσως και να μην ήμουνα σε διάθεση για ένα τέτοιο βιβλίο, δεν ξέρω…» Μου χαμογέλασε – ευγενέστατη κυρία ήταν – και μου έδειξε πίσω από τη τζαμαρία, έναν άλλον συνεργάτη, στο δικό του γραφείο.

«Ίσως και το ότι είμαι γυναίκα να έφταιξε, αλλά αν το διάβαζε αυτός, θα του άρεσε πολύ, είμαι σίγουρη. Λυπάμαι, αλλά μαζί μου ατυχήσατε…και είναι έτσι το σύστημά μας εδώ που όταν ένας αναγνώστης – στέλεχος, όπως ήταν η ίδια – απορρίπτει ένα βιβλίο, δεν το διαβάζει άλλος…».

Δεύτερη εμπειρία, με την εισηγήτρια ελληνικής λογοτεχνίας του ΣΟΥΡΚΑΜ. Διάβασε τέσσερα βιβλία μου και δεν ενέκρινε κανένα! Αν όμως τα είχε διαβάσει άντρας ίσως να είχε εγκρίνει τον «Μπαρμπαρτζώρτζ» ή «Το συμπόσιο της Σελήνης» – το οποίο ενέκρινε και τύπωσε ο ΚΡΟΣΕΤΙ.

8. Παρακάτω τώρα. Σε όλους μας τυχαίνει να διαβάσουμε ένα βιβλίο και να μας αρέσει ή να μη μας αρέσει, άσχετα αν σε άλλους άρεσε πολύ ή καθόλου. Και ο αναγνώστης ενός εκδοτικού οίκου έχει τα προσωπικά του κριτήρια, τις στενοχώριες του, τις αρρώστιες του, τα λογοτεχνικά του βίτσια. Και ανάλογα κρίνει. Μπορεί να μην του άρεσε αυτό που διάβασε. Ήτανε όμως στην κατάλληλη στιγμή για να έρθει σε επαφή με το συγκεκριμένο χειρόγραφο; Ούτε ο ίδιος δε θα το μάθει ποτέ. Ο συγγραφέας όμως που περιμένει εναγωνίως αν θα εκδοθεί το βιβλίο του θα μάθει ότι η πρόταση του αναγνώστη ήταν αρνητική…Οπότε; Το πρώτο που κάνει είναι να το στείλει σε άλλον εκδοτικό οίκο, μήπως εκεί ο αναγνώστης ή οι αναγνώστες του σχηματίσουν θετική εντύπωση, το βιβλίο του θα κυκλοφορήσει και ίσως να γίνει και ολίγον ευπώλητο. (Πολλά τέτοια παραδείγματα)

Εδώ θα πρέπει να ειπωθεί κάτι ακόμα γι αυτήν την  συνεργασία των εκδοτών με αμοιβόμενους αναγνώστες. Αν πάρουμε ένα μέτριο παράδειγμα πως σε έναν οίκο κατατίθενται προς κρίση 1.000 χειρόγραφα το χρόνο, για τα οποία ο εκδότης θα πληρώσει μέχρι και τρεις ή έξι αναγνώστες να τα διαβάσουν – ώστε να έχει μια όσο γίνεται αντικειμενική αξιολόγηση – κι αν βάλλουμε ένα μίνιμουμ αμοιβής τα 50 ευρώ το χειρόγραφο, τότε ανακαλύπτουμε πως ο εκδότης ξοδεύει το χρόνο…150.000 ευρώ! (Για μόνο τρεις αναγνώστες… κι αυτό μόνο για τα ελληνικά χειρόγραφα…)

Γιατί ένα τόσο μεγάλο έξοδο από τον εκδότη; Γιατί, απλούστατα, είναι αδύνατον να τα διαβάσει μόνος του.(Το επάγγελμα του αναγνώστη μπορεί να ακούγεται σοφιστικέ και να φέρνει κάπως προς γκλαμουριά στην αγορά του βιβλίου, όμως είναι ψυχοβγαλτική εργασία, μια και πρέπει να διαβάζει αναγκαστικά εκατοντάδες σελίδες πανηλίθιων χειρογράφων, χάνει την απόλαυση της ανάγνωσης, αγωνιά μήπως εγκρίνει ένα ασήμαντο βιβλίο και απορρίψει ένα σημαντικό που του ξέφυγε η ιδιαιτερότητά του, πρέπει να διαβάζει έχει δεν έχει όρεξη, γιατί απλούστατα είναι η  δουλειά του – όπως λέμε, ακόμα κι όταν βρέχει… οι πόρνες συνεχίζουν στο πεζοδρόμιο.)

Ο εκδότης, λοιπόν, που ενδιαφέρεται να εκδίδει ό,τι πιο σημαντικό και καινούργιο του τύχει, αναγκάζεται να χρηματοδοτεί την ανάγνωση των χειρογράφων, έτσι όμως γίνεται και ο πρώτος που προωθεί τη λογοτεχνία, την ποίηση, το θέατρο, τις επιστήμες, τον φιλοσοφικό λόγο, την Ιστορία,, φωτογραφικά άλμπουμ κλπ.

Σήμερα οι μεγαλοεκδότες έχουν ξανοιχτεί σε όλα τα είδη του λόγου, από παιδικά και σχολικά, μέχρι συνταγές μαγειρικής…Από μεγάλους ξένους συγγραφείς μέχρι τον πρωτοεμφανιζόμενο Έλληνα  πιτσιρικά ή συνταξιούχο ή κάποιας κουλτουριάρας που γράφει ποιήματα «από μικρή», οι οποίοι  στέλνουν το χειρόγραφό τους γραμμένο σε Η/Υ – αχ, αυτό το κομπιούτερ…γέμισε την αγορά με συγγραφείς! – και όπου ο καθένας αφηγείται ό,τι ανόητο ή κοινότοπο μπορεί να κατεβάσει ο νους του, με ελάχιστο αν όχι καθόλου λογοτεχνικό ενδιαφέρον και, κυρίως, τις…αυτοβιογραφίες τους! Κι η φλυαρία πάει σύννεφο!

Για κάθε τέτοιο τμήμα –ή σειρές, που τα λένε – υπάρχει ο επικεφαλής και πίσω του δεκάδες αναγνώστες που πληρώνονται για να προτείνουν ξένη λογοτεχνία, ποίηση, δοκίμιο, επιστημονικά συγγράμματα, Ιστορικές μελέτες κλπ.

Με καθαρά λόγια; Οι εκδότες μέσα απ΄ αυτήν την επιβαλλόμενη – από τους σύγχρονους όρους της μεγάλης βιβλιοπαραγωγής – διαδικασία μπορεί να χαρακτηριστούν και ως…χορηγοί του πολιτισμού!

Όμως, όταν μιλάμε για μεγαλοεκδότες, μιλάμε για βιομηχάνους. Για μέλη της ισχυρής τάξης των καπιταλιστών που, αν δεν έχουνε ως κύριο στρατηγικό στόχο το ολονέν αυξανόμενο κέρδος, μπορεί ξαφνικά να χρεοκοπήσουν, γιατί οι εκδοτικές επενδύσεις της επόμενης χρονιάς είναι ήδη στα σκαριά και αν ο ισολογισμός δεν παρουσιάσει αυξητική τάση, οι επενδύσεις ματαιώνονται ή ο εκδότης γίνεται πελάτης των τραπεζών ικετεύοντας για δάνεια. Και όλοι ξέρουμε την αυτοκαταστροφικότητα  των καπιταλιστικών δανείων…

ΟΙ ΕΚΔΟΤΕΣ και η «πίττα»

9. Περίπου το ένα δέκατο  της εκδοτικής δραστηριότητας είναι προσανατολισμένο στην αύξηση του προσωπικού γοήτρου του οίκου, με βιβλία που δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον ως καθαυτά, που όμως οι συγγραφείς τους είναι ισχυροί και επώνυμοι (πολιτικοί, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες κλπ.) και τα βιβλία τους ενδιαφέρουν ελάχιστους. Έτσι οι εκδότες αρχίζουν να «χρεώνουν» αυτούς τους συγγραφείς(!) και αργά ή γρήγορα θα ζητήσουν  -πάντα «έμμεσα» γίνονται αυτά! – την εξόφληση…(Η πίττα της εξουσίας μπορεί να γίνει άπειρα κομμάτια, μετράει ποιος έχει το μεγαλύτερο ή τα περισσότερα)

 Αυτό το «ξέπλυμα» μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους, όπως ας πούμε με μια πολιτιστική πρόταση του εκδότη την οποία ο πολιτικός υποστηρίζει, ανάλογα με το πόστο που κατέχει ή ας πούμε, με συνεργασίες με ιδρύματα –δημόσια ή ιδιωτικά – ή με κάποια ευνοϊκά δάνεια ή με εκδοτικές αναθέσεις βιβλίων της εκπαίδευσης.

Και συνήθως αυτά τα βιβλία δεν θα πρέπει να αφήνουνε χασούρα στον εκδότη, μια και ο ίδιος ο συγγραφέας θα φροντίσει –με τους τρόπους που ο κάθε ένας ξεχωριστά διαχειρίζεται το κομμάτι της εξουσίας που κατέχει – να ξεπουληθούν.( Τα βιβλία των πολιτικών, ας πούμε, είναι τα πρώτα που  βρίσκονται σε όλες τις βιβλιοθήκες πόλεων, σχολείων, ιδρυμάτων στην Ελλάδα και σε όλα τα ξένα πολιτιστικά σημεία της απανταχού ομογένειας…Τα βιβλία αυτών των «συγγραφέων» έχουν προπωληθεί πριν ακόμα απ΄την έκδοσή τους ).

Έτσι, σήμερα οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι είναι παράκεντρα της εξουσίας.

Όχι μόνο λόγω των οικονομικών μεγεθών της βιβλιοαγοράς, αλλά και επειδή μπορούν και επηρεάζουν τον δημόσιο διάλογο – και χωρίς πάντα να φαίνονται πουθενά οι ίδιοι – μέσω των βιβλιο -διαπλοκών τους με όλο το εύρος της Εξουσίας.

Αν σκεφτούμε πως –σύμφωνα με στοιχεία της αγοράς – το καθαρό ποσοστό κέρδους για τον εκδότη είναι περίπου το 15% του τζίρου του, τότε βγαίνει το απλό συμπέρασμα: ο μεγαλοεκδότης κερδίζει τόσα πολλά που έχει την οικονομική δυνατότητα να παραχωρεί ένα αρκετά μεγάλο μέρος του  κέρδους του για να έχει ή να ελέγχει την Εξουσία προς όφελος της εκδοτικής του δραστηριότητας.

Το σαλόνι της παράγκας.

Προώθηση του βιβλίου -Συγγραφείς – εκδότες –κριτικοί – βιβλιοπώλες

1ο.- Ένας εκδότης έχει τα μέσα να προωθήσει  όποιο βιβλίο – ή συγγραφέα – με πολλούς τρόπους..

 Και μόνο στις απλές καθημερινές του επαφές  μπορεί να πει σε  άτομα του περιβάλλοντος « αυτό είναι καλό βιβλίο…» ή «διάβασε αυτό το βιβλίο και γράψε κάτι…» Κι αυτό που λέει είναι  «μαστ», πρέπει να το κάνουν, γιατί πλέον ο εκδότης επιβάλλει σεβασμό, δηλαδή εξουσία. (Άλλωστε, κάποια στιγμή, όλοι θα θελήσουν έναν εκδότη για το βιβλίο που σίγουρα θα γράψουν…)

 Κι ακόμη: δίνει εντολή στους πωλητές του και στους διαφημιστές του να προωθήσουν με κάθε τρόπο ένα βιβλίο ή έναν συγγραφέα, σε όλα τα βιβλιοπωλεία και ανελλιπώς. Επίσης, δημιουργεί ειδικές(;) σχέσεις συνεργασίας με μεγάλα βιβλιοπωλεία που προωθούν και προβάλλουν στις προθήκες τους περισσότερο χρονικό διάστημα τα δικά του βιβλία από άλλων οίκων.

Στον κύκλο – φαύλος κι αυτός; – του βιβλίου, το τρίγωνο: συγγραφέας – εκδότης – κριτικός (ή βιβλιοπαρουσιαστής ή όποιος πολιτιστικός συντάκτης) γνωρίζει πολύ καλά πως σπάνια ξεπετάγεται αριστούργημα και η τακτική προώθησης είναι εξίσου ανταγωνιστική –όπως και σε όποιο προϊόν που βγαίνει στην αγορά.

Σε πολλές περιπτώσεις, δημοσιογράφοι του βιβλίου έχουν κι αυτοί «τα δικά τους παιδιά» και μόνο γι αυτά θα γράψουν στο έντυπο που δουλεύουν ή θα παρουσιάσουν στην εκπομπή τους σε κάποιο κανάλι…Κι άλλα πολλά, είτε τα ξέρετε είτε τα φαντάζεστε.

Άσχετα…ο εκδότης έχει την κύρια ευθύνη της επιλογής για το πώς θα προωθήσει έναν συγγραφέα. Πώς;

12. Με πληρωμένες καταχωρήσεις, αφίσες του εξώφυλλου και του συγγραφέα, διάφορα άλλα διαφημιστικά έντυπα, άρθρα της «παρέας» στον τύπο, ολοσέλιδες παρουσιάσεις στα ένθετα, συνεντεύξεις , παρουσιάσεις σε βιβλιοπωλεία, συνεργασίες με ραδιοπαρουσιαστές, αλλά και τηλεπαρουσιαστές – σε δελτία ειδήσεων, πρωινάδικα, πολιτιστικές εκπομπές –μέχρι και πληρωμένες κριτικές (!) στον τύπο.  (Γι αυτό και οι κριτικές έχουν χάσει πλέον την φερεγγυότητά τους. Ψάχνεις να μάθεις πόσα σουβλάκια κέρασε ο εκδότης – ή ο συγγραφέας – τον εν λόγω βιβλιοκριτικό, τι φανταστικά ή πραγματικά αλισβερίσια έχουν γίνει για την προώθηση ενός συγκεκριμένου βιβλίου, εις βάρος άλλου, καλύτερου.)

Προπαντός: Ακόμη και τα λογοτεχνικά βραβεία ελέγχονται από τους μεγαλοεκδότες. Με ποιον τρόπο; Αυτοί που συμμετέχουν στις επιτροπές των βραβείων «ακούνε»(;) τα αφεντικά της αγοράς. Το ίδιο αλισβερίσι γίνεται και με τους υπεύθυνους σελίδων βιβλίου στον τύπο.

Ο κανόνας: μόνο για τους «εντός των τειχών» θα διαβάσετε κριτικές και εκτενείς βιβλιοπαρουσιάσεις.

 Η εξαίρεση: όταν δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς.

13. Μέσα σ΄αυτόν τον κυκεώνα της βιβλιοαγοράς, φαίνεται πως οι σταθερά κερδισμένοι παραμένουν οι βιβλιοπώλες, οι οποίοι με ένα ποσοστό που κυμαίνεται από 30% έως και 45%  δε ρισκάρουν σχεδόν ποτέ. Οι παραγγελίες τους – με παρακαταθήκη  – ξεκινούν από…κανένα αντίτυπο (το παραγγέλνουν μόνο αν τους το ζητήσει αγοραστής), μέχρι 1 το πιο συνηθισμένο για καινούργια βιβλία και μπορεί να παραγγείλουν και 50-100-500 σε περίπτωση αναμενόμενου μπεστσέλερ. (Όταν  παραγγείλουν κάποια αντίτυπα και δεν πουληθούν άμεσα, τότε δεν χάνουν την ώρα τους – και τον χώρο στα ράφια τους:-  τα επιστρέφουν. Έχουνε πάρει περισσότερα από τη ζήτηση; Τα επιστρέφουν για να πάρουνε άλλους τίτλους, που ίσως πουλήσουν καλύτερα. Έτσι, πολλές φορές , συμβαίνει ένα βιβλίο να δείχνει ότι πούλησε 1.000 κομμάτια σε 1 μήνα, αλλά σε δυο ημέρες μετά μπορεί να δείχνει ότι πούλησε…100, απλούστατα γιατί έχουν μεσολαβήσει οι επιστροφές των βιβλιοπωλών.

Εκδοτικοί οίκοι με λίγους τίτλους το χρόνο που δεν έχουν την οικονομική δύναμη να διατηρούν και δικά τους βιβλιοπωλεία – όχι μόνο για το ίματζ, αλλά και για να μη χάνουν το ποσοστό του βιβλιοπώλη – πολύ δύσκολα θα τα βγάλουν πέρα.

13. Τα ευκαιριακά «μεγάλα βιβλιοπωλεία» –εκθέσεις βιβλίου, πραγματικές…παράγκες! – έχει, δυστυχώς, αποδειχθεί ότι δεν δημιουργούν καινούργιους αναγνώστες. Τα στοιχεία δείχνουν ότι αυτά τα «παζάρια» μάλλον δυσφημούν το βιβλίο εν γένει , μια και υποβιβάζουν την έννοια της κουλτούρας με το «πεζοδρομιακό» στυλ προώθησής της.. Οι επισκέπτες πάνε «μια βόλτα στην έκθεση» για χάζι πιο πολύ, παρά για να βρουν και να αγοράσουν ένα-δύο βιβλία. Μαζεύουν στοίβες τα διαφημιστικά και σε λίγη απόσταση τα πετάνε στον κάδο. Στις εκθέσεις βιβλίου μόνο μαλλί της γριάς και ξηροί καρποί. πωλούνται.

Η παλιά μέθοδος των παραγγελιών από μεμονωμένους αγοραστές οι οποίοι τα παραλαμβάνουν με κούριερ δεν φαίνεται να προσθέτει υπολογίσιμα ποσοστά πωλήσεων, επειδή ίσως ο βιβλιόφιλος είναι περισσότερο αυτός που μπαίνει στα βιβλιοπωλεία, ψάχνει και ίσως στο τέλος φύγει έχοντας αγοράσει και 2 και 3 βιβλία..

Στο ίντερνετ πάλι τα πράγματα είναι ακόμα στις διαθέσεις ελάχιστων βιβλιόφιλων οι οποίοι θα σερφάρουν ψάχνοντας και στο τέλος  – βεβαίως βεβαίως! – θα πρέπει να έχουν και έγκυρη την πιστωτική τους κάρτα..

14. Για τους αναγνώστες δεν έχω να πω…Κι εγώ είμαι χρόνια αναγνώστης-αγοραστής και ξέρω ότι η τιμή του βιβλίου είναι απαγορευτική για την μεγάλη πλειοψηφία. Αν προσθέσουμε τον χαμένο στα προβλήματα, στην τηλεόραση και στον λάϊφ στάϊλ τύπο, ελεύθερο(!) χρόνο του δυνάμει αναγνώστη, τότε η εκδοτική δραστηριότητα μερικές φορές έχει στοιχεία…τυχοδιωκτισμού (με την καλή έννοια του περιπετειώδους).

15. ΜΜΕ και βιβλίο. Οι εφημερίδες, με την μέθοδο των προσφορών, έχουν πουλήσει εκατοντάδες χιλιάδες βιβλία όλων των ειδών – από κλασσικά μυθιστορήματα, εγκυκλοπαίδειες, σειρές διάφορες. (Κάτι ανάλογο έγινε  με τις βιντεοκασέτες και τώρα με τα σιντί και ντιβιντί.) Αυτό το γεγονός από μόνο του αποδυναμώνει τη σχέση αναγνώστη-βιβλιοπωλείου και λόγω της σχεδόν μηδαμινής τιμής πώλησης, αφαιρεί έσοδα από τους βιβλιοπώλες.. (Ο εκδότης ενός βιβλίου δίνει τα δικαιώματα έκδοσης σε μια εφημερίδα , που το τυπώνει με πολύ χαμηλό κόστος , έναντι ενός φιξ ποσού, απ΄ το οποίο έχει μερίδιο και ο συγγραφέας.) Είναι και το άλλο: αρκετοί εκδότες τύπου και μέτοχοι τηλεοπτικών καναλιών, έχουν αποκτήσει και την επικυριαρχία κάποιων εκδοτικών οίκων, κι έτσι…το ένα χέρι νίβει τ΄άλλο. Εκδίδεται ένα βιβλίο έχοντας σίγουρη την διαφημιστική προβολή του.

16.Το βιβλίο στην TV.

Μέχρι τώρα όλες οι εκπομπές για το βιβλίο έχουν αποτύχει, εκτός από  το «Άξιον εστί», αλλά κι αυτό πλέον, μετά από τόσα χρόνια, μόνο ως «ατραξιόν» παρακολουθείται, δεν προκαλεί τους αναγνώστες-αγοραστές.

Όσες ακολούθησαν – με αποκορύφωμα αυτή του Γάλλου παρουσιαστή Πιβό και την τελευταία «πατάτα» της Χαρτουλάρη και του Χρυσοστομίδη – δεν είχαν κανένα ξάφνιασμα στην παρουσίαση, στην συμπεριφορά, στον λόγο. Η τηλεόραση θέλει σώου, ακόμη κι αν πρόκειται για παρουσιάσεις βιβλίων και συγγραφέων.

(Μπορεί να χαρακτηριστεί φτηνό και χυδαίο, αλλά εγώ θα υποστήριζα μια εκπομπή βιβλίου, όπου θα διάβαζαν αποσπάσματα υπουργοί, πρωταγωνιστές, αθλητές ή ακόμη και γυμνά μοντέλα…Μια εκπομπή όπου θα βρίσκονταν αντιμέτωποι συγγραφείς, αναγνώστες, κριτικοί οι οποίοι θα «χτύπαγαν» ο ένας τον άλλον με οποιονδήποτε λεκτικό , αλλά κόσμιο τρόπο. Η τηλεόραση θέλει τσαμπουκά, θέλει πρωτοτυπία, θέλει ξάφνιασμα. Οι εκπομπές για το βιβλίο πρέπει κι αυτές να εκπέμπουν  κάτι σε «ριάλιτι», είτε μέσω του παρουσιαστή, είτε της όλης φόρμας. Στο κάτω κάτω, αφού μιλάμε για το βιβλίο ως –πολιτιστικό, ναι, αλλά – προϊόν, να πουλήσουμε δε θέλουμε; )

 Είναι, βέβαια, και το άλλο. Όταν ένα μυθιστόρημα μεταφέρεται ως σήριαλ στην τηλεόραση ή ως ταινία στον κινηματογράφο.

Αν επιτύχει η μεταφορά, το βιβλίο θα πουλήσει μέχρι και κάποιες επί πλέον χιλιάδες. Αν αποτύχει, το έφαγε η μαρμάγκα.

Σ΄αυτές τις περιπτώσεις συμβαίνει όπως και με τον λαχνό: ένα βιβλίο ανασύρεται μέσα από τις χιλιάδες και ξαφνικά από ανώνυμος κομπάρσος πεταμένος στη χωματερή της μνήμης, γίνεται πρωταγωνιστής. Γίνεται «φίρμα».

Στην επιτυχία λειτουργούν δυο παράμετροι: η μία είναι η περιέργεια του κοινού να μάθει αμέσως όλη την ιστορία και η άλλη να δει την «άποψη» του σεναριογράφου και του σκηνοθέτη. Τότε όμως συμβαίνει το εξής: ο αναγνώστης ταυτίζει τους ήρωες με τα πρόσωπα των ηθοποιών που τους ερμηνεύουν, άρα  «κλείνει» τη φαντασία του, στερείται της ελευθερίας να πλάσει τους ήρωες και τον χώρο δράσης  όπως ο ίδιος  θα φαντασιωνόταν. (Κι αυτό, βέβαια, ισχύει για όσους διαβάζουν και κανένα βιβλίο…)

 Όπως και να΄χει, για τον συγγραφέα καλό πράγμα(!) είναι αυτές οι αναπάντεχες «μετενσαρκώσεις» του βιβλίου του. (Φανταστείτε την τύχη του Καζαντζάκη χωρίς την ταινία «Ζορμπάς» και του Βασιλικού χωρίς την ταινία «Ζ» ή της  «Πρόβας νυφικού» χωρίς το σήριαλ, και τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά»).

Ακόμη και στην περίπτωση που αποτύχει τελικά η μεταφορά, και μόνο από την είδηση και την επαφή με κοινό και κριτικούς, σίγουρα θα έχει αποφύγει την πολτοποίηση.

17. Τα  ένθετα στον τύπο.

Πρώτα πρώτα, στηρίζονται οικονομικά απ΄τη διαφημιστική καμπάνια των εκδοτών – όπως και τα ένα σωρό άλλα ένθετα που διαφημίζουν  εταιρείες άλλων καταναλωτικών προϊόντων.

Έτσι ξεκινώντας, απ΄τη μια θα τα χαρακτήριζα χρήσιμα και ωφέλιμα για εκδότες, συγγραφείς και αναγνώστες, αλλά απ΄την άλλη έχουν ισοπεδώσει την κριτική βιβλίου, έχουν γίνει «μαγαζάκια» της παρέας, της κλίκας…Και το άλλο: Έτσι σωρηδόν που γίνονται οι βιβλιοπαρουσιάσεις δεν αφήνουν κανένα γόνιμο ερέθισμα στον αναγνώστη.

Να καταργηθούν λοιπόν; Όχι, βέβαια. Αλλά οι διευθύνοντες θα πρέπει να ξαναθέσουν τους στόχους και τις προτεραιότητες. Όχι άλλες πληρωμένες κριτικές, όχι άλλες παρεϊστικες συμπεριφορές, όχι «μαύρες λίστες» συγγραφέων.

18. Βιβλιοπαρουσιάσεις. Αρκετά χρόνια τώρα ένα καινούργιο βιβλίο παρουσιάζεται από τον εκδοτικό οίκο σε ειδική βραδιά, σε έναν οποιονδήποτε σχετικό χώρο. Εκεί πωλούνται και αντίτυπα  – συνήθως με την αφιέρωση και υπογραφή του συγγραφέα.

Μετά αρχίζουν οι περιπλανώμενες παρουσιάσεις από βιβλιοπώλες σε όλες τις γειτονιές του λεκανοπεδίου, αλλά και στην επαρχία, σχεδόν πάντα με τη συνεργασία του εκδότη και πολύ συχνά με την αρωγή τοπικών πολιτιστικών φορέων. Προσκαλείται και ο ίδιος ο συγγραφέας, γίνεται συνήθως μια πληκτική βραδιά και τέλος υπογράφει τα αντίτυπα που θα αγοραστούν επί τόπου από τους ενδιαφερόμενους βιβλιόφιλους,

Πολύ σπάνια γίνονται ενδιαφέρουσες ομιλίες, αναλύσεις και εποικοδομητική συζήτηση με το κοινό, το οποίο, βέβαια, ακόμη δεν έχει διαβάσει το συγκεκριμένο βιβλίο.

Υπάρχουν συγγραφείς που αλωνίζουν την επαρχία, με κύριο στόχο να πουληθούν τα βιβλία τους, να γίνονται συνεχείς ανατυπώσεις, Έτσι όμως ο συγγραφέας γίνεται «εμποράκος». Πουλάει, άρα υπάρχει.

Τι τζόγος γίνεται με όλους αυτούς τους τρόπους;

Αν ένα – καινούργιο -βιβλίο εξαντλεί μία  έκδοση το χρόνο (2.000 αντίτυπα) θεωρείται πως πάει πολύ καλά.. Τα λεγόμενα  «ευπώλητα» (μπεστσέλερς), μπορεί και να φτάσουν τις δέκα χιλιάδες το χρόνο ή και τις πενήντα. Σπάνιες περιπτώσεις – ανάλογα και με τον ετήσιο αριθμό καινούργιων τίτλων – αλλά συμβαίνουν σχεδόν κάθε χρόνο.

Τα περισσότερα βιβλία αγκομαχούν να πουλήσουν 1.000 αντίτυπα…Για τα καινούργια μιλάμε πάντα, γιατί τα περσινά ή τα προπέρσινα ή τα προ πενταετίας (ακόμα και μπεστσέλερς τότε) δεν πουλάνε ούτε 50 ετησίως.

 ΣΥΜΒΟΛΑΙΑ – ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ – ΜΕΤΕΓΡΑΦΕΣ

Αρχίζω με τον εξής «βιασμό της παρθένου.» Σκεφτείτε έναν νέο συγγραφέα – σε ηλικία, αλλά και σε πρώτη εμφάνιση – έναν σοβαρό συγγραφέα, ο οποίος έχει γράψει ένα καταπληκτικό βιβλίο (κι όχι το «ροζ» ή την…αυτοβιογραφία του) αυτός ο αγνός δημιουργός, ο σοβαρός στοχαστής των ανθρώπινων και της τέχνης του, σκεφτείτε, λέω, αυτόν τον άνθρωπο-συγγραφέα να βάζει για πρώτη φορά το πόδι του σε εκδοτικό οίκο! Το τεράστιο βάρος από όλα αυτά που προανέφερα και θα προσθέσω παρακάτω, πέφτει ξαφνικά πάνω του να τον λιώσει….Βάρος που δεν ξέρει την ποιότητά του, τα υλικά της ύπαρξής του, ένα βάρος όμως που τη στιγμή, πολύ αργότερα, που θα το αισθανθεί και θα το συνειδητοποιήσει μπορεί να τον τρελάνει, να τον σπρώξει στην απομόνωση ή –το πιο σύνηθες- στην συνθηκολόγηση με όλα τα συμπράκαλα της «παράγκας». Παραδίδομαι, αγκαλιάστε με!

19.  Άρχοντας ο εκδότης, πτωχός συνεργάτης ο συγγραφέας! Γιατί  οι Ένώσεις Συγγραφέων, για παράδειγμα, ανέχονται αυτά τα 10-15ετή συμβόλαια, αφού υπάρχει ντιρεκτίβα από την Ε.Ε. για μάξιμουμ εφτά χρόνια; Και το άλλο: γιατί οι εκδότες επιβάλλουν την χρόνια αποκλειστικότητα ενός βιβλίου, αφού αν δεν πουλήσει το πετάνε στ΄άχρηστα;

Γιατί να μην υπάρχει κι ένας όρος για ένα μίνιμουμ πωλήσεων, το οποίο αν δεν καλυφθεί τον πρώτο χρόνο, να λύνεται το συμβόλαιο, να ελευθερώνεται και ο εκδότης από ένα βάρος και ο συγγραφέας από τα «δεσμά»;

Κι αν υπερκαλύπτεται, να είναι υποχρεωμένος ο εκδότης να προωθεί, από καιρό σε καιρό, τον ίδιο τίτλο, ώστε να συνεχίζει να παραμένει στη λίστα των δυνάμει αναγνωστών;

Γιατί ο συγγραφέας να μην μπορεί να δοκιμάσει την τύχη του βιβλίου του και σε άλλον εκδότη;

Αφού τον πετάνε στα «άχρηστα», γιατί δεν πετάνε και το συμβόλαιο;

Απλά, φοβούνται μήπως στην καινούργια του έκδοση και προώθηση– έχει γίνει πολλές φορές – το «άχρηστο» αποδειχτεί ευπώλητο. Μπορεί ακόμη να τύχει – στο κοντινό ή μακρινό μέλλον – να ενδιαφερθεί ένας σκηνοθέτης να το κάνει σίριαλ ή ταινία…Κι ακόμη, μπορεί ο καινούργιος εκδότης να έχει καλύτερο και αποτελεσματικότερο τρόπο να προωθήσει το βιβλίο ακόμη και σε ξένους εκδότες.

Έτσι, κρατάνε δεσμευμένα τα βιβλία για 5-10-15 χρόνια με το μπακαλίστικο σκεπτικό «αν πουλάω 100 το χρόνο, σε 15 θα έχω ξεπουλήσει τα υπόλοιπα της αποθήκης» ή «μπορεί αύριο να το ζητήσει το Χόλιγουντ».

 Τι κάνει όμως ο συγγραφέας με 100 αντίτυπα τον χρόνο;

Το σημαντικότερο: με τέτοια συμβόλαια –διάρκειας μιας ζωής(!) και άχρηστα – πώς θα γίνει ελεύθερη κυκλοφορία του βιβλίου;

(Στις περιπτώσεις των μετεγγραφών, όπου το βιβλίο ξαναβγαίνει  και ανταμώνει καινούργιους αναγνώστες, τότε αλίμονο αν ο συγγραφέας έχει ακόμη στον προηγούμενο εκδότη άλλον ή άλλους τίτλους. Στην πυρά! Αλλά τα συμβόλαια συμβόλαια…)

20. ΑΠΟΡΊΑ: γιατί οι συγγραφείς δέχονται αυτά τα συμβόλαια; Απλά, ο κάθε συγγραφέας πιστεύει πως το βιβλίο του θα αρέσει, πόσο μάλλον που το επιλέγει ο ίδιος ο εκδότης και ξοδεύει για την έκδοσή του… αλλά και γιατί ο συγγραφέας πιστεύει πως ο εκδότης θα κάνει τα πρέποντα- βάσει συμβολαίου – για να προωθήσει το βιβλίο του. Έλα όμως που η προώθηση δεν είναι ίδια για όλα τα βιβλία, η «ψαλίδα» είναι πολύ ανοιχτή, ανάλογα με τις συμπάθειες ή τις μανίες του εκδότη, και έτσι όταν ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται πως τον πέταξαν στη χωματερή είναι αργά! (Κι ο εκδότης τον εκδικείται κρατώντας το συμβόλαιο…Τάχα μου «έκανα έξοδα…», αλλά δεν κάνει και τίποτα για να ξεπουλήσει το στοκ.)

Κρούω τον κώδωνα στους συγγραφείς: μην υπογράφουνε συμβόλαια πολυετούς χρονικής διάρκειας αν οι όροι τους δεν κατοχυρώνουν και τις δικές τους οικονομικές απαιτήσεις π.χ. μεγαλύτερο ποσοστό, διαφήμιση και προώθηση ανά τακτά χρονικά διαστήματα( κάθε εξάμηνο)  και με όλους τους τρόπους που χρησιμοποιεί ο εκδότης για άλλα βιβλία ή αγαπημένους/φίλους του συγγραφείς.

Και φυσικά: λύσιμο του συμβολαίου αυτομάτως, εάν ο εκδότης δεν σκοπεύει να προωθήσει περαιτέρω το συγκεκριμένο βιβλίο.(Τα υπόλοιπα της αποθήκης να πολτοποιούνται ή να ξεπουλιούνται προς όφελος και των δύο μερών).

ΒΙΒΛΙΑ ΣΕ ΑΠΟΘΗΚΕΣ-STOCK

21. Τα βιβλία που στοιβάζονται στις αποθήκες είναι ή βιβλία που ο εκδότης δεν έπρεπε να είχε εκδώσει (σπατάλη αποθεμάτων ταμείου με στόχο την συμπτωματική μεγιστοποίηση του κέρδους που εστιάζεται στο αναπάντεχο «μπεστσέλερ», που όμως σπάνια επιτυγχάνει…) ή βιβλία που ο εκδότης ναι μεν έκανε πολύ καλά που τα έβγαλε στην αγορά, αλλά από κει και πέρα δεν είχε ούτε τον σωστό προγραμματισμό για την προώθησή τους , ούτε τα αποθέματα ταμείου, ούτε σαφή σχεδιασμό του «εντάξει, να βγάλουμε βιβλία, αλλά πώς θα τα πουλήσουμε στον κόσμο;»

(Αλλά τα κρατάνε στην αποθήκη… χρόνια, γιατί «κάναμε έξοδα…».)

ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ

22. Τα έξοδα για ένα βιβλίο πρώτης έκδοσης 2000 αντιτύπων –μαζί με την ελάχιστη διαφημιστική δαπάνη – είναι της τάξης των 3000-6000 ευρώ. Αν το βιβλίο πουλήσει 1000 αντίτυπα έστω σε έξι μήνες, τα χοντρικά έσοδα για τον εκδότη – χώρια το ποσοστό του συγγραφέα περίπου 3-5000 ευρώ – υπερκαλύπτουν το κόστος.

 Ποιος ο λόγος, λοιπόν, να κρατάει το βιβλίο για …15 χρόνια, αφού δεν πρόκειται να ξαναενδιαφερθεί στο μέλλον για την τύχη του; Τι ωφελεί έναν συγγραφέα να έχει εκατοντάδες βιβλία του στις αποθήκες του εκδότη; Αυτός ευθύνεται για την πώλησή τους, όχι ο συγγραφέας…

Και τι σημαίνει αυτό για έναν συγγραφέα που ζει απ΄τα βιβλία του; Απλά, δεν ζει. Και μεγάλη σκασίλα του εκδότη! (Ακόμη και για συγγραφείς που έχουν άλλους πόρους, τα πνευματικά δικαιώματα έχουν μια ιερή(!) αξία.)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ. Δεν αναφέρομαι στις περιπτώσεις που ένας εκδοτικός οίκος δέχεται από τον – όποιο συγγραφέα – να του πληρώσει το κόστος της έκδοσης, με αντάλλαγμα το λογότυπο του οίκου και την καταχώρηση στους καταλόγους του. Σ΄αυτήν την περίπτωση ο συγγραφέας δε θα πρέπει να περιμένει καμία δυναμική προώθησης του βιβλίου του από τον εκδότη, εκτός κι αν συνεχίσει να χρηματοδοτεί όλα τα έξοδα και έχει προνοήσει να  καταγράψει στο συμβόλαιο τις υποχρεώσεις του εκδότη .(Πολλά γίνονται…)

Πάντως, από παλιά έως και τελευταία, πολλοί εκδότες έχουν βγάλει και βγάζουν λεφτουδάκια από συγγραφείς που πληρώνουν όλα τα έξοδα.

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ως…πλασιέ

23. Κι αυτό γίνεται από παλιά. Ο ίδιος ο συγγραφέας να γίνεται πλασιέ του βιβλίου του. Να παίρνει το βιβλίο του «παραμάσχαλα» και να το διανέμει ο ίδιος στην «πιάτσα»- κυρίως σε δημοσιογράφους.  (Από πρωτόβγαλτους έως…νομπελίστες.) Νιώθοντας την ασφυκτική πίεση της εκδοτικής  λαίλαπας προσπαθούν ο ι ίδιοι – με όσα  «κονέ» διαθέτουν- να σπρώξουνε  το βιβλίο τους προς τους δυνάμει αναγνώστες, μέσα σ΄αυτήν την αδηφάγα και  ανταγωνιστική αγορά του βιβλίου, φυσικά εις βάρος άλλων συγγραφέων που δεν έχουν αυτήν την …διαπλεκόμενη δυνατότητα. Γνωρίζοντας πως ο «προστάτης»-εκδότης είναι υπερφορτωμένος από εκατοντάδες τίτλους που πρέπει να προωθήσει, βγαίνουν οι ίδιοι στο πεζοδρόμιο και διαλαλούν «της μιας δραχμής τα γιασεμιά…». (Θα έχετε ακούσει στη δισκογραφία πως ένας δίσκος, κάποιου, έγινε χρυσός και πλατινένιος σε μια βδομάδα. Τι κάνουνε; Απλούστατα, πάνε σε όλα τα δισκάδικα και παίρνουν όλους τους δίσκους. Οι πιο μάγκες – και φραγκάτοι οι ίδιοι ή οι…προστάτες τους – αγοράζουνε όλο το στοκ πριν βγει στην αγορά. Και, βέβαια, πετάνε τους δίσκους κάπου να σαπίζουνε , αλλά στα ΜΜΕ και στα πάρτι μιλάνε με καμάρι και επιδεικνύουν τον «χρυσό» ή «πλατινένιο». Φαντάζεστε έναν συγγραφέα ματσωμένο να στέλνει ανθρώπους σε όλα τα βιβλιοπωλεία και να παίρνει όλα τα αντίτυπα; Αμέσως εγγράφεται στην λίστα των μπεστσέλερ. ..)

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΊΣ  ΣΤΗΝ ΞΕΝΗ ΑΓΟΡΑ

24. Θα τολμήσω μια σύγκριση: αν εξαιρέσουμε τους κλασσικούς της ξένης λογοτεχνίας, οι σύγχρονοι που μεταφράζονται ( με πληρωμένα τα έξοδα από Ινστιτούτα Πολιτισμού της χώρας τους) δεν έχουν αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα. Τα βιβλία τους πολύ σπάνια εξαντλούν την πρώτη τους έκδοση και σε διάστημα χρόνου. Ακόμα και τα Νόμπελ που τυχαίνει να εκδίδονται ταυτόχρονα , θα πουλήσουν εκείνες τις μέρες, μετά θα μπούνε στα πίσω ράφια και μόνο από ειδικές παραγγελίες θα πουλάνε στο μέλλον κάποια επιπλέον αντίτυπα.

Γιατί, λοιπόν, να έχουμε παράπονο εμείς που μόνο τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει οι ξένοι εκδοτικοί οίκοι να ενδιαφέρονται για  την σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία; Είναι ΠΟΛΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ σε παγκόσμια κλίμακα, δεν είναι δυνατόν να απορροφούνται αναγνωστικά. Πάλι καλά που μας εκδίδουν, πάλι καλά που τα βιβλία μας πουλάνε και χίλια αντίτυπα  ο κάθε τίτλος. Και με παραδείγματα μπεστσέλερ ελληνικών βιβλίων στην αλλοδαπή!

Και δεν ξέρω την πολιτική που ακολουθεί ο κάθε Έλληνας εκδότης για να προωθήσει τους συγγραφείς του σε ξένους εκδοτικούς οίκους.

Πρώτα πρώτα υποθέτω ότι θα κάνει μια  επιλογή ανάμεσα στα βιβλία που στέλνει έξω για πρόκληση ενδιαφέροντος. Είναι σωστή η κάθε φορά επιλογή του; Το «πακέτο» της πρότασης εμπεριέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για το συγκεκριμένο βιβλίο, το προφίλ του συγγραφέα, την πιθανή κατηγορία του  ξένου αναγνωστικού κοινού που θα  ενδιαφέρει;

Δεν ξέρω…Μιλώντας προσωπικά, το βιβλίο μου «Μπαρμπατζώρτζ» εκδόθηκε στα γερμανικά επειδή ο μεταφραστής του ψωνίστηκε όταν το διάβασε και αποφάσισε ο ίδιος να το προωθήσει σε εκδότη. (Αυτή πιστεύω είναι και η καλύτερη περίπτωση. Ένας επαγγελματίας μεταφραστής να ρισκάρει ως επαγγελματίας για κάποιο ελληνικό μυθιστόρημα και όχι όπως γίνεται συνήθως, ο εκδότης να επιλέξει πρώτος το βιβλίο και μετά τον μεταφραστή, όπως είναι η συνηθισμένη εκδοτική πολιτική κι όπως έγινε με τον Κροσέτι και το βιβλίο μου «Το συμπόσιο της Σελήνης».)

Τελικά, δηλαδή, υποστηρίζω ότι «έξω πάμε καλά» – όπως άλλωστε «και μέσα» πολλές φορές- και θα πάμε ακόμα καλύτερα , όταν έχει εμπεδωθεί η άποψη ότι ναι, εκτός απ΄τους αρχαίους, τον Καβάφη, τον Καζαντζάκη…υπάρχει και σύγχρονη και πολύ δυναμική ελληνική λογοτεχνία. (Όπως συνέβη με το μπουμ της λατινοαμερικάνικης.)

ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

25. Οι λογιστικές εκκαθαρίσεις γίνονται κάθε εξάμηνο ή και χρόνο. Δηλαδή, ο εκδότης εκμεταλλεύεται ποικιλοτρόπως τα δικαιώματα του συγγραφέα , μια και δεν του αποδίδει τόκους καθυστέρησης. (Ευτυχώς κάποιοι εκδότες κατανοούν, δίνουν έναντι…)

Κλέβουν οι εκδότες; Παλιότερα  κάποιοι γελοίοι – πώς αλλιώς να τους χαρακτηρίσω;- ναι, έκλεβαν τους συγγραφείς τους, τυπώνοντας είτε περισσότερα αντίτυπα είτε ανατύπωναν την ίδια έκδοση πολλές φορές.

Σήμερα, με τον ασφυκτικό φορολογικό έλεγχο, για να κλέψει ο εκδότης έστω και ένα αντίγραφο θα πρέπει να έχει «μαζί του» τον λογιστή του, τον τυπογράφο, τον βιβλιοδέτη, τον πωλητή κ.ο.κ.

Όχι,  εδώ και δέκα χρόνια , δεν νομίζω πως οι εκδότες κλέβουν. (Δεν τους αφήνουν…)

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ εκατομμυριούχοι

26. Ναι, υπάρχει κι αυτή η κατηγορία. Κάποια βιβλία, ξαφνικά και αναπάντεχα, φτάνουν σε εξωφρενικό αριθμό πωλήσεων – στα πλαίσια της ελληνικής αγοράς – και οι συγγραφείς τους αποκτάνε την gold πιστωτική κάρτα.

Πρωτοπαρουσιαζόμενοι, αλλά και γνωστοί συγγραφείς ξαφνικά γίνονται «ευπώλητοι», όπως υπάρχουν και αρκετοί που, ό,τι και να εκδώσουν, αμέσως μπαίνουν στις λίστες. (Με τον όρο, βέβαια, ότι έχουν καταφέρει να εξασφαλίσουν όλους τους τρόπους προβολής που προαναφέρθηκαν).

Εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα: οι συγγραφείς δύσκολα πληρώνουν το ενοίκιο και τους άλλους λογαριασμούς τού μήνα.

Υ.Γ. Μέσα σ΄αυτόν τον κυκεώνα  της ανταγωνιστικής αγοράς του βιβλίου, ίσως πολλά να παράβλεψα , πολλά να είπα και πολλά να τα είπα λάθος…Και, φυσικά, δεν είμαι ο μόνος που τα σκέφτεται. Και, φυσικά, άλλοι θα τα ξέρουνε καλύτερα. Μια προσέγγιση έκανα, έτσι για να «συμμαζέψω» όλα μαζί τα θέματα και  να καταθέσω το πακέτο ως ένα κίνητρο για διάλογο…

Σίγουρα αυτό το κείμενο θα χρειαστεί ξαναγράψιμο. (Από όλους μας…)

           Γιώργος Σκούρτης       2008