Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης δικηγόρος Αθηνών – Συνταγματολόγος – νομικός συνεργάτης Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ελλάδα.
Το 386 μ.Χ. οι Αθηναίοι μοναχοί Bαρνάβας και Σωφρόνιος οδηγήθηκαν στις απάτητες βουνοκορφές του Πόντου, στο όρος Μελά, μετά από αποκάλυψη της Παναγίας. Σε ένα σπήλαιο σε υψόμετρο 1.063 μέτρων είδαν μια χρυσαφένια λάμψη. Eκεί, βρήκαν την ιερή εικόνα της Παναγίας της Aθηνιώτισσας την οποία λέγεται πως εικονογράφησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Οι μοναχοί λοιπόν, έχτισαν μέσα στον βράχο ένα κελί. Μετά το κελί έγινε εκκλησία. Και μετά χρειαζόταν νερό. Το σοβαρό πρόβλημα της ύδρευσης του μοναστηριού λύθηκε, επίσης σύμφωνα με την παράδοση, κατά θαυματουργό τρόπο. Και το νερό, ως εκ θαύματος αναπήδησε μέσα από τον γρανιτώδη βράχο – και μάλιστα ήταν ιαματικό.
Οι θεραπευτικές ιδιότητες του νερού έκαναν το μοναστήρι διάσημο σε χριστιανούς και μουσουλμάνους. Πέρα από την ιστορική και θρησκευτική αξία της εικόνας,υπάρχει και η, επίσης, ανυπολόγιστη συναισθηματική που έχει για τους Έλληνες του Πόντου και τους απανταχού Έλληνες γενικότερα. Η επιστροφή της εικόνας και των κρυμμένων κειμηλίων στην Ελλάδα, που δεν κατόρθωσαν να βρουν ποτέ οι Τούρκοι, αποτελεί ένα ακόμα θαύμα. Κατά καιρούς η μονή γνώρισε ευεργέτες, αλλά και την εύνοια αυτοκρατόρων, ακόμα και μουσουλμάνων, που έβλεπαν το μοναστήρι σαν Θεία Πρόνοια.
Κοντά στο σπήλαιο κτίστηκε το 1860 ένας πανοραμικός τετραώροφος ξενώνας 72 δωματίων και άλλοι λειτουργικοί χώροι για τις ανάγκες των προσκυνητών, καθώς και βιβλιοθήκη. Γύρω από τη μονή ανοικοδομήθηκαν μικροί ναοί αφιερωμένοι σε διάφορους αγίους.
Οι ιδρυτές του μοναστηριού συνέχισαν τη δράση τους και έξω από τον προσκηνυματικό χώρο. Σε απόσταση 12 χιλιομέτρων από τη μονή, απέναντι από το χωριό Σκαλίτα, έχτισαν το ναό του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης και σε απόσταση δύο χιλιομέτρων το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, στο οποίο οι μοναχοί το 1922 έκρυψαν την εικόνα της Μεγαλόχαρης, τον σταυρό του αυτοκράτορα Μανουήλ Γ΄ του Κομνηνού και το χειρόγραφο Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου. Η εικόνα της Θεοτόκου είναι τύπου Οδηγήτριας (0,3μ x 0,25μ). Είναι χωρισμένη σε δύο κομμάτια και τόσο κατεστραμμένη που κανέναν ίχνος από τις μορφές και τα ενθυμήματα των προσώπων που εικονίζονταν σε αυτή (της Παναγίας και του μικρού Χριστού) δε διακρίνεται. Διακρίνονται όμως τα διαγράμματα της Θεοτόκου και του μικρού Ιησού.
Αυτά τονίζονται εντονότερα από την ασημένια και χρυσωμένη θήκη που τα περιβάλλει. Σε αυτήν υπάρχουν πρόσθετα οι επιγραφές IC. XC. MP. ΘΥ. H COYMELHTHCA (Ιησού Χριστού Μήτηρ Θεού η Σουμελιώτισσα. Η εικόνα της Παναγίας Σουμελά φιλοτεχνήθηκε από τον ίδιο τον Ευαγγελιστή Λουκά των πρώτο αιώνα μΧ κι έτσι είναι μία από τις αρχαιότερες και πιο ξεχωριστές εικόνες Παναγίας. Μετά τον θάνατο του Ευαγγελιστή Λουκά, ο μαθητής του, ο Ανανίας μετέφερε την εικόνα στην Αθήνα όπου και τοποθετήθηκε σε έναν πολύ όμορφο ναό στον οποίο και παρέμεινε για περίπου 300 χρόνια, κερδίζοντας έτσι το όνομα «Παναγία η Αθηνιώτισσα». Μία μέρα όμως περίπου στο 380 μΧ, η εικόνα εξαφανίστηκε από την εκκλησία της Αθήνας. Σύμφωνα με μαρτυρίες μάλιστα, η εικόνα δεν εκλάπη, αλλά πέταξε με τρόπο θαυματουργό προς άγνωστη κατεύθυνση. Δύο μοναχοί, ο Βαρνάβας και ο Σωφρόνιος ανέλαβαν να τη βρουν.
Η Παναγία εμφανίστηκε με όραμα στους δύο μοναχούς – οι οποίοι είχαν φτάσει μέχρι την Κωνσταντινούπολη στην αναζήτηση τους για την «Παναγία την Αθηνιώτισσα» – και τους είπε ότι θα βρουν την εικόνα σε μία σπηλιά στο όρος Μελά του Πόντου. Το 1930 ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος ρώτησε πού έχει κρυφτεί η ιστορική εικόνα της Παναγίας Σουμελά και ζήτησε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Αναζητήθηκε ο Αρχιμανδρίτης Ιερεμίας που είχε κρύψει την εικόνα και άλλα κειμήλια στην Ιερά Μονή μετά το ολοκαύτωμα των Τούρκων. Η εικόνα εκτέθηκε στην Αθήνα, φυλάχτηκε στο Βυζαντινό Μουσείο και στη δεκαετία του ’50 πήρε τη θέση της στο Βέρμιο εκεί που χτίστηκε η εκκλησία που αποτελεί τόπο προσκυνήματος όχι μόνο των Ποντίων, αλλά και όλων των Ελλήνων. Από το 1922( Μικρασιατική καταστροφή)για οκτώ χρόνια , η εικόνα βρισκόταν σε κρύπτη του Μοναστηριού στον Πόντο για να αποκαλυφθεί και πάλι στα μάτια των πιστών. Η διάσωσή της και το ταξίδι της στην Ελλάδα μοιάζουν με θαύμα. Ήταν 9 Νοεμβρίου του 1931 όταν η εικόνα της Παναγίας Σουμελά, έργο του ευαγγελιστή Λουκά, επέστρεφε μαζί με τα άλλα ιερά κειμήλια της μονής στην Αθήνα από την Τραπεζούντα.
Η συμφωνία μεταξύ Ελευθέριου Βενιζέλου και Ισμέτ Ινονού είχε επιτευχθεί λίγους μήνες νωρίτερα, μετά από παρέμβαση του Λεωνίδα Ιασονίδη. Την αποστολή είχε αναλάβει ο ιερομόναχος Αμβρόσιος Σουμελιώτης. Τα ιερά αντικείμενα είχαν θαφτεί στο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας που βρισκόταν σε απόσταση 2 χιλιομέτρων από το μοναστήρι. Το 1922 οι Τούρκοι στη γενοκτονία των Ποντίων έκαψαν το μοναστήρι για να αφανίσουν εντελώς το ελληνικό στοιχείο από την περιοχή. Πριν βάλουν φωτιά, είχαν αρπάξει όλα τα πολύτιμα κειμήλια της μονής.
Οι μοναχοί όμως, που είχαν προβλέψει το χτύπημα των Τούρκων, είχαν φροντίσει να κρύψουν τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Σουμελά, καθώς και άλλα κειμήλια, όπως το Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστόφορου και ένα Σταυρό από Τίμιο Ξύλο, που είχε δωρίσει στη Μονή ο αυτοκράτορας Μανουήλ Γ’ της δυναστείας των Κομνηνών. Για όσους χριστιανούς παρέμειναν στην Τουρκία, η θρησκευτική καταπίεση ήταν τόσο μεγάλη, κατά το διωγμό των συμπολιτών τους, ώστε πολλοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί Πόντιοι σύρθηκαν στον εξισλαμισμό.
Ένα μέρος από αυτούς, που δεν είχαν την αντοχή να παλεύουν καθημερινά ενάντια στο δυνάστη, αν και ήθελαν να κρατήσουν την ταυτότητά τους, τις παραδόσεις τους, έγιναν κρυπτοχριστιανοί. Ακόμα και σήμερα, χιλιάδες είναι οι κρυπτοχριστιανοί στην Τουρκία, διότι φοβούνται ότι εάν αποκαλύψουν την θρησκευτική τους προτίμηση, θα έχουν συνέπειες και προβλήματα.