Αυτό που συνέβη στην Τούμπα με το που αποχωρούσε ο ποδοσφαιριστής του Πανιωνίου Αλβάρο Ρεκόμπα, με έκανε να σκεφθώ το κλασικό (στα πολιτισμένα γήπεδα της Εσπερίας). Ότι ακόμη και οι οπαδοί μιας “σκληρής” ομάδας μπορούν να παραδεχτούν και να χειροκροτήσουν την αξία του αντιπάλου, ξεχνώντας για λίγο την παραδοσιακή αντιπαλότητα της ποδοσφαιρικής Θεσσαλονίκης με εκείνη της Αθήνας. Ο Ρεκόμπα, από μια άποψη, λίαν απαραίτητη στο χειμαζόμενο ελληνικό πρωτάθλημα, αποτέλεσε τον πρεσβευτή, που άνοιξε  χαραμάδα ελπίδας και αφορμή να παραμεριστεί (για λίγο;) το μίσος που τρέφει δεκαετίες τους φανατικούς.

Αλλά, στατιστικά, αν ψάξει κανείς την παρουσία Ουρουγουανών ποδοσφαιριστών στην Ελλάδα, θα διαπιστώσει ότι πρόκειται για μια σειρά όχι απαραίτητα διάσημων παικτών, οι οποίοι τίμησαν το ψωμί που τους προσφέρθηκε και τόσο με την αξία τους, όσο και με τον άριστο χαρακτήρα τους, έγραψαν καλές σελίδες στα ελληνικά σωματεία. “Παλιά, πολύ παλιά”, ήταν ο μέσος Μίλτον Βιέρα, ο οποίος ήρθε στον Πειραιά για λογαριασμό του Ολυμπιακού και πρόσφερε περισσότερα από αυτά που περίμεναν διοίκηση και υποστηρικτές. Μάλιστα, ήταν τόσο ευχαριστημένοι οι άνθρωποι “του λιμανιού”, που όταν ο παίκτης αυτός θέλησε να μεταγραφεί στην ΑΕΚ (για να συμπληρώσει… τα ένσημά του), ουδείς είχε αντίρρηση να το κάνει.

Η περίπτωση του Χούλιο Λοσάντα ήταν εντελώς διαφορετική. Αυτός ο βραχύσωμος κυνηγός (η εξυπνάδα του έβαζε κάτω μια δωδεκάδα… γάτες!) διέθετε μια εξαιρετική μέθοδο να πλασάρει τον εαυτό του, κάνοντας δημόσιες σχέσεις με τους οπαδούς, αλλά και τους δημοσιογράφους. “Λίγο” έδινε στον αγώνα, όμως αυτό το “λίγο” εμφανιζόταν στα αθλητικά (κυρίως) έντυπα με εντυπωσιακό τρόπο. Κάπου – κάπου σημείωνε γκολ, όμως ήταν τόσο μεγάλη η αγάπη για τον Λοσάντα που ο “ανώνυμος” ενορχηστρωτής της “ερυθράς” εξέδρας εμπνεύστηκε και επέβαλε το βαρύγδουπο “Κάντε στη μπάντα… έρχεται ο Λοσάντα”. Αστεία πράγματα! Πάντως, ο Λοσάντα, με το που έβαλε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια στο χρονοντούλαπο, έγινε επιχειρηματίας στον Πειραιά, πλούτισε και διατήρησε τις φιλίες του.

Το πιο μεγάλο όνομα, ωστόσο, από την Ουρουγουάη, το απέκτησε ο Εθνικός – μάλλον “τζογάροντας”, αφού ουδείς μπορούσε να δώσει στον Καρέλλα σαφείς πληροφορίες για την αξία του παίκτη: Ρομπέρτο Καλκατέρα: ένας 24χρονος κυνηγός, μελαχρινός, με περιποιημένο μουστάκι και μακρύ μαλλί. Κάποιοι, με το που τον είδαν, θεώρησαν ότι πρόκειται για… “λατίνο εραστή υπηρετριών”, μια και θύμιζε Βιτόριο Γκάσμαν στις πρώτες μεταπολεμικές ιταλικές ταινίες. Ο Καλκατέρα έπαιξε και γέμισε ασφυκτικά το στάδιο Καραϊσκάκη. Όπως και με την περίπτωση του Βασίλη Χατζηπαναγή, οι φίλαθλοι έτρεχαν σε αγώνες του Εθνικού και γέμιζαν το γήπεδο επειδή θα αγωνιζόταν ο Καλκατέρα. Μέγιστος ποδοσφαιριστής. Ένα χρόνο έπαιξε, αλλά σκόραρε σε βάρος όλων των “μεγάλων” του πρωταθλήματος με εντυπωσιακό τρόπο. Ήταν τόσο σβέλτος και τεχνίτης, που η εξέδρα και πάλι έστειλε τη ρεβάνς (στον Λοσάντα) τραγουδώντας “Αέρα – αέρα- Καλκατέρα”).

Δυστυχώς, αυτόν τον μαγικό ποδοσφαιριστή κατέστρεψε η “κακιά στιγμή”. Σε αγώνα του Εθνικού στις Σέρρες, ένας άτεχνος αμυντικός δεν άντεξε τις ντρίμπλες, έριξε στον Ουρουγουανό μια γερή κλωτσιά, του αχρήστεψε το πόδι και – ουσιαστικά- τον έστειλε στο Μοντεβιδέο να αλλάξει επάγγελμα. Ο Καλκατέρα ακούστηκε ότι 25 ετών έγινε στην πατρίδα του δασοφύλακας. Άραγε ο Στοϊμένος (των Σερρών) έχει μετανιώσει για ό,τι συνέβη;

Ετη 35 μετά, το ελληνικό πρωτάθλημα ευτύχησε να αποκτήσει τον Αλβάρο Ρεκόμπα (και τον επίσης Ουρουγουανό χρήσιμο κυνηγό Εστογιάνοφ). Η πρώτη του εμφάνιση στη Νέα Σμύρνη δημιούργησε το πρώτο “σολντ άουτ” στα εισιτήρια του γηπέδου Νέας Σμύρνης μετά από… δεκαετίες. Ακολούθησε ο αγώνας στο Ηράκλειο και τα μαγικά γκολ σε βάρος του Εργοτέλη. Ε, στην Τούμπα ήταν λογικό να χειροκροτηθεί…