Η δικτατορία των συνταγματαρχών καταργεί με συντακτική πράξη τη βασιλεία και διεξάγει ένα νόθο δημοψήφισμα για την τυπική κατάργηση της βασιλείας.  Ξημερώματα της 24ης Ιουλίου του 1974, μετά την πτώση της δικτατορίας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επιστρέφει στην Ελλάδα και στις 4 το πρωί, ορκίζεται Πρωθυπουργός, από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Σεραφείμ.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ως Πρωθυπουργός, πλέον, με Συντακτική Πράξη, φέρει σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, χωρίς όμως, τις διατάξεις περί Βασιλείας. Η Συντακτική Πράξη της 4ης Σεπτεμβρίου, ορίζει ότι η μορφή του Πολιτεύματος θα λυθεί με Δημοψήφισμα, το οποίο θα λάβει χώρα μέσα σε 45 ημέρες από τις Βουλευτικές εκλογές (17 Νοεμβρίου 1974).

Στις 22 Νοεμβρίου 1974 προκηρύχθηκε δημοψήφισμα (ΦΕΚ Α΄ 353) και στις 8 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, διεξήχθη στην Ελλάδα για τη μορφή του πολιτεύματος μεταξύ Βασιλευόμενης και Αβασίλευτης Δημοκρατίας.

Στον τέως Βασιλιά Κωνσταντίνο απαγορεύτηκε να έρθει στην Ελλάδα και ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε να απευθυνθεί στον λαό ,ήταν μέσω ενός τηλεοπτικού δεκάλεπτου μηνύματος (26 Νοεμβρίου 1974), κάτι που χρόνια αργότερα χαρακτηρίστηκε από τον Καραμανλή ως άδικο , ως «unfair».

Το 1992 η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας , με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, συνήψε σύμβαση με συμβολαιογραφική πράξη μεταξύ του ελληνικού δημοσίου και του τ. Βασιλιά Κωνσταντίνου, με την οποία σύμβαση, ο Κωνσταντίνος παραιτείται και εκχωρεί το μεγαλύτερο μέρος της ακίνητης περιουσίας του στην Ελλάδα σε ένα μη κερδοσκοπικό ίδρυμα,  με αντάλλαγμα την απόδοση στην βασιλική οικογένεια των παλαιών θερινών ανακτόρων του Τατοΐου και των κινητών αντικειμένων εντός των ανακτόρων .

Η σύμβαση αυτή κυρώθηκε με τον νόμο 2086/1992 “περί κυρώσεως της μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του τέως Βασιλέως Κωνσταντίνου σύμβασης”.

Το 1994 η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον Ανδρέα Παπανδρέου, ακύρωσε με τον νόμο 2215/1994, τη συμφωνία του 1992 και αφαίρεσε από τον τ. Βασιλιά Κωνσταντίνο την ιδιοκτησία του στην Ελλάδα και την ελληνική ιθαγένεια ,θεωρώντας ότι η βασιλική περιουσία είχε ήδη απαλλοτριωθεί με την αναγκαστική απαλλοτρίωση του διατάγματος της δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Η τέως βασιλική οικογένεια προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Τον Νοέμβριο του 2000 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, δικαιώνει τον τέως Βασιλιά και καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση του πρώτου άρθρου του Πρώτου Πρωτοκόλλου, ενώ στις 28 Νοεμβρίου 2002 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επιδίκασε αποζημίωση 13,7 εκατομμύρια ευρώ, από τα οποία αποδόθηκαν 13,7 εκατομμύρια ευρώ στον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο , ως προς το θέμα της ακίνητης περιουσίας.

Ο νόμος Βενιζέλου του 1994 (2215/1994), αφαιρεί την ελληνική ιθαγένεια από όλα τα μέλη της τέως βασιλικής οικογένειας και θέτει, μία σειρά προϋποθέσεων για την ανάκτηση της ιθαγένειας.

Κάποιοι νομικοί, ακόμα πιστεύουν ότι η αφαίρεση της ιθαγένειας από τα μέλη της τέως βασιλικής οικογένειας, ήταν περιττή, άνευ λόγου, αφού τα συγκεκριμένα μέλη δεν προκάλεσαν, ούτε ήσαν επικίνδυνοι για την Δημοκρατία.  Σύμφωνα με τον νόμο του 1994, που εξακολουθεί να ισχύει: «Ελληνική ιθαγένεια στον Κωνσταντίνο Γλύξµπουργκ και στα µέλη της οικογένειάς του, µετά τη λήξη της ισχύος του ιδιαίτερου νοµικού καθεστώτος που διείπε την ιθαγένειά τους πριν τη µεταβολή της µορφής του πολιτεύµατος, αναγνωρίζεται και αποδεικνύεται µόνον εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) Εφόσον διατυπωθεί ενώπιον του ληξιάρχου Αθηνών ρητή και ανεπιφύλακτη δήλωση σεβασµού στο Σύνταγµα, αποδοχής και αναγνώρισης του πολιτεύµατος της Προεδρευοµένης Κοινοβουλευτικής ∆ηµοκρατίας και του αποτελέσµατος του δηµοψηφίσµατος της 8ης ∆εκεµβρίου 1974, µε το οποίο καθορίσθηκε κατά τρόπο µη υποκείµενο σε µεταβολή η µορφή του πολιτεύµατος.

β) Εφόσον δηλωθεί, ρητά και ανεπιφύλακτα, ενώπιον του ιδίου ληξιάρχου παραίτηση από τις κάθε είδους διεκδικήσεις, οι οποίες συνδέονται µε την κατά το παρελθόν άσκηση πολιτειακού αξιώµατος ή της κατοχής οποιουδήποτε τίτλου.

γ) Εφόσον συντελεσθεί εγγραφή στα µητρώα αρρένων ή τα δηµοτολόγια δήµου ή κοινότητας του κράτους µε όνοµα, επώνυµο και τα λοιπά αναγκαία κατά νόµον στοιχεία ταυτότητας. Η συνδροµή των παραπάνω προϋποθέσεων διαπιστώνεται µε απόφαση του υπουργού Εσωτερικών. ∆ιαβατήρια, ταξιδιωτικά και άλλα συναφή έγγραφα που έχουν χορηγηθεί στα πρόσωπα αυτά ακυρώνονται αυτοδικαίως, εφόσον δεν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις»..

Γενικά, είτε διαφωνούμε είτε συμφωνούμε, η βασιλεία αποτελεί ένα κομμάτι της ιστορίας της Ελλάδος που δεν μπορεί να διαγραφεί (  Βασιλιάς Όθωνας κ.α.). Κάθε πρόσωπο κρίνεται ιστορικά.

Η Ελλάδα γέννησε την Δημοκρατία και η Δημοκρατία δεν εκδικείται. Ως προς το εθνικό συμφέρον, εξερευνώντας τις συνδέσεις των μελών , θα διαπιστώσουμε ότι η Ελληνική Βασιλική Οικογένεια έχει άμεσους συγγενικούς δεσμούς με τις Βασιλικές Οικογένειες της Ισπανίας, της Δανίας και της Μεγάλης Βρετανίας και στενούς φιλικούς δεσμούς με όλες τις βασιλικές οικογένειες διεθνώς.

Το Συνταγματικά κατοχυρωμένο πολίτευμα της Ελλάδος, είναι η Προεδρευόμενη κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Το πολίτευμα μας,  είναι απολύτως σεβαστό και δεν κινδυνεύει από κανέναν.  Ειδικότερα, δεν κινδυνεύει από νεκρούς ανθρώπους. Ο σεβασμός της ανθρώπινης αξίας , χωρίς καμία διάκριση ,αποτελούν προτεραιότητα της Ελληνικής Πολιτείας και της Δημοκρατίας.

Όποιος έχει διατελέσει, έστω μία ημέρα, ανώτατος άρχοντας της χώρας, όταν αποβιώνει , θα πρέπει να κηδεύεται με τιμές αρχηγού κράτους, εκτός εάν υφίσταται στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων με αμετάκλητη δικαστική απόφαση.

Πόσο μάλλον, όταν ο συνταγματικός θεσμός, διακόπτεται και παύεται, εξαιτίας μίας δικτατορίας των συνταγματαρχών.

Ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος, υπήρξε χρυσός ολυμπιονίκης με την ελληνική σημαία, εγγονός του Βασιλιά Κωνσταντίνου που συνέβαλε στον διπλασιασμό της Ελλάδος, συνταγματικός Βασιλιάς της χώρας και ο τότε συνταγματικός θεσμός της βασιλείας, “καταργήθηκε” βίαια, εξαιτίας της δικτατορίας των συνταγματαρχών και με απόφαση της δικτατορίας. Εάν δεν μεσολαβούσε η δικτατορία των συνταγματαρχών, θα υπήρχε ακόμα η συνταγματική Βασιλεία.

Η μεταπολίτευση ακύρωσε αμέσως όλες τις διατάξεις και τους νόμους της δικτατορίας των συνταγματαρχών, αλλά όχι την διάταξη της δικτατορίας που καταργούσε το θεσμό της Βασιλείας. Η μεταπολίτευση έθεσε σε ισχύ αμέσως, το Σύνταγμα του 1952, στο σύνολο του, αλλά δεν εφαρμόστηκε ως προς την βασιλεία.

Το 1974 μετά την πτώση της δικτατορίας, η δημοκρατική κυβέρνηση εθνικής ενότητας, επανέφερε το Σύνταγμα του 1952.    Το Σύνταγμα του 1952 προέβλεπε βασιλευομένη δημοκρατία, αλλά δεν εφαρμόστηκε μέχρι την ψήφιση νέου Συντάγματος.

Η δικτατορία  των συνταγματαρχών, επέβαλε την αναγκαστική απαλλοτρίωση της τότε βασιλικής ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα. Η συντριπτική πλειονότητα των διατάξεων της δικτατορίας, καταργήθηκε από την μεταπολίτευση, με εξαίρεση τις διατάξεις της δικτατορίας για την Βασιλεία.

Η περίοδος της δικτατορίας είναι θεσμικά παρούσα σε διάφορα επίπεδα, από νομοθετήματα που δεν έχουν ρητώς καταργηθεί και χρησιμοποιούνται κατά καιρούς από την εκτελεστική εξουσία, παρότι προσβάλλουν ευθέως συνταγματικές διατάξεις, όπως το Βασιλικό Διάταγμα 794/71 και το Προεδρικό Διάταγμα 269/72 Περί διαδηλώσεων (π.χ. στη Χαλκιδική, τον Νοέμβριο του 1997) μέχρι αποικιοκρατικές νομοθεσίες, όπως ο μεταλλευτικός κώδικας ή ο αναγκαστικός νόμος 89/67 περί κινήτρων αλλοδαπών επιχειρήσεων. Άλλωστε, και ο Ποινικός Κώδικας, αλλά και το ελληνικό Σύνταγμα περιέχουν διατάξεις που αντανακλούν το μετεμφυλιακό κλίμα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Το γεγονός ότι ουδέποτε καταργήθηκαν οι ρυθμίσεις αυτές, αλλά αντίθετα εφαρμόζονται συστηματικά διαχρονικά είτε για την ποινικοποίηση διαδηλώσεων και απεργιών (όπως τα αδικήματα της διατάραξη κοινής και οικιακής ειρήνης, της παράνομης βίας κλπ.), είτε για τη ρύθμιση των σχέσεων κράτους-Εκκλησίας, είτε ακόμα και ερμηνευτικά για τον προσδιορισμό της «εθνικής ταυτότητας», αναδεικνύει ότι η κληρονομιά αυτή είναι ζωντανή και πρόσφορη προς χρήση.

Η Συντακτική Πράξη της 1ης Αυγούστου 1974 από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, κατάργησε το δικτατορικό «Σύνταγμα» και κάθε «συνταγματικού περιεχομένου» πράξη της επταετίας και επανέφερε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, εξαιρώντας τις διατάξεις που καθόριζαν τη μορφή του πολιτεύματος και αναστέλλοντας την ισχύ των άρθρων 43 και 45-53.

Ταυτόχρονα, όρισε ότι οι διατάξεις του Συντάγματος του 1952 «τροποποιούνται και συμπληρούνται κατά τα εν τοις επομένοις άρθροις οριζόμενα, δύναται δε να προσαρμώζονται προς τας αντιμετωπιζομένας κατά την μεταβατικήν μέχρι της συγκλήσεως της Εθνικής Αντιπροσωπείας περίοδον εθνικάς και πολιτικάς περιστάσεις διά της εκδόσεως από του Υπουργικού Συμβουλίου Συντακτικών Πράξεων κυρουμένων και δημοσιευομένων υπό του Προέδρου της Δημοκρατίας» (αρ. 3).

Επίσης, η ΣΠ προέβλεπε την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας μέχρι τη σύγκληση της Βουλής από το υπουργικό συμβούλιο με νομοθετικά διατάγματα που θα κύρωνε, εξέδιδε και δημοσίευε ο ΠτΔ (αρ. 10). Ακόμα, προσέθετε παραγράφους στα άρθρα 17, 20, 21, 80 και 112 και τροποποιούσε τα άρθρα 28 και 84 του Συντάγματος του 1952.

Ο Καραμανλής το 1974 επανέφερε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, μέχρι το 1975, οπότε η χώρα απέκτησε νέο Σύνταγμα. Το Σύνταγμα του 1952 δεσμευόταν από το δημοψήφισμα του 1946 για τη μορφή του πολιτεύματος ως Βασιλευομένης Δημοκρατίας.

Το 1992 υπεγράφη συμβιβαστική συμβολαιογραφικη πράξη μεταξύ της τότε κυβέρνησης και του τέως Βασιλιά. Η σύμβαση αυτή κυρώθηκε με τον νόμο 2086/1992 “περί κυρώσεως της μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του τέως Βασιλέως Κωνσταντίνου σύμβασης”. Η σύμβαση αυτή καταργήθηκε το 1994 από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.

 

Η τέως βασιλική οικογένεια, προσέφυγε στα πολιτικά δικαστήρια και στο Συμβούλιο της Επικρατείας της Ελλάδος, ενάντια στον νομο 2215/1994, του 1994. Αν και δικαιώθηκε από τον Άρειο Πάγο με την απόφαση 1/1996 της ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας απέρριψε την προσφυγή .

Επειδή υπήρχαν αντίθετες αποφάσεις, μεταξύ των δύο ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας (Αρείου Πάγου και Συμβουλίου της Επικρατείας), το ζήτημα ετέθη στην κρίση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου της Ελλάδος, προς επίλυση. Το 1997 το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση, συμφώνησε με το Συμβούλιο της Επικρατείας, δεχόμενο ότι ο νόμος 2215/1994 του 1994, είναι Συνταγματικός.

Τον Οκτώβριο του 1998 δημοσιεύθηκε η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία δέχεται το λόγο  της προσφυγής , παραπέμποντας την υπόθεση σε νέο τμήμα με νέα σύνθεση. Τον Νοέμβριο του 2000 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, δικαιώνει τον τέως Βασιλιά και καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση του πρώτου άρθρου του Πρώτου Πρωτοκόλλου, ενώ στις 28 Νοεμβρίου 2002 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επιδίκασε αποζημίωση 13,7 εκατομμύρια ευρώ, από τα οποία αποδόθηκαν 13,7 εκατομμύρια ευρώ στον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο.

Το ” ίδρυμα Άννα Μαρία”, δημιουργήθηκε το 2003, με την απόδοση της αποζημίωσης για την κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας από το ελληνικό δημόσιο.

Ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος, είχε δηλώσει κατά την διάρκεια της δικαστικής διένεξης, ότι οποιοδήποτε χρηματικό ποσό   αποφάσιζε το δικαστήριο, θα το παραχωρούσε εξολοκλήρου για την σύσταση ιδρύματος φιλανθρωπικού χαρακτήρα.

Με την προσφυγή , η τέως βασιλική οικογένεια υποστήριζε ότι με την δήμευση της περιουσίας τους (κτήμα Τατόι, Mon Repos στην Κέρκυρα, κτήμα Πολυδενδρίου στη Λάρισα), χωρίς την καταβολή αποζημίωσης, παραβιάστηκαν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματά τους, ότι είχαν υποστεί απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση σχετικά με την υπόθεση της ιθαγένειας, ότι είχε προσβληθεί η προσωπικότητα και η ιδιωτική ζωή τους σχετικά με την επιβολή του επωνύμου “Γλυξμπουργκ”, και ότι είχε παραβιαστεί το δικαίωμα τους σε δίκαιη δίκη.

Η απόφαση του Ευρωπαϊκού δικαστηρίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων,  επέφερε την συμμόρφωση του ελληνικού δημοσίου και την καταβολή της προβλεπόμενης αποζημίωσης, από την ΔΟΥ Αχαρνών(Μενιδίου), διότι η τελευταία διεύθυνση κατοικίας του τέως βασιλιά προ της εξώσεως από την δικτατορία, ήταν στο Τατόι.  Γενικά, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,  αποσκοπεί να συστηματοποιήσει την εξέταση προσφυγών που αφορούν στα ανθρώπινα δικαιώματα   κατά των κρατών μελών βάσει της Ευρωπαϊκής σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, η οποία υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης το 1950.

Έργο του Δικαστηρίου, είναι ο έλεγχος της εφαρμογής της Σύμβασης, εκδικάζοντας προσφυγές πολιτών κατά παραβιάσεων που διαπράχθηκαν από κράτη μέλη, όπως διάφορες αστικές και πολιτικές ελευθερίες, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας του λόγου  , της θρησκείας και του δικαιώματος σε μια δίκαιη δίκη.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο,  παρέχει ένα πρόσθετο επίπεδο προστασίας σε περίπτωση εικαζόμενων παραβιάσεων των δικαιωμάτων που θεσπίζονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ευρωπαϊκής Ένωσης, θεσπίζει μια σειρά ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Κατοχυρώνει τα δικαιώματα που έχουν αναπτυχθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου της ευρωπαϊκής Ένωσης, τα δικαιώματα που προβλέπονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς και άλλα δικαιώματα και αρχές που απορρέουν από τις συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών της ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλες διεθνείς πράξεις.

Ο Χάρτης, που συντάχθηκε από εκπροσώπους των κυβερνήσεων και από βουλευτές από όλες τις χώρες της ευρωπαϊκής Ένωσης, θεσπίζει θεμελιώδη δικαιώματα – όπως την ελευθερία της έκφρασης και της θρησκείας, καθώς και οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα – που αντικατοπτρίζουν τις κοινές αξίες και τη συνταγματική κληρονομιά της Ευρώπης. Ο Χάρτης περιλαμβάνει επίσης νεότερα δικαιώματα, τα καλούμενα «δικαιώματα τρίτης γενιάς», όπως το δικαίωμα προστασίας δεδομένων και το δικαίωμα χρηστής διοίκησης.

Η Δημοκρατία δεν εκδικείται. Ο σεβασμός της ανθρώπινης αξίας και αξιοπρέπειας χωρίς καμία διάκριση με βάση οποιοδήποτε προσδιοριστικό του ατόμου στοιχείο, όπως οι πολιτικές πεποιθήσεις, η φυλή, το χρώμα, η εθνική ή εθνοτική καταγωγή, οι γενεαλογικές καταβολές, οι θρησκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις, η αναπηρία, η ηλικία, η οικογενειακή ή κοινωνική κατάσταση, ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ταυτότητα ή τα χαρακτηριστικά φύλου, καθώς, επίσης, και η θεσμική κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αποτελούν αξίες άρρηκτα συνυφασμένες με τις αρχές του Κράτους Δικαίου και του Δημοκρατικού μας Πολιτεύματος, και ως εκ τούτου αποτελούν προτεραιότητα της Ελληνικής Πολιτείας.

Έτσι κι αλλιώς, η τέως βασιλική οικογένεια, καλύπτει τα κριτήρια που θέτει ο νόμος για την απόκτηση ελληνικής ιθαγένειας. Απλά μεσολάβησε ο νόμος Βενιζέλου που έθεσε επιπλέον προϋποθέσεις αναγνώρισης του πολιτεύματος και αφαίρεσε την ιθαγένεια τους .

Το δικαίωμα για την απόκτηση της Ελληνικής Ιθαγένειας ρυθμίζεται στην Ελλάδα από τον Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, ο οποίος κυρώθηκε με τον νόμο 3284/2004, και τροποποιήθηκε ριζικά με την αλλαγή που επέφεραν ο νόμος 3838/2010, αλλά και ο νεότερος νόμος 4735/2020. Ο Κώδικας Ελληνικής Ιθαγένειας ορίζει τις προϋποθέσεις και την διαδικασία απόκτησης και τους τρόπους χορήγησης της ιθαγένειας.

Στην Ελλάδα, το δίκαιο Ιθαγένειας ορίζει ότι η ελληνική ιθαγένεια αποκτάται σύμφωνα με την αρχή του δικαίου του αίματος (jus sanguine). Κάθε άνθρωπος αποκτά ιθαγένεια τη στιγμή που γεννιέται, κατά κανόνα την ίδια με έναν από τους γονείς του. Υπό προϋποθέσεις, η ιθαγένεια μπορεί να αποκτηθεί και με βάση την αρχή του δικαίου του εδάφους (jus soli).

Αρμόδιοι για την λήψη των αποφάσεων περί κτήσης, απώλειας, επανάκτησης ή αμφισβήτησης της Ελληνικής ιθαγένειας είναι ο Υπουργός Εσωτερικών και ο Συντονιστής της Αποκεντρωμένης Διοίκησης.

Συγκεκριμένα, ο Υπουργός Εσωτερικών είναι αρμόδιος για θέματα ιθαγένειας ενώ η κτήση ή μη της Ελληνικής ιθαγένειας αποφασίζεται από τον Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης.

Η κτήση της Ελληνικής ιθαγένειας συντελείται με τους παρακάτω τρόπους:

-Αυτοδίκαια, με τη γέννηση.

-Με δήλωση και αίτηση, λόγω γέννησης ή φοίτησης σε σχολείο στην Ελλάδα.

-Με αναγνώριση.

-Με υιοθεσία

-Με κατάταξη στις ένοπλες δυνάμεις.

-Με Πολιτογράφηση.

-Με τιμητική πολιτογράφηση.