To 1982 εισήχθη και στην Ελλάδα ο πολιτικός γάμος, 200 χρόνια μετά την καθιέρωσή του από τη Γαλλική Επανάσταση.  Με το Προεδρικό Διάταγμα 391 (ΦΕΚ Α 73/18.06.1982) καθορίζονται οι λεπτομέρειες για την τέλεση του πολιτικού γάμου.

Μία πρώτη απόπειρα για την εισαγωγή του πολιτικού γάμου στην Ελλάδα είχε γίνει στις 10 Μαρτίου του 1926 από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Ιωσήφ Κούνδουρο, αλλά η πρότασή του απορρίφθηκε από τον  Θεόδωρο Πάγκαλο.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1932 επί Ελευθερίου Βενιζέλου, στα πλαίσια της Αναθεωρητικής Επιτροπής υπό τον Κωνσταντίνο Δεμερτζή, είχε γίνει νέα απόπειρα καθιέρωσης του στα πλαίσια της θέσπισης νέου οικογενειακού δικαίου στην χώρα. Η πρόταση είχε μειοψηφήσει, αφού μόνο δύο φωτισμένοι νομικοί της εποχής την είχαν ψηφίσει. Ο Αλέξανδρος Σβώλος και ο Κυριάκος Βαρβαρέσος.

Η αναγνώριση του πολιτικού γάμου στην Ελλάδα ήταν μία από τις πρώτες αποφάσεις που έλαβε η υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου κυβέρνηση .

Η ελληνική πολιτεία, αναγνωρίζοντας μόνο τον θρησκευτικό γάμο έως το 1982, παραβίαζε τη θεμελιώδη αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας και δημιουργούσε μία σειρά από προσωπικά αδιέξοδα σε αλλόθρησκους, άθεους και όσους ήθελαν να συνάψουν τέταρτο γάμο.

Ο πολιτικός γάμος καθιερώθηκε το 1789, κατά τη Γαλλική Επανάσταση και αποσκοπούσε στην απελευθέρωση από την υποχρεωτική τέλεση θρησκευτικού γάμου.

Στο Βυζάντιο υπήρχε ο θεσμός του πολιτικού γάμου. Οι Βυζαντινοί ως τα τέλη του 9ου αιώνα ακολουθούσαν τους παραδοσιακούς πολιτικούς τρόπους νομιμοποίησης του γάμου. Μόνο όταν τους αποκλείστηκε αυτή η επιλογή υπέταξαν και αυτή την πλευρά της ζωής τους στην Εκκλησία.

Μέχρι το 1982 στην Ελλάδα συνέβαιναν τα εξής : στους Έλληνες πολίτες που είχαν συνάψει πολιτικό γάμο στο εξωτερικό, δεν τους αναγνωριζόταν η έγγαμη ιδιότητά τους και πολίτες που ανήκαν σε θρησκευτική μειονότητα (πχ μάρτυρες του Ιεχωβά) μη αναγνωρισμένη από την ελληνική εκκλησία, είχαν ουσιαστικά ανυπόστατο γάμο και έπρεπε να βαπτιστούν ορθόδοξοι ώστε να τους αναγνωριστεί το δικαίωμα στο γάμο. Έτσι ουσιαστικά παραβιαζόταν η ανεξιθρησκεία των πολιτών.

Τελικά, μετά τις αντιδράσεις της Εκκλησίας μας, ο Ανδρέας Παπανδρέου υποχωρεί και ο πολιτικός γάμος δεν αποκτά υποχρεωτικό χαρακτήρα, αλλά προαιρετικό χαρακτήρα όπου το ζευγάρι θα επιλέξει το είδος του γάμου που θα τελέσει.

Ο πολιτικός γάμος είναι ο γάμος που διεξάγεται στα κατά τόπους δημαρχεία των δήμων της χώρας από τους αντιδημάρχους. Σε αυτόν συμμετέχουν οι μελλόνυμφοι και δύο μάρτυρες. Αρχικά οι μελλόνυμφοι ανταλλάσουν τους όρκους και δέχεται ο γαμπρός τη νύφη για σύζυγο και το αντίστροφο. Στη συνέχεια υπογράφουν ένα ειδικό έγγραφο, με το οποίο επισημοποιούν τον γάμο. Το έγγραφο θεωρείται έγκυρο (και κατά συνέπεια και ο γάμος), μόνο αν υπογράψουν και δύο άλλοι πολίτες, που ονομάζονται μάρτυρες.

Το να αναφέρεται κανείς, σήμερα, στο γάμο ως μυστήριο, μπορεί να φαίνεται εξωπραγματικό, δεδομένου των διαζυγίων που έχουν πολλαπλασιαστεί δραματικά και στη χώρα μας. Η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία δημοσίευσε ότι το 2017 τα διαζύγια στην Ελλάδα ανήλθαν σε 19.190 έναντι 11.013 το 2016, παρουσιάζοντας αύξηση 74,2%. Το 2017 η αναλογία γάμων και διαζυγίων, ανά 1.000 κατοίκους, σημειώνεται αναλογικά στους 5 περίπου γάμους προς 2 διαζύγια.

Αναμφίβολα, αυτή η αύξηση των διαζυγίων αυξάνεται όλο και περισσότερο όσο περνάει ο χρόνος και όσο αυξάνονται οι αιτίες, όπως είναι για παράδειγμα η οικονομική κρίση, το άγχος της καθημερινότητας κτλ.

Σύμφωνο συμβίωσης :

Το 2008 καθιερώθηκε το σύμφωνο συμβίωσης στην Ελλάδα, ως ισοδύναμο του γάμου ( ΝΟΜΟΣ 3719/2008 – ΦΕΚ 241/Α’/26.11.2008). Η συμφωνία δύο ενήλικων ετερόφυλων προσώπων με την οποία οργανώνουν τη συμβίωση τους (σύμφωνο συμβίωσης) καταρτίζεται αυτοπροσώπως με συμβολαιογραφικό έγγραφο ενώπιον συμβολαιογράφου. Η ισχύς της συμφωνίας αρχίζει από την κατάθεση αντιγράφου του συμβολαιογραφικού εγγράφου στον ληξίαρχο του τόπου κατοικίας τους, το οποίο καταχωρείται σε ειδικό βιβλίο του Ληξιαρχείου.

Προϋποθέσεις:

1. Για τη σύναψη συμφώνου συμβίωσης απαιτείται πλήρης δικαιοπρακτική ικανότητα.

2. Δεν επιτρέπεται η σύναψη συμφώνου συμβίωσης:

α) αν υπάρχει γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης των ενδιαφερόμενων προσώπων ή του ενός από αυτά,

β) μεταξύ συγγενών εξ αίματος σε ευθεία γραμμή απεριορίστως και εκ πλαγίου μέχρι και τον τέταρτο βαθμό, καθώς και μεταξύ συγγενών εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή απεριορίστως και

γ) μεταξύ εκείνου που υιοθέτησε και αυτού που υιοθετήθηκε.

Η παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου συνεπάγεται την ακυρότητα του συμφώνου συμβίωσης.

Ο  νόμος 3719/2008 που ψηφίστηκε από τη Βουλή με τίτλο «Μεταρρυθμίσεις για την οικογένεια, το παιδί, την κοινωνία και άλλες διατάξεις» και ισχύει από 26.11.2008, εισάγει και στο ελληνικό δίκαιο μια διαφορετική μορφή συμβίωσης, ρυθμίζοντας σειρά ζητημάτων που προκύπτουν από τις σχέσεις ανθρώπων που συμβιούν εκτός γάμου.

Η συμβίωση εκτός γάμου είναι μια πραγματικότητα και αφορά ένα σημαντικό αριθμό ζευγαριών που την επιλέγουν, άλλοτε συνειδητά ως έκφραση μιας συγκεκριμένης επιλογής, άλλοτε ως προσωρινή λύση και άλλοτε ως ανάγκη που επιβάλλεται από τις περιστάσεις.

Η ελεύθερη συμβίωση εδώ και χρόνια έπαυσε να αποτελεί πράξη κοινωνικά κατακριτέα, ή αντίθετη προς τα χρηστά ήθη. Άλλωστε, το ίδιο το Σύνταγμα, επιτάσσοντας στο άρθρο 21 παρ. 1 την προστασία του γάμου και της οικογένειας και στο άρθρο 5 παρ. 1 την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, προστατεύει, κατ’ ορθή ερμηνεία, και την οικογένεια που δημιουργείται από την ελεύθερη συμβίωση, η οποία, εξάλλου, προστατεύεται και από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, το οποίο αναφέρεται στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή.

Είναι χαρακτηριστικό πως το 2009( πρώτη χρονιά εφαρμογής) υπογράφηκαν μόνο 161 σύμφωνα συμβίωσης ,ενώ πέντε χρόνια αργότερα –το 2014– ο αριθμός τους είχε σχεδόν δεκαπλασιαστεί καθώς συνάφθηκαν 1.568.

Με το σύμφωνο συμβίωσης δίνονται λύσεις σε σημαντικά ζητήματα που απασχολούν ένα ζευγάρι, ανεξαρτήτως της σεξουαλικής του ταυτότητας καθώς αναγνωρίζεται κληρονομικό δικαίωμα σε όσους το έχουν υπογράψει, που ορίζεται στο ένα έκτο της κοινής περιουσίας ενώ τα παιδιά που γεννιούνται από γονείς που έχουν υπογράψει σύμφωνο συμβίωσης είναι εξομοιωμένα με τα παιδιά που γεννιούνται σε γάμο.

Για τη λύση του συμφώνου απαιτεί μία απλή συμβολαιογραφική πράξη.                                                                                                 

Σημαντικές αλλαγές επέφερε στο νόμο για το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης και την ελεύθερη ένωση ο νόμος 4356/2015. Ο νέος νόμος ουσιαστικά καθιέρωσε το δικαίωμα δύο ενηλίκων ανθρώπων, ανεξάρτητα από το φύλο τους (σε αντίθεση με την παλιότερη ρύθμιση), να ρυθμίσουν τη συμβίωσή τους με το εν λόγω έγγραφο, το οποίο καταρτίζεται συμβολαιογραφικώς, γεγονός που προϋποθέτει δικαιοπρακτική ικανότητα των συμβαλλόμενων μερών.

Κατά την κατάρτισή του δεν παρεμβαίνει οιοδήποτε πολιτειακό όργανο ή θρησκευτικός λειτουργός, παρά μόνο συνάπτεται ενώπιον συμβολαιογράφου. Αντίγραφο του εγγράφου αυτού κατατίθεται ενώπιον του ληξιαρχείου του τόπου κατοικίας των μερών, οπότε και ξεκινά η ισχύς της συμφωνίας.

Στην Γαλλία , το Γαλλικό Ιδιωτικό Σύμφωνο Συμβίωσης (Pacte civil de solidarité-PACS) είναι ένα συμβόλαιο το οποίο δίνει τη δυνατότητα σε δύο ενήλικα άτομα ανεξαρτήτως φύλου, που δε μπορούν ή δεν επιθυμούν να συνάψουν γάμο, να οργανώσουν την κοινή τους ζωή.

Το PACS εισήχθη στο γαλλικό δίκαιο μέσω ενός νόμου της 15ης Νοεμβρίου 1999, ο οποίος ψηφίστηκε επί κυβερνήσεως του Λιονέλ Ζοσπέν. Το κείμενο του νόμου γεννήθηκε από την προσπάθεια κάλυψης του νομικού κενού σχετικά με τα ανύπαντρα ζευγάρια, συμπεριλαμβανομένων και των ομοφυλοφίλων. Απαιτήθηκε πολύς χρόνος και προσπάθεια για την παγίωση του γαλλικού Ιδιωτικού Συμφώνου Συμβίωσης .

Επίσης, το ιταλικό δίκαιο αναγνωρίζει τα σύμφωνα συμβίωσης μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου (unioni civili, «σύμφωνα συμβίωσης»), τα οποία υπόκεινται στους ίδιους  νομικούς κανόνες με τον γάμο, με εξαίρεση το δικαίωμα υιοθεσίας.

Στη Γερμανία , η καταχωρισμένη συμβίωση επιτρέπει σε 2 άτομα που ζουν μαζί ως ζευγάρι ,να δηλώσουν τη σχέση τους στην αρμόδια δημόσια αρχή της χώρας διαμονής τους, χωρίς να απαιτείται γάμος .

Με τη διάταξη, του άρθρου 5 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος, κατοχυρώνεται κυρίως, ως ατομικό δικαίωμα, η οικονομική ελευθερία (ΣΕ 1706/2002 7μ., ΣτΕ 1882/2003 7μ. κ.ά.) και η εν γένει προστασία της οικονομικής δραστηριότητας (ελευθερίας των συμβάσεων, επιχειρηματικής ελευθερίας και ελευθερίας της εργασίας και επιλογής επαγγέλματος), καθώς και άλλων πτυχών και εκδηλώσεων της προσωπικότητας, που δεν κατοχυρώνονται ρητά από επί μέρους διατάξεις περί συνταγματικών δικαιωμάτων (όπως η τιμή, η αξιοπρέπεια, το δικαίωμα στην εικόνα κ.ά.) ορίζεται δε ότι η άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και συμμετοχής στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας περιορίζεται από την υποχρέωση τήρησης του Συντάγματος και των νόμων, του σεβασμού των δικαιωμάτων των τρίτων και της μη προσβολής των χρηστών ηθών, τα οποία εκφράζουν τις εκάστοτε κρατούσες αντιλήψεις περί κοινωνικής ηθικής εντός του νομικού μας πολιτισμού (ΣτΕ 1319/2004).

Η έννοια των χρηστών ηθών αποτελεί αόριστη νομική έννοια, την οποία καλείται να συγκεκριμενοποιήσει ο δικαστής κατά ατομική περίπτωση, με κριτήριο το περί δικαίου αίσθημα του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΑΠ 864/2014, ΑΠ 167/2015, 25, 38, 191, 462, ΑΠ 650/2016), αλλά και να συνεκτιμήσει ο νομοθέτης κατά τη θέσπιση ρυθμίσεων, που άπτονται ζητημάτων κοινωνικής ηθικής (πρβλ. ΣτΕ 2422/1985).

Σύμφωνα με την εκκλησία μας, ο θρησκευτικός Γάμος στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι μια απλή προσευχή, αλλά ευλογία. Ο Γάμος, είναι μία δημόσια επίσημη και εορταστική τελετή που γίνεται με τη Σύναξη της Εκκλησίας.

Στην τελετή αυτή παρευρίσκεται και ο ίδιος ο Χριστός σύμφωνα με την υπόσχεσή του (Ματθ. 18, 20). Επειδή, δε η παρουσία του Χριστού είναι μυστική και αόρατη, γι’ αυτό και ο Γάμος λέγεται Ιερό Μυστήριο. Κατά τη χριστιανική όμως Δογματική, ο γάμος δεν είναι ούτε απλή σύμβαση, ούτε απλός κοινωνικός δεσμός, αλλά θρησκευτικό μυστήριο, ένα από τα επτά.

Ο Θεός το ευλόγησε από την πρώτη στιγμή της Δημιουργίας λέγοντας στους πρωτοπλάστους «Αύξάνεσθε και πληθύνεσθε» (Γεν. α’, 28), αλλά και ως Θεάνθρωπος το ευλόγησε στο γάμο της Κανά (Ίω. β’, 1-11).
Ο Απόστολος Παύλος χαρακτήρισε το γάμο «Μυστήριον μέγα εις Χριστόν και εις την Έκκλησίαν» (Εφ. ε’, 32), που σημαίνει ότι ο γάμος εκτός του ότι είναι μυστήριο και μάλιστα πολύ μεγάλο, είναι και δεσμός τελείας ενώσεως και αφοσιώσεως, ισόβιος και αδιάλυτος: Αυτοί τους οποίους «ο Θεός συνέζευξε άνθρωπος μη χωριζέτω» (Ματθ. ιθ’ 6).

Τα σημεία του Μυστηρίου είναι τέσσερα:

-Η ελεύθερη συγκατάθεση των νεόνυμφων.
-Το στεφάνωμα των νεόνυμφων.
-Η άρμοση των χεριών τους.
-Η ευλογία της Εκκλησίας.