Η γλώσσα, η γλώσσα η Ελληνική, κατάντησε μόνο λέξεις και ο Λόγος μόνο λόγια.
Λέξεις, εργαλεία, για τις καθημερινές ανάγκες. Λόγια, κουτσομπολιού και ελαφρότητας.
Ρύπανση (Μπαμπινιώτης) της γλώσσας με ξενόφερτες λέξεις που επιβάλλονται στο καθημερινό λεξιλόγιο, αντιστάσεως μη ούσης.
Ξένοι στον τόπο μας, προσφεύγουμε στα ξενόγλωσσα «ελληνικά» μας. Βιβλία , περιοδικά, ένθετα εφημερίδων, προθήκες καταστημάτων, ρούχα έχουν την «στάμπα» του ξενισμού.
Τα ξενόφερτα έχουν και «κύρος» για τον νεοέλληνα ελληνάρα: βίντεο, κάμερα, σπα, σνακ μπαρ, ντιζάιν, χάι-τεκ. Υποδηλώνουν τεχνολογία (ελληνιστί Technology). Σεπαρέ, σπορτίφ, ρουστίκ, κολεξιόν, νάιτ κλαμπ, στέικ, σουβλακερί, και πάει λέγοντας και γράφοντας. Και διηγώντας τα να κλαις.
Και τούτη η διαστροφή και η καταστροφή, μας έμαθαν να μας αρέσει. Γιατί έτσι θέλουν και έτσι τους συμφέρει.
Και καμαρώνουνε,οι ελληνάρες «σαν γύφτικα σκεπάρνια», που γίνανε επί τέλους Ευρωπαίοι (ευρωπέη).
Φτωχαίνοντας τη γλώσσα, φτωχαίνουμε τον κόσμο μας. Και τη γλώσσα μας την έχουμε φτωχύνει. Ακόμη χειρότερο την έχουμε διαβρώσει από τα βάρβαρα ξενόγλωσσα greeklish (ακούγεται και σαν γρυλισμός).
Υπονομευμένη η γλώσσα, από την μόδα της παγκοσμιοποίησης, συντονίζεται, πλέον, στον παγκόσμιο βηματοδότη που της επιβάλλει ρυθμούς ξένους προς την ιδιομορφία της: έκφραση των ιδιαίτερων παραδόσεων και πολιτισμικών αξιών των Ελλήνων.
Έτσι, από όργανο έκφρασης του ιδίου ρυθμού των ανθρώπων που την ομιλούν, καθίσταται «χαλκός και κύμβαλον αλαλάζον», στους ρυθμούς των βιαστών της.
Η γλώσσα, με την εισδοχή μεταφυτευμένων πλέον λέξεων, που εκφράζουν διαφορετικές αξίες, μπασταρδεύει, αδειάζει, και γεμίζει το κενό, που άφησε η απώλεια της παράδοσης, με εισαγόμενα σκουπίδια.