Του Χρήστου Ηλ. Τσίχλη, δικηγόρου Αθηνών – συνταγματολόγου – συνηγόρου του Αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος στην Ελλάδα.

Εάν οι προεκλογικές δεσμεύσεις λάβουν σάρκα και οστά, τότε μπορούμε να κατανοήσουμε τι μέλλει γενέσθαι. Ο Τραμπ παρουσιάστηκε ως αντισυστημικός στην πολιτική σκακιέρα, ενώ κατέστη πάμπλουτος μέσα από τις επιχειρήσεις του, δηλαδή ως μέρος του συστήματος. Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει ήδη καταφερθεί κατά των κακοπληρωτών στο ΝΑΤΟ, έχει επικρίνει τα ποσά που έχει αποδεσμεύσει η Ουάσιγκτον για το Κίεβο (για τον πόλεμο στην Ουκρανία), έχει αναφερθεί στο ενδεχόμενο επιβολής νέων δασμών για τα προϊόντα που εισάγονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και στην αποσύνδεση των ΗΠΑ από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ευρώπη αποτελεί τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο.

Σε πρόσφατη συνέντευξη του, ο Τραμπ κατηγόρησε την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι «εκμεταλλεύεται τις ΗΠΑ», συμβάλλοντας στο εμπορικό έλλειμα και ότι «δεν είναι τόσο σκληροί όσο η Κίνα, αλλά είναι κακοί Ευρωπαίοι». Ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε πως θα επιβάλει δασμούς στην Κίνα και το Μεξικό. Είπε ότι θα προχωρήσει στην επιβολή επιπρόσθετων δασμών 25% σε Μεξικανικά προϊόντα και θα κάνει «το ίδιο πράγμα στην Κίνα» για να σταματήσει τη διακίνηση φαιντανύλης. Υποστηρίζει αναφανδόν τον Νετανιάχου του Ισραήλ.

Ο Τραμπ δήλωσε προεκλογικά ότι θα σταματήσει αμέσως τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά στον άλλο πόλεμο της Μέσης Ανατολής θα ενισχύσει το Ισραήλ και θα ισοπεδώσει την Γάζα και ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να βρίσκονται έμπρακτα στο πλευρό του Ισραήλ. Έχει μιλήσει επανειλημμένα για την εκδίωξη χιλιάδων μη νόμιμα εγγεγραμμένων μεταναστών από την χώρα. Στην προηγούμενη προεδρική του θητεία, ο Τραμπ, αποχώρησε από την συμφωνία με το Ιράν για τα πυρηνικά. Παράλληλα, αναγνωρίζοντας την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ – αγνοώντας τον ΟΗΕ και την Ευρώπη, σήμανε το τέλος σε μια πολιτική δεκαετιών των ΗΠΑ, θάβοντας τις ελπίδες για μια λύση συνύπαρξης των δύο κρατών (Παλαιστίνης – Ισραήλ).

Ο Τραμπ απορρίπτει την απειλή της κλιματικής αλλαγής που οδηγεί σε άνοδο της στάθμης της θάλασσας και της θερμοκρασίας στον πλανήτη. Δήλωσε ότι είναι αντίθετος με τη διαπόμπευση της βιομηχανίας πετρελαίου και φυσικού αερίου και σημείωσε ότι τα προϊόντα της παραμένουν κεντρικά στο ενεργειακό σύστημα.

Για την Ελλάδα ίσως προκαλεί ανησυχία η έντονη επιχειρηματική δραστηριότητα του Τραμπ στην γειτονική Τουρκία (οι δίδυμοι Πύργοι Τραμπ στην Κωνσταντινούπολη δίνουν στον Ντόναλντ Τραμπ έσοδα εκατομμυρίων από τα πνευματικά δικαιώματα για τη χρήση του ονόματός του). Όμως στις ΗΠΑ διαχρονικά, κυριαρχεί το “βαθύ κράτος”, τα κατοχυρωμένα θεσμικά όργανα και βεβαίως το Κογκρέσο.

Το Κογκρέσο ως νομοθετικό σώμα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ, έθεσε εμπάργκο όπλων στην Τουρκία από το 1975 έως το 1978, μετά την Κυπριακή σύγκρουση του 1974, ενώ την τελευταία δεκαπενταετία έχει παγώσει την μεταφορά όπλων εκεί. Το Κογκρέσο διαχρονικά έχει μπλοκάρει πολλές αποφάσεις προέδρων. Στα θετικά, συγκαταλέγεται η ενδεχόμενη υπουργοποίηση του φιλέλληνα Πομπέο. Ο Μάικ Πομπέο αποτελεί ένα από τα φαβορί για τη θέση του υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ, σε περίπτωση εκλογής του Τραμπ, σύμφωνα με τα όσα δήλωσε σε ομιλία του ο ίδιος ο Αμερικανός τέως πρόεδρος.

Κατά πολλούς, ο διχασμός που έχει επέλθει σ’ αυτή την προεκλογική περίοδο, είναι εξαιρετικά δύσκολο να επουλωθεί και η πόλωση, ο φανατισμός και οι ρητορικές μίσους, δεν συγκρίνονται με άλλη περίοδο του παρελθόντος. Μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για μία χώρα όπου η πλειοψηφία των πολιτών κατέχει όπλα. Οι ανέκαθεν αδιάφοροι για τα κόμματα Αμερικανοί, τα τελευταία χρόνια έχουν κομματικοποιηθεί με τάση φανατισμού. Για πρώτη ίσως φορά, παρατηρούμε στις ΗΠΑ κόκκινα και μπλε “καφενεία”- καταστήματα.

Διχασμένη ήταν πάντοτε η Αμερική, αλλά σε προηγούμενες περιόδους, ο διχασμός ήταν προσωρινός, ήταν παροδικός και στο τέλος η συντριπτική πλειοψηφία αναγνώριζε τον νικητή. Οι ΗΠΑ πληγώθηκαν στο παρελθόν, από περιπτώσεις διχασμού. Από την δολοφονία του Τζον Κένεντι μέχρι την απόπειρα δολοφονίας του Ρόναλντ Ρίγκαν την Δευτέρα 30 Μαρτίου του 1981, μόλις 69 μέρες αφού ανέλαβε τα καθήκοντα του ως ο 40ός πρόεδρος των ΗΠΑ. Ο Τζορτζ Μπους Τζούνιορ, εξελέγη 43ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, τον Νοέμβριο του 2000 όταν νίκησε οριακά (με 271 έναντι 266 εκλέκτορες του Αλ Γκορ), τον Αντιπρόεδρο του Μπιλ Κλίντον και υποψήφιο του Δημοκρατικού Κόμματος Αλ Γκορ, με μικρή διαφορά και αφού το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, αποφάσισε να σταματήσει την επαναμέτρηση των ψήφων (5-4 ψήφοι των δικαστών), στην πολιτεία της Φλόριντα, κυβερνήτης της οποίας ήταν ο αδερφός του Τζορτζ Μπους…

Από τους 45 πολιτικούς που έχουν υπηρετήσει ως πρόεδροι των ΗΠΑ, οι 13 (ή περίπου το 29%) έχουν υπάρξει στόχοι επίθεσης. Τέσσερις πρόεδροι των ΗΠΑ – ο Αβραάμ Λίνκολν, ο Τζέιμς Α. Γκάρφιλντ, ο Ουίλιαμ ΜακΚίνλεϊ και ο Τζον Φ. Κένεντι – δολοφονήθηκαν. Σύμφωνα με την εικοστή δεύτερη τροποποίηση του συντάγματος, που εγκρίθηκε το 1951, απαγορεύει σε οποιονδήποτε πρόεδρο να εκλεγεί και τρίτη φορά( πλαφόν δύο θητείες). Εξάλλου ο μόνος πρόεδρος του εκλέχτηκε τέσσερις φορές είναι ο 32ος πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούσβελτ.

Τη νομοθετική εξουσία κατέχει το Κογκρέσο (Βουλή και Γερουσία) και όχι ο πρόεδρος. Η συνεδρίαση των νέων εκλεκτόρων, θα πραγματοποιηθεί στις 17 Δεκεμβρίου 2024 και την 6η Ιανουαρίου 2025 θα ακολουθήσει η επικύρωση των αποτελεσμάτων από το Κογκρέσο. Η ορκωμοσία του νέου προέδρου πραγματοποιείται παραδοσιακά στις 20 Ιανουαρίου, εκτός αν πέσει Κυριακή, οπότε γίνεται την επόμενη μέρα. Κατά την ορκωμοσία, ο νέος πρόεδρος δίνει τον όρκο και επίσημα αναλαμβάνει τα καθήκοντά του ως πρόεδρος των ΗΠΑ.

Μέχρι τότε πρόεδρος της χώρας θα είναι ο Τζο Μπάιντεν. Από την ημέρα των εκλογών έως την ορκωμοσία, ο νέος πρόεδρος και η ομάδα του προετοιμάζονται για την ανάληψη καθηκόντων. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, πραγματοποιούνται προετοιμασίες για τη μετάβαση εξουσίας και ο νέος πρόεδρος έχει δικαίωμα ενημέρωσης. Οι Αμερικανικές εκλογές διεξάγονται κάθε τέσσερα χρόνια και πάντα ημέρα Τρίτη του μήνα Νοεμβρίου. Ωστόσο, όχι μία τυχαία Τρίτη αλλά την Τρίτη που ακολουθεί την πρώτη Δευτέρα του Νοεμβρίου. Η Κυριακή θεωρείται αργία και ημέρα ξεκούρασης για τον εργαζόμενο. Σύμφωνα με ιστορικούς, πρόκειται για μία παράδοση σχεδόν δυο αιώνων που συνδέεται με τους Αμερικανούς αγρότες, ενώ η μοναδική περίπτωση να μην είναι η πρώτη Τρίτη του Νοεμβρίου είναι να ξεκινήσει ο μήνας Τρίτη.

Στο αμερικανικό εκλογικό σύστημα υπάρχει η λαϊκή ψήφος και οι εκλέκτορες – το κάθε κόμμα ορίζει τους δικούς του. Ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος δεν εκλέγονται απευθείας από τους πολίτες, αλλά μέσω της διαδικασίας του εκλεκτορικού σώματος και η διαδικασία αυτή είναι ένας συμβιβασμός μεταξύ της λαϊκής ψήφου των πολιτών και της ψηφοφορίας στο Κογκρέσο.

Ο υποψήφιος που θα κερδίσει την πλειοψηφία των ψήφων σε κάθε Πολιτεία κερδίζει το σύνολο των εκλεκτορικών θέσεων αυτής. Οι εκλέκτορες κατανέμονται μεταξύ των πολιτειών με βάση την απογραφή πληθυσμού. Με λίγα λόγια: Ένας υποψήφιος μπορεί να κερδίσει τη λαϊκή ψήφο σε εθνικό επίπεδο, αλλά εάν δεν έχει την πλειοψηφία των εκλεκτόρων τότε μπορεί να μην κάτσει στο Οβάλ Γραφείο. Ο νικητής δεν είναι αυτός που λαμβάνει τις περισσότερες ψήφους σε όλη τη χώρα. Το κρατάμε αυτό. Κάθε πολιτεία έχει έναν ορισμένο αριθμό των λεγόμενων ψήφων του εκλεκτορικού σώματος. Υπάρχουν συνολικά 538 προς διεκδίκηση και νικητής είναι ο υποψήφιος που θα κερδίσει 270 ή περισσότερους εκλέκτορες. Το “Σώμα των Εκλεκτόρων” αποτελείται συνολικά από 538 εκλέκτορες.

Ο αριθμός αυτός προκύπτει από το άθροισμα των 435 μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων, των 100 Γερουσιαστών και των 3 εκλεκτόρων που αντιπροσωπεύουν την πρωτεύουσα των ΗΠΑ, Ουάσινγκτον, D.C.. Κάθε μία από τις 50 πολιτείες εκλέγουν διαφορετικό αριθμό εκλεκτόρων, ανάλογα με τον πληθυσμό τους.

Οι περισσότερες πολιτείες κλίνουν σε μεγάλο βαθμό προς το ένα ή το άλλο κόμμα, οπότε η προσοχή θα επικεντρωθεί στις επτά όπου μπορεί να κερδίσει οποιοσδήποτε από τους δύο. Αυτές είναι γνωστές ως οι πολιτείες-κλειδιά ή swing states. Ποιες είναι αυτές; Βόρεια Καρολίνα Αριζόνα, Μίσιγκαν Τζόρτζια, Νεβάδα, Ουισκόνσιν και Πενσυλβάνια. Τα δύο μεγάλα κόμματα αναδεικνύουν έναν προεδρικό υποψήφιο με τη διεξαγωγή μιας σειράς ψηφοφοριών που ονομάζονται προκριματικές εκλογές, όπου οι πολίτες επιλέγουν ποιον θέλουν να ηγηθεί του κόμματος στις γενικές εκλογές. Το αυστηρά πλειοψηφικό σύστημα των αμερικανικών εκλογών έχει ως αποτέλεσμα οι υποψήφιοι Πρόεδροι να εστιάζουν την προσοχή τους σε εκείνες τις πολιτείες, όπου το αποτέλεσμα είναι δύσκολο να προβλεφθεί και συχνά εναλλάσσεται μεταξύ του Δημοκρατικού και Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.

Αυτές ονομάζονται “swing states”, γνωστές και ως “πολιτείες κλειδιά” και είναι οι εξής 7:

  • Αριζόνα (8 εκλέκτορες)
  • Τζόρτζια (16 εκλέκτορες)
  • Μίσιγκαν (16 εκλέκτορες)
  • Νεβάδα (6 εκλέκτορες)
  • Βόρεια Καρολίνα (15 εκλέκτορες)
  • Πενσυλβάνια (20 εκλέκτορες) και
  • Ουισκόνσιν (10 εκλέκτορες).

Στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ο πρώην πρόεδρος Donald Trump κέρδισε την υποστήριξη του κόμματός του με τεράστιο προβάδισμα έναντι των αντιπάλων του. Έγινε ο επίσημος υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών σε συνέδριο του κόμματος στο Μιλγουόκι του Ουισκόνσιν. Ο Trump επέλεξε τον γερουσιαστή του Οχάιο JD Vance ως υποψήφιο αντιπρόεδρο.

Για τους Δημοκρατικούς, η αντιπρόεδρος Kamala Harris μπήκε στην κούρσα αφού ο πρόεδρος Joe Biden έκανε πίσω – κανένας άλλος Δημοκρατικός δεν στάθηκε απέναντί της. Ο δικός της υποψήφιος αντιπρόεδρος είναι ο κυβερνήτης της Μινεσότα Tim Walz.

Υπάρχουν επίσης ορισμένοι ανεξάρτητοι υποψήφιοι που θέτουν υποψηφιότητα για την προεδρία. Ένας από τους πιο γνωστούς ήταν ο Robert F. Kennedy Junior, ανιψιός του πρώην προέδρου JKF. Τελικά, ανέστειλε την εκστρατεία του στα τέλη Αυγούστου και υποστήριξε τον Trump. Οι Δημοκρατικοί είναι το φιλελεύθερο πολιτικό κόμμα, με μια ατζέντα που καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την προώθησή του για τα πολιτικά δικαιώματα, ένα ευρύ δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας και μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Οι Ρεπουμπλικάνοι είναι το συντηρητικό πολιτικό κόμμα στις ΗΠΑ και είναι γνωστό και ως Μεγάλο Παλαιό Κόμμα, το οποίο έχει ταχθεί υπέρ της μείωσης των φόρων, της συρρίκνωσης του μεγέθους της κυβέρνησης, των δικαιωμάτων στην οπλοκατοχή, των αυστηρότερων περιορισμών στη μετανάστευση και τις αμβλώσεις. Οι ψηφοφόροι θα επιλέξουν επίσης νέα μέλη του Κογκρέσου – όπου ψηφίζονται οι νόμοι. Το Κογκρέσο αποτελείται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, όπου και οι 435 έδρες είναι προς εκλογή, και τη Γερουσία, όπου διεκδικούνται 34 έδρες.

Οι Ρεπουμπλικάνοι ελέγχουν επί του παρόντος τη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία δρομολογεί τα σχέδια δαπανών. Οι Δημοκρατικοί είναι επικεφαλής της Γερουσίας, η οποία ψηφίζει για βασικούς διορισμούς στην κυβέρνηση.

Αυτά τα δύο σώματα ψηφίζουν νόμους και μπορούν να λειτουργήσουν ως έλεγχος στα σχέδια του Λευκού Οίκου, εάν το κόμμα που ελέγχει ένα από τα δύο σώματα διαφωνεί με τον πρόεδρο. Η συμμετοχή των ψηφοφόρων στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ κυμαίνεται γύρω στο 60%. Το 2016, το 60,1% όσων είχαν δικαίωμα ψήφου προσήλθε στις κάλπες, ποσοστό που ήταν υψηλότερο από το 58,6% το 2012, αλλά χαμηλότερο από το 61,6% το 2008.

Οι προεδρικές εκλογές του 2020 είχαν την υψηλότερη συμμετοχή ψηφοφόρων εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα με 66,6%. Σε μια αμφίρροπη εκλογική αναμέτρηση, ο Joe Biden κέρδισε τις εκλογές με τις περισσότερες ψήφους για οποιονδήποτε προεδρικό υποψήφιο στην ιστορία των ΗΠΑ με 81.283.501 ψήφους, ενώ ο Trump έλαβε 74.223.975 ψήφους, τις περισσότερες από οποιονδήποτε ρεπουμπλικανό υποψήφιο..