Σκηνή πρώτη: Φθινόπωρο, ασυδοσία στους δρόμους, καμικάζι χιλίων κυβικών ανεβαίνει κανονικά πεζοδρόμιο πρώτα σε κόβει και έπειτα καπάκι σε βρίζει «στραβωμάρα» και δεν του απαντάς. Αν τολμήσεις σε κάνει τόπι στο ξύλο. Και αναρωτιέσαι: Δεν υπάρχει ένας χωροφύλακας να τους συμμαζέψει; Στοιχειώδης αστυνόμευση. Ερημιά στην Αθήνα, μίζερη βροχή, και όπως πάντα, στα φανάρια, η Ελλάδα αναστενάζει. Εκεί γίνεται το σώσε. Το να ξεκινήσει μια μηχανή με κόκκινο δεν είναι είδηση. Με πράσινο είναι.

Σκηνή δεύτερη: Όπως ανεβαίνεις τη Δεκελείας, λίγο πιο πάνω από την Αχαρνών, υπάρχει μπροστά, φάτσα, ένα διπλό φανάρι. Στρογγυλό. Όσοι έρχονται με κατεύθυνση τη Νέα Φιλαδέλφεια το βλέπουν κόκκινο και σταματάνε. Όσοι όμως στρίβουν δεξιά προς το ρέμα της Χελιδονούς, στο δρόμο που βγαίνει στα Άνω Πατήσια, στην οδό Χαλκίδος δηλαδή, καταρχήν δε βλέπουν κανένα απαγορευτικό φανάρι. Η λογική λέει ότι, αν υπήρχε, θα ήταν μπροστά, δίπλα στο άλλο. Όσοι στρίβουν λοιπόν δεξιά ανυποψίαστοι, έχουν την αίσθηση ότι δεν υπάρχει φανάρι. Βλέπουν αριστερά, προσέχουν μήπως έρχεται κανένας αδέσποτος και γκαζώνουν. Αν προλάβουν και δουν το φανάρι που είναι… «κρυμμένο» πίσω από τη διαφημιστική πινακίδα, έχει καλώς. Διαφορετικά μαύρο φίδι που τους έφαγε. Επεμβαίνει κεραυνοβόλα η εξουσία και τους… συλλαμβάνει επ’ αυτοφώρω. «Αλτ, τις ει… Άδεια, δίπλωμα, κάρτα καυσαερίων…» Οχυρωμένος στο ρέμα της Χελιδονούς, ο χωροφύλαξ γράφει, ξηλώνει πινακίδες, αφαιρεί διπλώματα και άδειες. Τον έστειλε κάποιος ανώτερός του να «γράψει» τους παράνομους και υποτίθεται ότι αυτός τώρα επιτελεί έργο κοινωνικό, τρομάρα του. Τον πληρώνουμε οι φορολογούμενοι να μας προστατέψει από τους φονιάδες, τους πρεζάκηδες και τους ληστές, από τους επικίνδυνους οδηγούς που τρέχουν με εκατό στη Σταδίου, αυτούς που δεν κρατούν ποτέ τη λωρίδα τους στο εθνικό δίκτυο και οδηγούν με σφήνες και γκαζιές, αυτούς που στρίβουν χωρίς ποτέ να βγάλουν φλας, τους… ραλιάρηδες. Τις μοτοσυκλέτες που τρέχουν με διακόσια μέσα στην Αθήνα. Να μας προστατέψει από τους αλήτες που επιδίδονται σε κόντρες στην Κηφισίας, από τα παλιόπαιδα που σε τρελαίνουν με τα μεγάφωνα και τις εξατμίσεις, από τους βρωμιάρηδες που βάζουν φωτιά στο αυτοκίνητο του μεροκαματιάρη. Μάλιστα. Και αυτός τη στήνει στο ρέμα της Χελιδονούς και περιμένει τον ταλαίπωρο ή την ταλαίπωρη, που δε θα δει το κρυμένο φανάρι, στις δώδεκα το βράδυ, για να τους γράψει. (Μπράβο μεγάλε, με σένα και τους ανωτέρους σου, θα πατάξωμεν την παρανομία. Μη σε χάσουμε.)

Σκηνή τρίτη: Παρακολούθησα διακριτικά αυτή την… τελετή «εκτέλεσης υπηρεσίας» στο εν λόγω σημείο. Τέλη Οκτωβρίου, μεσάνυχτα. Λίγο πιο πάνω, στη Δεκελείας, κόντρα μηχανών μεγάλου κυβισμού, θόρυβος αφόρητος. Κοντά στη γέφυρα της Χελιδονούς ένα περιπολικό είναι αραγμένο μυστικά. Κάτω από τη γέφυρα, στο άλλοτε κελαρυστό ρέμα της Χελιδονούς, τώρα κυλάει νερό ομού… μαζί με απόβλητα. Χρώμα, καφέ σκούρο. Σκατοβολιό. Η μια πόρτα του περιπολικού είναι ανοιχτή, μέσα μια νεαρή αστυνομικίνα εν ώρα υπηρεσίας ρεμβάζει και απολαμβάνει το άρωμα του ρέματος. Έξω από το περιπολικό, το παλικάρι που πληρώνω εγώ και εσείς σε φάση… να πιάσει τον Νταβέλη ή τον Γιαγκούλα και να τους κάνει κομμάτια. Δυνατός και με όλες του τις αισθήσεις σε συναγερμό. Και άγριος. Βαστάτε Τούρκοι τ’ άρματα.
 
Τελικά ο… κακοποιός ήταν μια νεαρή κυρία, τυπική οδηγός, σφιχτοδεμένη με τη ζώνη ασφαλείας, που οδηγούσε ένα συμβατικό φτηνό αυτοκίνητο μικρού κυβισμού. Όταν λέω νεαρή κυρία, εννοώ από αυτές που σταματάνε το αμάξι στο δρόμο, παίρνουν τη χελώνα που προσπαθεί να περάσει την άσφαλτο και την πάνε απέναντι στο δάσος. Η οδηγός κοιτάζει το φανάρι μπροστά, κόκκινο, αλλά αυτή δεν πάει μπροστά, πάει δεξιά, βγάζει φλας, προσέχει τους αριστερούς, ψυχή δεν έρχεται και μπαίνει. Το επαναλαμβάνω. Είναι ένα σημείο που για να δεις το κόκκινο φανάρι πρέπει να το ξέρεις ή να έχεις τύχη. Η κυρία δεν το ήξερε και δεν είχε τύχη. Κάπως έτσι συνελήφθη ο… Νταβέλης!

Με το που μπαίνει από τη Δεκελείας στη Χαλκίδος, τη σταματάει ο φονεύς των γιγάντων, ο αντίστοιχος του Λέμυ Κώσιον, αμείλικτος κυνηγός του εγκλήματος και της παρανομίας εν Ελλάδι. Η ποινή με συνοπτικές διαδικασίες. Στέρηση άδειας αυτοκινήτου για είκοσι μέρες (πινακίδες), στέρηση άδειας οδήγησης για εξήντα μέρες, εφτακόσια ευρώ πρόστιμο και αφαίρεση εννιά πόντων από τους είκοσι πέντε του διπλώματος οδήγησης. Πάνω στην κυριούλα εξάντλησε όλη τη σκληρότητα του νόμου ο χωροφύλαξ. Φυσικά, η κυρία έπεσε στο κλάμμα. «Πώς θα πάει τώρα ο σύζυγος στη δουλειά, πώς θα οδηγήσω εγώ, μα δεν είδα τίποτα, σας ορκίζομαι…» Δεν πα να λέει. Ο νεαρός Σέρλοκ Χολμς οχυρώθηκε πίσω από το νόμο και «βαρεί το… καλυβάκι» που λέει και ο Διονύσιος Σολωμός. Αυτά λέει το… κοράνι και αυτά εφαρμόζει το όργανον. Απλά, φαίνεται ότι ουδείς είπε σε αυτό το φιντάνι, προφανώς ούτε και οι δάσκαλοι στη σχολή που φοίτησε, ότι ο νόμος έγινε από το νομοθέτη, όχι για να τιμωρούνται οι καλοί οδηγοί, όταν κάνουν λάθος, αλλά οι κακοί και μάλιστα όταν γίνονται επικίνδυνοι.
 
Κανείς δεν του είπε πού να στήνει παγανιά. Σε ένα ουσιαστικά ακίνδυνο σημείο τη νύχτα ή εκεί που το αίμα κυλάει στην άσφαλτο. Αλλά ούτε και ο νομοθέτης σκέφτηκε, όταν έκανε το νόμο, ότι θα τον πάρει κάποιος και θα τον εφαρμόζει σε αυτούς που τον παραβαίνουν κατά… λάθος. Ο αστυνομικός και ο δικαστής, είπε κάποιος μεγάλος, δε χρειάζεται να ξέρουν παπαγαλία τους νόμους αλλά να είναι άνθρωποι. Υπάρχει Δίκαιο και δίκιο. Ναι, είναι μέσα στα πλαίσια του νόμου να συλλαμβάνεις όλους όσους περνούν με κόκκινο. Απλά δεν επιλέγεις αυτούς που το περνούν κατά λάθος εκεί που δεν φαίνεται. Αυτό είναι –αν μη τι άλλο- περιφρόνηση στον πολίτη που σου πληρώνει το μισθό. Είναι ντροπή. Βέβαια υπάρχει και η δικαιολογία. Πού να ξέρει ο χωροφύλαξ γιατί τρέχει ο καθένας. Σωστό. Δεν ξέρει όμως πού να τη στήσει, για να πιάσει τους επικίνδυνους και τους παράνομους; Δεν ξέρει ότι δε γράφει για υπέρβαση ορίου ταχύτητας έναν αραμπά; Αν δεν ξέρει, διώχτε τον να πάει να φυλάει πρόβατα, είναι επικίνδυνος.

Πιο επικίνδυνος από τους αστυνομικούς – προστάτες των μπαρ και των χασισοκαλλιεργητών. Γιατί εκείνοι είναι ένα με τους λαθρέμπορους, παίζουν το παιχνίδι των παρανόμων. Ενώ αυτοί στο ρέμα της Χελιδονούς, «παίζουν» με το πιο σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας. Βλέπουν σαν σκουπίδια τους νοικοκυραίους και τους μεροκαματιάρηδες, αυτούς που στήριξαν κάποτε τη δημοκρατία και τον πολιτισμό, τους θήτες. Κατ’ επέκταση δεν εκτιμούν αυτούς που τους πληρώνουν το μισθό, αυτούς που έχουν ανάγκη την αστυνόμευση και την ησυχία, τους οπαδούς της… αστυνομίας με λίγα λόγια. Για την ιστορία, σας παραθέτω τη συλλογή των επικίνδυνων οδηγών που «μάζεψε» ο χωροφύλαξ εκείνη τη μοιραία βραδιά, για να μας σώσει από τη… μάστιγα της ασφάλτου: ένας ψαρομανάβης, η γνωστή κυρία… που γύριζε από δουλειά και ένας καθηγητής της Θεολογίας (του Κυρίου δεηθώμεν…) Και οι τρεις έκλαιγαν και χτυπιόντουσαν για το κακό που τους βρήκε και ορκιζόντουσαν ότι δεν είδαν το φανάρι. Και είχαν δίκιο. Εφτακόσια ευρώ είναι αυτά και γύρευε το δίπλωμα. Από την άλλη, ο σερίφης ήταν σκληρός: «Και να προσέχετε άλλη φορά…».

Τα σχόλια περιττεύουν.

Τελικά, αυτός ο αστυνομικός είναι όντως επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια. Αυτός δε σε προφυλάσσει από τους λωποδύτες, αλλά από τους νοικοκύρηδες. Δε σταματάει τους επικίνδυνους, αλλά τους ακίνδυνους. Και φυσικά δεν είναι δικαιολογία ότι γίνονται όλα για εισπρακτικούς λόγους, γιατί μπορούν να μαζέψουν χιλιάδες πρόστιμα και από τους επικίνδυνους οδηγούς, βρίθει από δαύτους η Ελλάδα.

Και όλα αυτά είναι μια αλήθεια, απλή, καθημερινή. Την καταλαβαίνουμε όλοι εκτός από αυτούς που μας κυβερνούν και τους αστυνομικούς που μας φυλάνε. Και λέω. Αν είχαμε δημοκρατία, θα μπορούσα να το πω στην εκκλησία του δήμου: «Τι γίνεται στο ρέμα της Χελιδονούς; οι Σκύθες τοξότες αντί να πιάνουν τους παράνομους, τα βάζουν με τους φιλήσυχους πολίτες;» Και εν τω άμα θα πέφτανε κεφάλια. Εντάξει τότε, στην αρχαία Αθήνα. Τώρα όμως, μπορείτε να μου πείτε πού θα το πω;