Αυτά τα μπάνια του λαού τώρα το καλοκαίρι, με προβληματίζουν. Κάθε τέτοια εποχή, με τα κοπάδια των εργαζόμενων να φεύγουν για τις παραλίες, νιώθω μελαγχολία. Αισθάνομαι σαν το μουλάρι, που για ένα χρόνο το έχουν ζέψει στο αλέτρι και το αφήνουν για είκοσι μέρες ελεύθερο να βοσκήσει. Αυτή η αγωνία της καλοκαιρινής άδειας, με τους μισθωτούς να φιλονικούν για τις ημερομηνίες που θα… κολυμπήσουν, είναι μια μικρή αμφισβήτηση της χιλιοτραγουδισμένης ελευθερίας μας. 

Μεγαλώσαμε με την ελευθερία δεδομένη.  Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη. Να υμνούμε και να νιώθουμε ευγνωμοσύνη για εκείνους που έδωσαν το αίμα τους για την ελευθερία μας. Γιατί όχι; «Ευχαριστώ τους θεούς που με γέννησαν ελεύθερο και όχι δούλο», λέει ο Πλάτωνας. Ώρες – ώρες νιώθω δέος και μόνο που σκέφτομαι τις δουλοκτητικές κοινωνίες του παρελθόντος, οι οποίες γέννησαν τους πολιτισμούς. Εδώ και τώρα προσπαθώ να απολαύσω την ελευθερία μου, αλλά δεν μπορώ να την ανακαλύψω… Αναρωτιέμαι: Πού βρίσκεται αυτή η… κυρία ελευθερία; Στην καθημερινότητά μας ή στα… οστεοφυλάκια; Το ερώτημα γεννιέται και παραμένει μετέωρο. Τελικά, είμαστε ελεύθεροι; Αυτονόητο για τους περισσότερους: Εμ, τι είμαστε; Αλλά δεν το ψάχνουμε σε βάθος, μας πνίγει η εικονική ελευθερία που βιώνουμε, δεν κάνουμε βήμα, δε μπαίνουμε στον κόπο να βγούμε στην περιπέτεια της αναζήτησης….

Αυτή την ελευθερία, λοιπόν, ψάχνω τώρα με σχήματα λόγου. Προσπαθώ να νιώσω ελεύθερος και το… λουρί της μάνας! Ελευθερία, ελευθερία, πού είσαι; Αναζητώντας την, κουτουλάω στο καπό του αυτοκινήτου. Η ελευθερία μου χάνεται ανάμεσα στα αμέτρητα γραμμάτια που με κρατούν αλυσοδεμένο και δεν μπορώ να κουνήσω. Πότε θα ελευθερωθώ από αυτόν το βρόχο; «Μετά θάνατον», ακούγεται μια φωνή. Προσπαθώ να συνέλθω. Είναι δυνατόν ένα αυτοκίνητο να μου πληγώνει την ελευθερία;

Στον τοίχο του σπιτιού, σε μια γωνία σημειώνω, όπως οι φαντάροι στο μπερέ, τις δόσεις που μου απομένουν μέχρι να εξοφλήσω την πρώτη κατοικία. Θα έχω μετακομίσει στην… τελευταία κι ακόμα θα με τρέχουν τα γραμμάτια! Φρίκη! Κι όμως, είμαι ελεύθερος να πάω στο Νότιο Πόλο, στον Καναδά, στη Νέα Ζηλανδία. Και μόνον η σκέψη με κάνει και πετάω… Αλλά δεν πάω. Μήπως, όμως, ξέρετε εσείς πολλούς που πηγαίνουν;

Με το μυαλό μου αναζητώ τα όρια της ζόρικης ελευθερίας μου. Πού αρχίζει και πού τελειώνει. Τελικά είμαι ελεύθερος απ’ τη δουλειά; Και πόσο; Βάζω στο σκληρό μου δίσκο τις μέρες εργασίας και χάνομαι στους λογαριασμούς και στην καθημερινότητα. Μουντή μονοτονία μέχρι το  καλοκαίρι. Παράθυρο στη δουλεία της δουλειάς, η εικοσαήμερη καλοκαιρινή άδεια. Τα μπάνια του λαού η παρηγοριά μας. Ένα χρόνο δουλείας και καταπίεσης με αντάλλαγμα είκοσι μέρες ελευθερίας. Ποιος είπε, λοιπόν, ότι είμαστε ελεύθεροι; Να μου τον φέρετε να τον φασκελώσω!

Βέβαια, σε σχέση με τους «παλιούς» δούλους, εμείς σήμερα έχουμε δικαίωμα επιλογής: Μπορώ να επιλέξω τον εργοδότη μου, το αφεντικό μου ή τον αφέντη μου. Αλλά πόσοι το κάνουν; Ποιος μπορεί να απελευθερωθεί από τη δουλεία του μεροκάματου; Απ’ την… ασφάλεια της ρουτίνας; Ποιος έχει την πολυτέλεια να επιλέξει τη δουλεία που του ταιριάζει; Ποιος έχει τη δυνατότητα να κάνει ανθρωπινότερη τη δουλεία του; Ελάχιστοι.

Προσπαθώ λοιπόν να σκεφτώ πού διαφέρουμε από τους δούλους της Αθήνας των κλασικών χρόνων. Διαφέρουμε; Τρίχες! Δουλειά αυτοί, δουλειά και εμείς. Εμείς δεν αλλάζουμε αφεντικό, όπως ούτε οι δούλοι άλλαζαν. Κι εμείς μεροκάματο και οι δούλοι επίσης. Στη δημοκρατική Αθήνα οι δούλοι πληρώνονταν κανονικά. Και όχι μόνον. Πολλές φορές ήταν και οι δάσκαλοι και οι παιδοτρίβες των μικρών Ελλήνων.

Να πούμε τώρα τις διαφορές; Οι δούλοι πήγαιναν δωρεάν θέατρο, ενώ εμείς πληρώνουμε. Οι δούλοι έμεναν στο ίδιο σπίτι με το αφεντικό, ενώ εμείς… ούτε να το φανταστούμε. Να πιάσει ο Βαρδινογιάννης και να κοιμίσει τους υπαλλήλους στο σπίτι του; Αυτά δε γίνονται ούτε στα όνειρα.

Μα και άλλα πλεονεκτήματα είχαν τότε οι δούλοι. Δεν έμεναν ποτέ άνεργοι. Δεν πήγαιναν στο στρατό. Στρατιώτες και μάλιστα στην πρώτη γραμμή, οι αφέντες. Έτσι, όπως το λέω. Ακόμα και κουπί, μόνο τα αφεντικά τραβούσαν. Στις τριήρεις δεν τραβούσες κουπί αν δεν ήσουν Αθηναίος πολίτης. Σήμερα, αυτή τη δουλειά την κάνουν μόνο οι… δούλοι, δηλαδή εμείς. Και στα σύνορα εμείς πάμε, και στις σκοπιές και στα μουλάρια μόνο εμείς. Και μια ακόμα διαφορά. Σοβαρή: Οι δούλοι τότε είχαν εξασφαλισμένο φαγητό, ύπνο και… ασφάλιση. Γιατρούς και όλα τα σχετικά το αφεντικό. Ο δούλος είχε μεταχείριση άψογη, ήταν σαν να αρρωσταίνει μέλος της οικογένειας.  Οι σημερινοί τίποτε από αυτά. Έχετε δει εσείς κανένα αφεντικό να τρέχει όταν οι… δούλοι του αρρωστήσουν; Σιγά! Μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, όταν οι εργοδότες είναι ευαίσθητοι.

Και μην ακούω ότι εμείς, σήμερα, είμαστε εργαζόμενοι και εκείνοι ήταν δούλοι. Κι εμείς δούλοι είμαστε. Παντού. Και στη δουλειά και στα παιδιά μας. Τρέχουμε από πίσω τους. Η δουλεία των σχολείων και των φροντιστηρίων. Η χειρότερη. Με αβάσταχτη αγωνία. Και αν κάποιος, τελικά, αποκτήσει από απανωτές συμπτώσεις την κοινωνική ελευθερία και καταξίωση, πάλι δούλος είναι. «Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού» και «νυμφεύεται ο δούλος του Θεού, την δούλη του Θεού», λέει ο παπάς.

Επιμένετε, λοιπόν, ακόμα ότι είμαστε ελεύθεροι;