Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης Δικηγόρος -Συνταγματολογος.

Με τη διαδικασία του αναθεωρημένου άρθρου 32 του Συντάγματος, που αποσυνδέει την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από την πρόωρη διάλυση της Βουλής, θα διεξαχθεί η διαδικασία εκλογής  στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Σε περίπτωση που καταλήξουν άκαρπες οι τρεις πρώτες ψηφοφορίες, δεν διενεργούνται εθνικές εκλογές, αλλά πραγματοποιείται τέταρτη ψηφοφορία των βουλευτών με το όριο εκλογής των ψήφων να μειώνεται στις 151 και αν δεν τελεσφορήσει, ακολουθεί πέμπτη ψηφοφορία, οπότε και απαιτείται σχετική πλειοψηφία. Δηλαδή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δύναται πλέον να εκλεγεί ακόμα και με σχετική πλειοψηφία και δεν απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία. Για κάθε μια από τις πέντε ψηφοφορίες πρέπει να μεσολαβεί διάστημα 5 ημερών.

Aν η διαδικασία για την εκλογή νέου Προέδρου, δεν περατωθεί εγκαίρως, ο ήδη Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του και μετά τη λήξη της θητείας του, ώσπου να αναδειχθεί νέος Πρόεδρος.

Το  μοντέλο να εκλέγεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με απλή πλειοψηφία της Βουλής , έχει πλήρη αντιστοίχιση και με τις αρμοδιότητες που του παρέχει το Σύνταγμα και με την πολιτική δυναμική και εμβέλεια της πλειοψηφίας.
Το βασικό όμως δεδομένο είναι ότι δε θα διακόπτεται η νομιμοποιητική εξουσία μιας κυβέρνησης να συνεχίσει το έργο της με την εντολή που έλαβε από τον λαό , αφού στις εθνικές εκλογές, ο λαός καλείται να ψηφίσει κυβέρνηση με ορίζοντα τετραετίας. Πράγματι, βρισκόταν έξω από τη λογική του κοινοβουλευτικού συστήματος, σε οποιαδήποτε παραλλαγή του, η αναγνώριση της δυνατότητας «αντιπλειοψηφικής» διάλυσης της Βουλής, με πρωτοβουλία της αντιπολίτευσης, μέσω του άρθρου 32 παρ. 4 του Συντάγματος. Κάποιες φορές, η διάταξη αυτή χρησιμοποιήθηκε εκβιαστικά με σκοπό την διενέργεια πρόωρων εκλογών, ενάντια στην λαϊκή βούληση που είχε επιλέξει το πρώτο κοινοβουλευτικό κόμμα μέσω βουλευτικών εκλογών και σε αντίθεση με τις πραγματικές αρμοδιότητες του προέδρου της Δημοκρατίας.
Είθισται το κυβερνών- πρώτο κόμμα να προτείνει για την θέση του προέδρου της Δημοκρατίας ,   πρόσωπο κοινής αποδοχής που πολλές φορές μάλιστα προέρχεται από   το άλλο κοινοβουλευτικό κόμμα , με εξαίρεση  την επιλογή του Χρήστου Σαρτζετάκη ή την τότε επιλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή (και οι δύο ανήκαν στο κυβερνών κόμμα).

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Κατά πολλούς, ένας Πρόεδρος της Δημοκρατίας με  μικρή αποδοχή και κομματικά «χρωματισμένος» δεν θα έχει το κύρος να επιτελέσει τα λιγοστά του καθήκοντα, τα οποία όμως δεν είναι ασήμαντα, καθώς στις αρμοδιότητες του ανήκει και η σύγκληση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών.  Ενώ κατά άλλους, δεν θεωρείται δίκαιο και αντιβαίνει την λαϊκή βούληση όταν το πρόσωπο του υποψηφίου Προέδρου της δημοκρατίας  προέρχεται από κόμμα που ο λαός στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές όρισε ως μειοψηφία.

Το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι ασυμβίβαστο με οποιοδήποτε άλλο αξίωμα, θέση ή έργο.

Η θητεία του Προέδρου είναι πενταετής και παρατείνεται σε δύο περιπτώσεις:
Σε περίπτωση πολέμου, έως τη λήξη του.
Σε περίπτωση κατά την οποία η διαδικασία εκλογής του νέου Προέδρου δεν περατωθεί εγκαίρως, έως την ανάδειξη του νέου Προέδρου.   Τα προσόντα που πρέπει να συγκεντρώνει ο Πρόεδρος είναι τέσσερα:
Η ελληνική ιθαγένεια, η οποία πρέπει να έχει αποκτηθεί πέντε τουλάχιστον χρόνια πριν από την εκλογή.
Η ελληνική καταγωγή, από τον πατέρα ή τη μητέρα.
Η συμπλήρωση του τεσσαρακοστού έτους της ηλικίας κατά την ημέρα της εκλογής.
Η νόμιμη ικανότητα του εκλέγειν (ενεργητικό εκλογικό δικαίωμα).

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη Βουλή γίνεται με ονομαστική ψηφοφορία και σε ειδική συνεδρίαση, που συγκαλείται από τον Πρόεδρο της Βουλής έναν τουλάχιστο μήνα πριν λήξει η θητεία του εν ενεργεία Προέδρου της Δημοκρατίας, κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό της Βουλής. Σε περίπτωση οριστικής αδυναμίας του Προέδρου της Δημοκρατίας να εκπληρώσει τα καθήκοντά του, κατά τους ορισμούς του άρθρου 34 παράγραφος 2, καθώς επίσης και σε περίπτωση που ο Πρόεδρος παραιτηθεί, πεθάνει ή κηρυχθεί έκπτωτος κατά τις διατάξεις του Συντάγματος, η συνεδρίαση της Βουλής για την εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας συγκαλείται μέσα σε δέκα ημέρες το αργότερο αφότου έληξε πρόωρα η θητεία του προηγούμενου Προέδρου.
Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται σε κάθε περίπτωση για πλήρη θητεία.

Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται εκείνος που συγκέντρωσε την πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των βουλευτών.
Αν δεν συγκεντρωθεί η πλειοψηφία αυτή, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ύστερα από πέντε ημέρες.
Αν δεν επιτευχθεί ούτε στη δεύτερη ψηφοφορία η οριζόμενη πλειοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ακόμη μία φορά ύστερα από πέντε ημέρες, οπότε εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε την πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών.

Αν δεν επιτευχθεί ούτε και στην τρίτη ψηφοφορία η αυξημένη αυτή πλειοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ύστερα από πέντε ημέρες και εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Αν δεν επιτευχθεί ούτε αυτή η πλειοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ύστερα από πέντε ημέρες και εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε τη σχετική πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε το μεγαλύτερο αριθμό ψήφων στην πρώτη ψηφοφορία της προηγούμενης παραγράφου.

Αν η Βουλή είναι απούσα, συγκαλείται εκτάκτως για να εκλέξει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατά τους ορισμούς της παραγράφου 4.

Αν η Βουλή έχει διαλυθεί με οποιονδήποτε τρόπο, η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας αναβάλλεται ώσπου να συγκροτηθεί σε σώμα η νέα Βουλή και μέσα σε είκοσι ημέρες, το αργότερο, από τη συγκρότησή της, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παραγράφους 3 και 4, αφού τηρηθούν και οι ορισμοί της παραγράφου 1 του άρθρου 34.

Στο Σύνταγμα της Ελλάδος , προβλέπεται η Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Στην πράξη πρόκειται για ένα Πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα.

Δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει ότι πρόκειται για μια από τις στρεβλώσεις του πολιτικού μας συστήματος, η προνομία του εκάστοτε πρωθυπουργού να επιλέγει μόνος αυτός την προσωπικότητα η οποία θα καταλάβει τον προεδρικό θώκο για τα επόμενα πέντε χρόνια. Και αποτελεί στρέβλωση, διότι ο εκλεγμένος πρωθυπουργός, ο δεύτερος τη τάξει θεσμός του πολιτεύματος, εισηγείται στο εκλεγμένο Κοινοβούλιο ποιον να αναδείξει πρώτο τη τάξει πολίτη της χώρας.

Το προνόμιο του εκάστοτε πρωθυπουργού, που δεν υπόκειται σε κανένα θεσμικό περιορισμό, είναι αυτό του ανασχηματισμού ή της αναδόμησης. Ο πρωθυπουργός, μέσα στην τετραετία, μπορεί να κάνει όσους ανασχηματισμούς θέλει και να διορίσει όποιους θέλει υπουργούς.

Επιλέγει την ηγεσία των Ενόπλων δυνάμεων και την ηγεσία των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας.

Σε αντίθεση με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο Πρωθυπουργός ασχολείται απευθείας με θέματα καθημερινότητας των πολιτών.

Η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, μπορεί να ξεκινήσει τυπικά το 2025, έτσι ώστε η επόμενη Βουλή να προτείνει τα άρθρα προς αναθεώρηση και η μεθεπόμενη να εγκρίνει όποιες αλλαγές επιθυμεί και να προχωρήσει στη μεταρρύθμιση αυτή του καταστατικού χάρτη της χώρας. Στην προηγούμενη αναθεώρηση του Συντάγματος, δεν κρίθηκε αναθεωρητέο το άρθρο 30 παρ. 1 του Συνταγματος, που προβλέπει την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας μόνον από τη Βουλή.

Ακόμα και εάν επιλεγεί η δυνατότητα εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον Λαό, οι αρμοδιότητες του προέδρου της Δημοκρατίας, θα εξακολουθούν να είναι περιορισμένες, αφού δεν μπορεί με αναθεώρηση του Συντάγματος να μετατραπεί το πολίτευμα ( θα εξακολουθήσει να μην έχει ουσιαστικές αρμοδιότητες). Δηλαδή , επιτρέπεται εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας από τον Λαό, αλλά με τις ίδιες περιορισμένες προεδρικές αρμοδιότητες.  Το ενδεχόμενο εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας με αυξημένες αρμοδιότητες απευθείας από τον λαό,θα επέτρεπε τη «μετάλλαξη» του πολιτεύματος από προεδρευόμενη σε προεδρική δημοκρατία κατά παράβαση της μη αναθεωρητέας διάταξης του άρθρου 1 § 1 του Συντάγματος.  Η  απευθείας εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από το Λαό, προσκρούει επίσης και στην  μη αναθεωρητέα διάταξη του άρθρου 26 περί της διάκρισης των εξουσιών η οποία στην παρ. 2 αναφέρει ρητώς ότι η εκτελεστική εξουσία ασκείται από τον Π.τ.Δ. και τη Κυβέρνηση. Ενώ όμως ως προς την Κυβέρνηση η νομιμοποίηση των ενεργειών της πηγάζει από την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης (δεδηλωμένη) της Εθνικής αντιπροσωπείας, στην περίπτωση του προέδρου της Δημοκρατίας, ο απαιτούμενος «έλεγχος νομιμοποίησης» διεξάγεται μέσω του άρθρου 32 του Συντάγματος ,ήτοι μέσω της εκλογής του από τη Νομοθετική εξουσία (είτε με αυξημένη πλειοψηφία είτε με την απόλυτη πλειοψηφία). Στο προεδρικό σύστημα, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας διατηρεί γενικά υπερέχουσα θέση από άποψη πραγματικών εξουσιών. Δικαιολογητική βάση της υπερέχουσας θέσης που απολαμβάνει, αποτελεί η εκλογή του είτε άμεσα από το λαό (Γαλλία, Κύπρος) είτε διαμέσου εκλεκτόρων (Η.Π.Α.), οι οποίοι επίσης εκλέγονται άμεσα από το Λαό.   Στις διαχρονικές συζητήσεις για την καθιέρωση της άμεσης εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον Λαό, έχει τεθεί ο προβληματισμός της ” διαρχίας” σε περίπτωση σύγκρουσης πρωθυπουργού και προέδρου εις βάρος των εθνικών συμφερόντων. Κατά άλλους, εάν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει ουσιαστικές αρμοδιότητες, δεν θα είναι ανεξέλεγκτος ο εκάστοτε πρωθυπουργός.

Σήμερα, ο εκάστοτε πρωθυπουργός ελέγχεται από τους βουλευτές του κόμματος του , οι οποίοι όμως φιλοδοξούν να γίνουν υπουργοί ( με διορισμό από τον πρωθυπουργό ) ή ακολουθούν κομματική πειθαρχία.

Ωστόσο η άμεση εκλογή δεν σημαίνει από μόνη της τον μετασχηματισμό ενός κοινοβουλευτικού συστήματος σε ημι-προεδρικό κατά το γαλλικό πρότυπο. Αυτό που έχει σημασία είναι οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας. Έτσι έχουμε αμιγώς κοινοβουλευτικά συστήματα, όπως στην Αυστρία ή τη Φινλανδία, που συνδυάζουν την άμεση εκλογή με περιορισμένες αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, αντίστοιχες με εκείνες του Έλληνα Προέδρου της Δημοκρατίας.

Το παράδοξο είναι ότι ενώ στις ψηφοφορίες στη Βουλή, η εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας, λαμβάνει χώρα χωρίς πολιτική συζήτηση ,προκειμένου να μην προσλάβει η εκλογή έντονο κομματικό χαρακτήρα (βλ. άρθρο 140 παρ. 4 του Κανονισμού της Βουλής), αν χρειασθεί τελικά η άμεση εκλογή,  αυτή θα προσλάβει αμιγώς κομματικό χαρακτήρα, ενώ θα χρειασθεί και ειδική νομοθετική ρύθμιση για τη διασφάλιση της ισότητας των όρων μεταξύ των δύο υποψηφίων προέδρων ,πρόβλεψη ενδεχομένως και τηλεοπτικών αναμετρήσεών τους (debates), διάθεση τηλεοπτικού χρόνου στους υποστηρικτές τους κ.λ.π.. Έτσι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, θα καταστεί αναγκαστικά ” κομματικός” και όχι ενωτικός – κοινής αποδοχής ως ρυθμιστής του πολιτεύματος.
Οι μοναδικές σήμερα ουσιαστικές αρμοδιότητες ενός Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, είναι το Δικαίωμα αναπομπής ψηφισμένου νόμου στη Βουλή, η απονομή χάρης σε πολίτη που έχει καταδικασθεί, η έκδοση πράξης νομοθετικού περιεχομένου μετά από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου και η κύρηξη πολέμου σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.
Ωστόσο, απαιτείται αναθεώρηση του Συντάγματος, για την ενίσχυση του ρόλου του προέδρου της Δημοκρατίας.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα πρέπει να έχει πραγματικές αρμοδιότητες και οφείλει να έχει ισχυρότερη πολιτική νομιμοποίηση, η οποία προέρχεται από την εκλογή του από τον λαό. Το Ελληνικό πολιτικό σύστημα πρέπει να γίνει λιγότερο πρωθυπουργό  κεντρικό. Συστήματα όπου υπάρχει ισχυρός θεσμικός πόλος (ΠτΔ) ικανός να ελέγξει την εκλεγμένη κυβέρνηση, λειτουργούν καλύτερα. Δεν  αλλάζει το πολίτευμα, δεν γίνεται προεδρική δημοκρατία.  Είναι διαφορετικό πράγμα να προσδίδεις ουσιαστικές αρμοδιότητες στον πρώτο τη τάξει πολιτικό άρχοντα της χώρας ώστε να δημιουργείς ισορροπίες στο πολιτικό οικοσύστημα μιας χώρας και άλλο να τον καθιστάς κυρίαρχο του πολιτικού συστήματος.

Τι ισχύει σήμερα:
Σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 1 του Συντάγματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποτελεί τον ρυθμιστή του Πολιτεύματος. Ωστόσο, κατά το παρόν Σύνταγμα, οι ουσιαστικές αρμοδιότητες του Προέδρου είναι περιορισμένες σε σχέση με τις αρμοδιότητες του Πρωθυπουργού.

Οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας διακρίνονται σε συμβολικές, ρυθμιστικές, νομοθετικές, διοικητικές και δικαστικές, είναι συγκεκριμένες, απαριθμούνται περιοριστικά στο Σύνταγμα και διέπονται:

-Από τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 50 σύμφωνα με τον οποίο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει μόνο όσες αρμοδιότητες του αναθέτουν ρητά το Σύνταγμα και οι νόμοι που είναι σύμφωνοι με αυτό και-από τη ρήτρα του άρθρου 35 παρ. 1 σύμφωνα με την οποία, καμία πράξη του Προέδρου δεν ισχύει ούτε εκτελείται χωρίς την προσυπογραφή του αρμοδίου Υπουργού εκτός από τις εξαιρέσεις που αναφέρονται περιοριστικά στην παρ. 2 του ιδίου άρθρου.

Ειδικότερα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας:

(άρθρο 36 παρ. 1)
Εκπροσωπεί διεθνώς το κράτος, κηρύσσει πόλεμο, συνομολογεί συνθήκες ειρήνης, συμμαχίας, οικονομικής συνεργασίας και συμμετοχής σε διεθνείς οργανισμούς ή ενώσεις και τις ανακοινώνει στη Βουλή όταν το συμφέρον και η ασφάλεια του Κράτους το επιτρέπουν. Η αρμοδιότητα αυτή είναι τυπική και ασκείται ουσιαστικά από την Κυβέρνηση.

(άρθρο 37 παρ. 1)
Διορίζει τον Πρωθυπουργό, τους Υπουργούς και τους Υφυπουργούς(τους οποίους υπουργούς και υφυπουργούς επιλέγει ο Πρωθυπουργός).

(άρθρο 38 παρ. 1)
Απαλλάσσει την Κυβέρνηση από τα καθήκοντά της αν αυτή παραιτηθεί ή απολέσει την εμπιστοσύνη της Βουλής.

(άρθρο 37 παρ. 2, 3 και 4)
Αναθέτει διερευνητική εντολή προκειμένου να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης που να απολαύει της εμπιστοσύνης της Βουλής.

(άρθρο 40 παρ. 1)
Συγκαλεί τη Βουλή σε σύνοδο τακτικά μία φορά το χρόνο και έκτακτα όταν αυτός το κρίνει εύλογο.

(άρθρο 40 παρ. 1)
Κηρύσσει την έναρξη και τη λήξη κάθε βουλευτικής συνόδου αυτοπροσώπως ή δια του Πρωθυπουργού.

(άρθρο 40 παρ. 2, 3)
Αναστέλλει τις εργασίες της βουλευτικής συνόδου, αρμοδιότητα που μπορεί να ασκήσει ο Πρόεδρος κατά διακριτική ευχέρεια μία φορά σε κάθε βουλευτική σύνοδο.

(άρθρα 32 παρ. 4, άρθρο 37 παρ. 3, άρθρο 41)
Διαλύει τη Βουλή και προκηρύσσει εκλογές στις περιπτώσεις που καθορίζει το Σύνταγμα:

(άρθρο 37 παρ. 3)
Εάν δεν τελεσφορήσουν οι διερευνητικές εντολές και επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού Κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής.

(άρθρο 41 παρ. 1)
Εάν έχουν καταψηφισθεί από τη Βουλή δύο Κυβερνήσεις και η σύνθεσή της δεν εξασφαλίζει κυβερνητική σταθερότητα.

(άρθρο 41 παρ. 2)
Προκειμένου να αντιμετωπισθεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας, μετά από πρόταση της Κυβέρνησης που έχει τη ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής.

(άρθρο 44 παρ. 2 εδ. 1)
Προκηρύσσει δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου και απόφαση της Βουλής που λαμβάνεται με απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.

(άρθρο 44 παρ. 2 εδ. 2)
Προκηρύσσει δημοψήφισμα για ψηφισμένο νομοσχέδιο που αφορά σε σοβαρό κοινωνικό θέμα, με διάταγμα που προσυπογράφεται από τον Πρόεδρο της Βουλής, εφόσον αυτό έχει προταθεί από 120 βουλευτές και έχει αποφασισθεί από 180 βουλευτές.

(άρθρο 44 παρ. 3)
Απευθύνει διαγγέλματα προς το λαό σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις, μετά από σύμφωνη γνώμη του Πρωθυπουργού. Τα διαγγέλματα προσυπογράφονται από τον Πρωθυπουργό και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

(άρθρο 42 παρ. 1)
Εκδίδει τους νόμους που ψηφίζει η Βουλή μέσα σε ένα μήνα από την ψήφισή τους. Με την έκδοση δηλ. την υπογραφή του νόμου, ο Πρόεδρος πιστοποιεί τόσο τη γνησιότητα του νόμου όσο και την τήρηση της προβλεπόμενης διαδικασίας.

(άρθρο 42 παρ. 1)
Δημοσιεύει τους νόμους που ψηφίζει η Βουλή. Δημοσίευση είναι η πράξη του Προέδρου της Δημοκρατίας με την οποία εντέλλεται τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

(άρθρο 42 παρ. 1 και 2)
Έχει το δικαίωμα της αναπομπής του ψηφισμένου νόμου στη Βουλή. Το δικαίωμα της αναπομπής μπορεί να ασκηθεί εντός ενός μηνός από την ψήφισή του νόμου και πρέπει να συνοδεύεται από έκθεση των λόγων της διαφωνίας του Προέδρου με το νομοσχέδιο.

(άρθρο 43)
Εκδίδει κανονιστικά διατάγματα. Το Σύνταγμα προβλέπει τις εξής περιπτώσεις έκδοσης διαταγμάτων από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας:

(άρθρο 43 παρ. 1)
Ο Πρόεδρος εκδίδει διατάγματα που θεσπίζουν λεπτομερειακούς κανόνες αναγκαίους για την εκτέλεση των νόμων. Το Σύνταγμα αναθέτει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την εκτέλεση των νόμων με τη σύμπραξη του αρμοδίου Υπουργού που προτείνει και προσυπογράφει. Για την άσκηση αυτής της αρμοδιότητας δεν απαιτείται εξουσιοδότηση του κοινού νομοθέτη.

(άρθρο 43 παρ. 2)
Ο Πρόεδρος εκδίδει κανονιστικά διατάγματα με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μετά από πρόταση του αρμοδίου Υπουργού.

(άρθρο 43 παρ. 4)
Ο Πρόεδρος εκδίδει κανονιστικά διατάγματα για τη ρύθμιση θεμάτων που καθορίζονται σε νόμους-πλαίσια πάντοτε με τη σύμπραξη του αρμοδίου Υπουργού.

(άρθρο 44)
Εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου αποτελούν νομοθετικές ρυθμίσεις και εκδίδονται μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου:

(άρθρο 44 παρ. 1)
Σε έκτακτες περιπτώσεις επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης.

(άρθρο 48 παρ. 5)
Σε περίπτωση πολέμου, επιστράτευσης εξαιτίας εξωτερικών κινδύνων ή άμεσης απειλής της εξωτερικής ασφάλειας, μετά την έναρξη ισχύος των μέτρων του άρθρου 48, για να αντιμετωπισθούν επείγουσες ανάγκες ή για να αποκατασταθεί ταχύτερα η λειτουργία των συνταγματικών θεσμών.

(άρθρο 48 παρ. 2)
Κηρύσσει τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας σε περίπτωση πολέμου, επιστράτευσης ή άμεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας εφόσον η Βουλή απουσιάζει ή υφίσταται αντικειμενική αδυναμία έγκαιρης σύγκλησής της, μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου.

(άρθρο 35 παρ. 2ε)
Διορίζει το προσωπικό της Προεδρίας της Δημοκρατίας.

(άρθρο 46 παρ. 2)
Απονέμει τα προβλεπόμενα παράσημα σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς σύμφωνα με τις διατάξεις των σχετικών νόμων.

(άρθρο 45)
Είναι ο συμβολικός αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων της Χώρας και απονέμει τους βαθμούς σε όσους υπηρετούν σε αυτές όπως ορίζει ο νόμος.

(άρθρο 36 παρ. 1)
Ως διεθνής εκπρόσωπος του Κράτους, χορηγεί τα διαπιστευτήρια γράμματα στους διπλωματικούς αντιπροσώπους της χώρας στα ξένα κράτη και δέχεται τα διαπιστευτήρια γράμματα των ξένων διπλωματικών αντιπροσώπων.

(άρθρο 47 παρ. 1)
Παρεμβαίνει στη δικαστική λειτουργία με την αρμοδιότητα της απονομής χάριτος. Ο Πρόεδρος μπορεί να χαρίζει, να μετατρέπει ή να μετριάζει τις ποινές που επιβάλλονται από τα δικαστήρια και επίσης να αίρει τις κάθε είδους έννομες συνέπειες των ποινών που έχουν επιβληθεί και εκτιθεί. Η αρμοδιότητα αυτή ασκείται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης και γνώμη ( απλή και όχι σύμφωνη ) του Συμβουλίου Χαρίτων.

(άρθρο 47 παρ. 2)
Απονέμει χάρη σε Υπουργό που καταδικάσθηκε σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος. Το δικαίωμα αυτό ασκείται μόνο μετά τη συγκατάθεση της Βουλής.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης