Ερόλ Ουζέρ*
Η εμπειρία της προσπάθειας αντιμετώπισης του COVID-19 έδειξε ότι η τοπική συνεργασία αποδείχτηκε ανεπαρκής στο να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις. Οι μηχανισμοί τοπικής συνεργασίας ξεθώριασαν στο φόντο της πανδημίας και έπαιξαν το ρόλο των επιπρόσθετων μηχανισμών, παρέχοντας αμοιβαίες συμβουλές ανάμεσα στις χώρες της περιοχής, διευκολύνοντας την ανταλλαγή πληροφοριών και εμπειριών στην αντιμετώπιση του COVID-19, πληροφορίες και εμπειρίες οι οποίες αποκομίστηκαν από τις χώρες σε ατομικό επίπεδο.
Η παγκόσμια φύση της τρέχουσας κρίσης, που προκλήθηκε από την πανδημία του COVID-19, για άλλη μία φορά απαιτεί συλλογικές προσπάθειες από την παγκόσμια κοινότητα και έχει μετατραπεί σε
δοκιμασία δύναμης των υπαρχόντων παγκόσμιων κυβερνητικών φορέων. Παρόλα αυτά, από την αρχή της μάχης κατά της πανδημίας, οι προσδοκίες που αφορούσαν τους παγκόσμιους φορείς ναυάγησαν και στις περισσότερες περιπτώσεις τα έθνη-κράτη επέλεξαν να αντιμετωπίσουν την πανδημία μόνα τους, κλείνοντας τα εθνικά σύνορα και υιοθετώντας πολιτικές και τακτικές περιορισμού κινήσεων- ανάμεσα στα μέτρα που
πάρθηκαν. Την ίδια στιγμή, η πανδημία COVID-19 αποτέλεσε πρόκληση, όχι μόνο για τους παγκόσμιους φορείς διακυβέρνησης, αλλά και για τους τοπικούς. Η ικανότητα/ανικανότητα των τοπικών δομών να ανταποκριθούν στις κρίσεις και στις επείγουσες καταστάσεις με έγκαιρο και αποτελεσματικό τρόπο μπορεί να
αποτελέσει παράγοντα υπερεκτίμησης της νομιμότητάς τους στα μάτια της παγκόσμιας κοινότητας. Η πανδημία του COVID-19 «παρείχε μια μοναδική ευκαιρία να φανεί η σπουδαιότητα της
περιφερειοποίησης στη διαχείριση μιας κρίσης».
Η πιο σημαντική τάση τις τελευταίες δεκαετίες είναι η αλληλεξάρτηση των διαδικασιών της παγκοσμιοποίησης και του τοπικισμού/περιφερειοποίησης, έννοιες που στο παρελθόν ήταν – παραδοσιακά-αντίθετες η μία στην άλλη. Αντιθέτως, σήμερα, η περιφερειοποίηση, ολοένα και περισσότερο, αντιμετωπίζεται ως παγκόσμια διαδικασία και η τοπική διακυβέρνηση σαν μέρος του παγκόσμιου συστήματος διακυβέρνησης. Σαν αποτέλεσμα, σήμερα, στη θεωρία, έχουμε μία ποικιλία μορφών ενσωμάτωσης σε διαφορετικά επίπεδα: από τους κλασικούς τοπικούς οργανισμούς σε διατοπικούς και υπερτοπικούς δεσμούς, οι οποίοι διαμορφώνονται σε τοπικό και παγκόσμιο πλαίσιο. Κατά τη γνώμη μας, η πανδημία του COVID-19 επιδείνωσε αυτή την τάση, δείχνοντας τη σχέση ανάμεσα στη συνεργασία σε παγκόσμιο και τοπικό επίπεδο, καθώς επίσης και τους περιορισμούς της.
Μία από τις ενδείξεις της παγκοσμιοποίησης των τοπικών διαδικασιών είναι η επέκταση των δραστηριοτήτων των τοπικών οργανισμών. Η λειτουργικότητα των περισσοτέρων τοπικών δομών ξεπέρασε οικονομικές και εμπορικές συμφωνίες, η ατζέντα άρχισε να συμπεριλαμβάνει θέματα που άπτονται της παγκόσμιας ατζέντας
θεμάτων προς συζήτηση(η αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, τα μεταναστευτικά προβλήματα, η διασφάλιση τροφής, η βιώσιμη ανάπτυξη μεταξύ άλλων). Παρά το γεγονός ότι,
αρχικά, τα θέματα ιατρικής περίθαλψης δεν ήταν θέματα ενδιαφέροντος των περισσοτέρων τοπικών ενώσεων, ακόμη και πριν την πανδημία του COVID-19, υπό την επιρροή προηγούμενων ξεσπασμάτων μολυσματικών ασθενειών, οι τοπικές δομές άρχισαν να θέτουν σε εφαρμογή πολλές πρωτοβουλίες με σκοπό την αντιμετώπιση μολυσματικών ασθενειών, με την αποτροπή και τον έλεγχό τους να αποτελούν σημαντικό συστατικό του παγκόσμιου συστήματος υγείας. Αυτές οι πρωτοβουλίες συμπεριλαμβάνουν, για παράδειγμα, τακτικές συναντήσεις των υπουργών υγείας και το έργο πρακτορείων όπως the African
Centres for Disease Control and Prevention (Africa CDC), the European Centre for Disease Prevention and Control (ECDC), the ASEAN Agreement on Disaster Management and Emergency Response (AADMER) και πολλά άλλα. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας του COVID-19, οι τοπικοί οργανισμοί έπρεπε να παίξουν
ρόλο στη μάχη κατά του ιού και να πάρουν τα απαραίτητα, μολονότι με καθυστέρηση, μέτρα: να μοιραστούν πληροφορίες και εμπειρίες σχετικές με την καταπολέμηση του ιού, αμοιβαίες διαβουλεύσεις, βοήθεια στους μετανάστες με σκοπό την επιστροφή τους στις χώρες καταγωγής τους, την γενική προμήθεια φαρμάκων
και ιατρικού εξοπλισμού, τη διασφάλιση της συνεχόμενης και αδιάλειπτης παροχής αγαθών, συμπεριλαμβανομένων των απαραίτητων εν καιρώ πανδημίας, την ψηφιοποίηση των εγγράφων
στο αμοιβαίο εμπόριο, και -σε μερικές περιπτώσεις-την παροχή οικονομικής βοήθειας και στήριξης επιχειρήσεων κατά την περίοδο της απαγόρευσης κυκλοφορίας.
Ταυτόχρονα, στο διάστημα της μάχης έναντι της εξάπλωσης της πανδημίας, οι περισσότερες τοπικές δομές αντιμετώπισαν κρίση αλληλεγγύης μέσα στους συλλόγους τους, για πολλούς λόγους. Έτσι, η κρίση της ενδο-ενωτικής αλληλοϋποστήριξης στο αρχικό στάδιο φάνηκε ξεκάθαρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου τα κύρια μέτρα στον ιατροφαρμακευτικό τομέα πάρθηκαν κυρίως από μεμονωμένες χώρες μέλη. Με αυτόν τον τρόπο, η κρίση της αλληλεγγύης στο αρχικό στάδιο εκδηλώθηκε πιο ξεκάθαρα στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου τα κύρια μέτρα στον τομέα της υγείας κατά τη διάρκεια της πανδημίας ελήφθησαν κυρίως από μεμονωμένα μέλη κράτη. Η Γερμανία και η Γαλλία περιόρισαν την εξαγωγή απαραίτητων φαρμάκων, παραβιάζοντας –με αυτόν τον τρόπο-την αρχή της ελεύθερης διακίνησης των αγαθών. Η Αυστρία, η Σλοβενία και η Πολωνία μονόπλευρα έκλεισαν τα εθνικά τους σύνορα χωρίς προηγούμενη διαβούλευση, και έτσι παραβίασαν την αρχή της ελεύθερης μετακίνησης των ανθρώπων. Η Ιταλία αφέθηκε στην πανδημία του COVID-19 όταν καμία χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα για ενεργοποίηση του πολιτικού αμυντικού μηχανισμού για την παροχή ιατρικού και προσωπικού προστατευτικού εξοπλισμού. Η Κίνα και η Ρωσία παρείχαν βοήθεια στην Ιταλία σε διμερή βάση. Οι μηχανισμοί επειγόντων περιστατικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης λειτούργησαν με καθυστέρηση. Τελικά η Ευρωπαϊκή Ένωση κατάφερε να κινητοποιήσει βοήθεια και κονδύλια για άλλες χώρες και ακόμη και οργανισμούς μέσω διατοπικού διαλόγου, όμως η εξωτερική βοήθεια που λήφθηκε από έναν αριθμό χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκάλεσε σοβαρό πλήγμα στη φήμη και στην Ευρωπαϊκή αλληλεγγύη.
Τα μέλη κράτη της Ευρωασιατικής Οικονομικής Ένωσης απέτυχαν επίσης να ενώσουν τις προσπάθειές τους στη μάχη κατά της εξάπλωσης του COVID-19,τα κράτη εφάρμοσαν διαφορετική προσέγγιση για να περιοριστεί η νέα απειλή, και δεν ανέπτυξαν κοινό εμβόλιο. Παρά τον «πράσινο διάδρομο» που προωθήθηκε
από τα μέλη της Ευρωασιατικής Οικονομικής Ένωσης τον Απρίλιο του 2020, προέκυψαν διαφωνίες ανάμεσα στις χώρες σχετικά με τον περιορισμό στην εξαγωγή αντισηπτικών και προϊόντων υγιεινής.
Μία άλλη περιοχή όπου η κρίση αλληλεγγύης ήταν έκδηλη ήταν η Λατινική Αμερική, όπου οι σύλλογοι ενσωμάτωσης αποδείχτηκε να έχουν πολύ μικρή ζήτηση αναφορικά με την καταπολέμηση της
πανδημίας. Ο ιός του COVID-19 –για άλλη μία φορά ανέδειξε τις αδυναμίες των τοπικών και υποτοπικών οργανισμών στη Λατινική Αμερική, λόγω έλλειψης πολιτικής θέλησης για ενσωμάτωση, κοινών ενδιαφερόντων και αξιών, καθώς επίσης και –σε μεγάλο βαθμό- εξάρτησης σε ξένες δυνάμεις και απουσίας τοπικού ηγέτη. Και έτσι, ο τωρινός Πρόεδρος της Βραζιλίας Jair Bolsonaro, ο οποίος ήταν δύσπιστος σχετικά με την τοπική συνεργασία και τις προοπτικές της στη Λατινική Αμερική, γενικά αρνήθηκε να αναγνωρίσει την απειλή
του COVID-19 στο αρχικό στάδιο, αντιμετώπιση η οποία οδήγησε στο να είναι η Βραζιλία ανάμεσα στις πέντε περισσότερο χτυπημένες από την πανδημία χώρες. Ένας άλλος διεκδικητής της τοπικής αρχηγίας, η Αργεντινή, πολύ γρήγορα επέλεξε να ακολουθήσει τη δική της εθνική στρατηγική στη μάχη εναντίον του
COVID-19. Οι περισσότεροι Λατινοαμερικανικοί τοπικοί σύλλογοι(the Pacific Alliance, MERCOSUR, και άλλοι) περιόρισαν την ανταπόκρισή τους στην κρίση παρέχοντας απλά πληροφορίες για τη γενική κατάσταση με την πανδημία και τις τακτικές –τοπικού χαρακτήρα-που υιοθετήθηκαν από τα κράτη μέλη.
Η πιο εξέχουσα ενδο-ενωτική αλληλεγγύη εκδηλώθηκε από τον ASEAN(Association of Southeast Asian Nations)και την the African Union. Από τη μία πλευρά, οι χώρες που ανήκουν στην ASEAN
(ελλείψη υπερεθνικών δομών) επίσης έκαναν την επιλογή τους υπέρ μεμονωμένων εθνικών μέτρων τα οποία διέφεραν πολύ ως προς την αποτελεσματικότητά τους: για παράδειγμα, ήταν πιθανό για το Βιετνάμ να χρησιμοποιήσει ένα αποτελεσματικό μοντέλο αντιμετώπισης του ιού, τα μέτρα που πάρθηκαν στην Ταϋλάνδη ήταν επίσης αποτελεσματικά, ενώ η Ινδονησία και οι Φιλιππίνες ήταν ανάμεσα στις περισσότερο πληγείσες χώρες. Από την άλλη μεριά, ο ASEAN οργάνωσε μία σειρά συναντήσεων με σκοπό τον έλεγχο της
εξάπλωσης του COVID-19 στην περιοχή: μία σειρά από βιντεοσυσκέψεις για το συντονισμό εθνικών στρατηγικών και ανταλλαγής πληροφοριών για τη μάχη κατά της πανδημίας. Στην περίπτωση του ASEAN,η μορφή της διατοπικής συνεργασίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας αποδείχτηκε να είναι σε μεγάλη ζήτηση
— οργανώθηκαν πολλές online διαβουλεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση με βάση τον ASEAN+3 σχεδιασμό, καθώς επίσης και μεμονωμένες συμβουλευτικές συζητήσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα.
Σε αντίθεση με τις πολυάριθμες προβλέψεις ότι η Αφρική θα ήταν ένα από τα επίκεντρα της εξάπλωσης του COVID-19, η Αφρικανική ήπειρος έγινε η δεύτερη λιγότερο πληγείσα περιοχή του κόσμου.
Στην περίπτωση της Αφρικής, ήταν το τοπικό επίπεδο συνεργασίας μέσα στην Αφρικανική Ένωση, μέσω των Αφρικανικών Κέντρων για Τον Έλεγχο Ασθενειών και Πρόληψης (African Centres for Disease Control and Prevention -Africa CDC) το οποίο αποδείχτηκε εξαιρετικά αποτελεσματικό στην πρόληψη της εξάπλωσης του COVID-19 λόγω των πολύ περιορισμένων πηγών και της ικανότητας των περισσοτέρων κρατών στην περιοχή να αντιμετωπίσουν την πανδημία. Η Αφρικανική Ένωση κατάφερε να κινητοποιήσει με επιτυχία τις απαραίτητες πηγές ούτως ώστε να μπορέσει να βοηθήσει τα μέλη κράτη της να πολεμήσουν την πανδημία. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η Αφρικανική Ένωση έχει αναπτύξει διατοπικές πρωτοβουλίες με άλλες χώρες – Κίνα, Καναδά, καθώς επίσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, με στόχο τη βελτίωση της ετοιμότητας σε επείγουσες -ιατρικής φύσεως- καταστάσεις.
Όπως μπορούμε να δούμε, ο κάθε ένας από αυτούς τους τοπικούς οργανισμούς ενσωμάτωσης ανταποκρίθηκε με διαφορετικό τρόπο στην πρόκληση της πανδημίας, επιβεβαιώνοντας τη θέση για τον πλουραλισμό και την πολυπολιτισμικότητα της σύγχρονης περιφερειοποίησης, καθώς επίσης και την απουσία ενός συγκεκριμένου παγκόσμιου μοντέλου τοπικής ενσωμάτωσης.
Γενικά, η εμπειρία της αντιμετώπισης του COVID-19 μας έδειξε ότι η τοπική συνεργασία αποδείχτηκε ανεπαρκής να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις, οι μηχανισμοί τοπικής συνεργασίας ξεθώριασαν στο
φόντο της πανδημίας και έπαιξαν το ρόλο επιπρόσθετων μηχανισμών παρέχοντας αμοιβαίες συζητήσεις ανάμεσα στις χώρες της περιοχής, διευκολύνοντας την ανταλλαγή πληροφοριών και εμπειριών στην αντιμετώπιση του ιού, εμπειρίες που αποκομίστηκαν από χώρες μεμονωμένα. Οι ίδιες οι τοπικές δομές φάνηκαν απροετοίμαστες και ανήμπορες να διαχειριστούν τέτοιες κρίσεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις ,η αντίδραση των τοπικών φορέων δεν ήταν έγκαιρη. Στο πρώτο στάδιο της εξάπλωσης του ιού, στις
περισσότερες περιπτώσεις, οι χώρες κράτη προτίμησαν να λύσουν τα θέματα των συνόρων και αυτά της ασφάλειας των πολιτών ανεξάρτητα, απομονώνοντας τους εαυτούς τους από τις άλλες χώρες με σκοπό τον περιορισμό της μόλυνσης. Η κρίση του COVID-19 αναβάθμισε το ρόλο του έθνους κράτους σε εξαιρετικά
αποτελεσματικό διαχειριστή της κρίσης. Παρόλα αυτά, με το πέρασμα του χρόνου, η πανδημία φανέρωσε τους περιορισμούς και τις αδυναμίες μίας τέτοιας εθνικής προσέγγισης, ακόμη και στην περίπτωση των πιο ισχυρών παγκόσμιων δυνάμεων, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή η προσέγγιση οδήγησε στο γεγονός ότι οι
τοπικοί και διατοπικοί οικονομικοί δεσμοί υπέστησαν σοβαρό πλήγμα, οι αλυσίδες προμηθειών διαταράχτηκαν, και η οικονομική δραστηριότητα των περιοχών μειώθηκε σημαντικά. Στις περισσότερες περιπτώσεις, παρόλα αυτά, οι μηχανισμοί τοπικής συνεργασίας αποδείχτηκαν να είναι σε ζήτηση στο στάδιο όταν πέρασε το πρώτο κύμα και οι συζητήσεις αφορούσαν την ελαχιστοποίηση των συνεπειών της πανδημίας και την αποκατάσταση των οικονομιών της περιοχής.
Με αυτόν τον τρόπο, η κατάσταση με τον COVID-19 αποκάλυψε τα υπάρχοντα προβλήματα και τις ελλείψεις/περιορισμούς της σύγχρονης τοπικής συνεργασίας και την αρκετά χαμηλή ικανότητα των τοπικών οργανισμών να παίξουν ενεργό ρόλο στη διαχείριση παγκόσμιων κρίσεων. Από την άλλη πλευρά, στην πράξη η
πανδημία έδειξε-ανάμεσα σε άλλα-την περιορισμένη δυνατότητα και της παγκόσμιας διακυβέρνησης και των εθνών κρατών- μεμονωμένα. Τώρα, η σπουδαιότητα και αναγκαιότητα της βελτίωσης και αύξησης της αποτελεσματικότητας των τοπικών φορέων στην αντιμετώπιση τέτοιων παγκόσμιων κρίσεων όπως η
πανδημία είναι προφανής. Ο COVID-19 έχει τονίσει πολλά σημεία στα οποία οι χώρες από διαφορετικές περιοχές μπορούν να συνεργαστούν. Υπάρχει ακόμα ελπίδα ότι η δριμύτητα της παρούσας κρίσης ίσως παρακινήσει την παγκόσμια κοινότητα να δώσει στην περιφερειοποίηση άλλη μία ευκαιρία και, τελικά, να κάνει
τη μετάβαση από «περιστασιακή» σε «βιώσιμη» περιφερειοποίηση.
*Ο Ερόλ Ουζέρ είναι γνωστός επιχειρηματίας και χρηματιστής στην Τουρκία