Η «άλλη» αριστερά -βασικά κομμουνιστογενής- πρέπει το ταχύτερο δυνατό να απαλλαγεί από την ψευδαίσθηση ότι την έκανε λαχείο μέσα στη σύγχυση και τη δυσαρέσκεια κι απλώς θα κάνει μια γρήγορη εκλογική αρπαχτή δίχως να αναλάβει καμία ευθύνη.

Τώρα ο Σχοινοβάτης πάνω από την άβυσσο που είχα στο εξώφυλλο του Ε, Πρόεδρε! έρχεται από ‘κει. Δεν είναι ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Τώρα ο Οιδίποδας που επιλέγει τη μοιραία διχάλα Δελφών – Δαυλίδας ανήκει σ’ αυτήν. Τώρα το άλλοτε ακίνδυνο παιχνίδι με τα σπίρτα μπορεί να αποδειχθεί μοιραίο για την Ελλάδα και την ίδια.

Τώρα η ακυβερνησία, ένα ενδεχόμενο «πολιτικό ατύχημα» στις 6 του Μάη που θα οδηγήσει σε διακοπή της χρηματοδότησης της χώρας μπορεί να προκαλέσει μια απροσδόκητη αλυσιδωτή αντίδραση. Τώρα οι περιστάσεις, καθώς η χώρα βρίσκεται στην κόψη, καλούν την «άλλη» αριστερά να συμπαραταχθεί με το δικό της ιδιαίτερο προγραμματικό λόγο σ’ ένα Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης, Ανάπτυξης, Απασχόλησης και Κοινωνικής Συνοχής, εντός της Ευρωζώνης, που θα δημιουργήσει εκατοντάδες χιλιάδες βιώσιμες νέες θέσεις εργασίας στη νέα γενιά. Να συμπαραταχθεί με όλες τις δυνάμεις στην Ευρώπη και την Ελλάδα που αγωνίζονται για την ήττα του άξονα της δεξιάς Μέρκελ – Σαρκοζί. Να συμπαραταχθεί σ’ έναν ασφαλή και σχετικά συντομότερο δρόμο για την υπέρβαση των περιορισμών των δανειακών συμβάσεων.

Τώρα πρέπει να τοποθετηθεί στο «τι κάνουμε;» στις δυνητικές εναλλακτικές λύσεις. Το μεγάλο στοίχημα είναι η ιστορικής κλίμακας εν θερμώ αναδιάρθρωση του ελληνικού καπιταλισμού υπό την ηγεμονία ενός νέου κοινωνικοπολιτικού μπλοκ της Κεντροαριστεράς – Αριστεράς με όρους ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου. «Ο καιρός γαρ εγγύς εστίν». Σ’ αυτή την πορεία η «άλλη» αριστερά, ειδικά αυτή που θέλει να ανήκει στο ευρωπαϊκό τόξο, πρέπει να απαλλαγεί από ορισμένες παθογένειες διαφορετικές ή όμοιες, συμπληρωματικές και παράλληλες με εκείνες του γενικότερου καθιερωμένου πολιτικού συστήματος. Δεν θέλω καν να σκέφτομαι και να ακούω την ομοιότητα ορισμένες στιγμές στην εκφορά του λόγου της με τους «Ανεξάρτητους Έλληνες» του Καμμένου. Αναφέρω μερικές απ’ αυτές τις παθογένειες:

• Εμμένει στην πολιτική «θρησκεία» του υπερκρατισμού, παραβλέποντας την προειδοποίηση του Μαρξ «είπα και ελάλησα αμαρτίαν ουκ έχω» προς τους σοσιαλιστές του μέλλοντος για την κρατικίστικη δεισιδαιμονία. Έτσι δίνει άλλοθι στη νεοφιλελεύθερη επίθεση ενάντια σε ένα έξυπνο κράτος, πραγματικό εγγυητή ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου, αναδυόμενου μέσα από τη μεγάλη κρίση του καπιταλισμού.

• Ο «κόσμος» της και ο λόγος της είναι τοποθετημένος στο «εποικοδόμημα», δηλαδή ελάχιστα στην παραγωγική βάση και σχεδόν αποκλειστικά στην υπερκείμενη αντεστραμμένη πυραμίδα με δανεικά την οποία η παγκόσμια κρίση έκανε μη βιώσιμη. Ανήκει κι αυτή σε μια ειδική ζώνη της «φούσκας» που θεωρήθηκε Σύγκλιση. Στήριζε κάθε αίτημα που η ικανοποίησή του οδηγούσε σε ακόμη μεγαλύτερη υπερχρέωση. Είναι αποκομμένη από τον πατριωτισμό του made in Greece, από την Ελλάδα των παραγωγών και σ’ ορισμένες εκδοχές της εχθρική, όπως δείχνει ο πόλεμος σε κάθε επένδυση, η αδιαφορία για τις επιπτώσεις στον τουρισμό και στην αγροτική οικονομία, ο αδυσώπητος «ταξικός» (!) αγώνας ενάντια στη λίγη εγχώρια παραγωγική επιχειρηματικότητα που δίνει θέσεις εργασίας, ενώ αφήνει στο απυρόβλητο την «αόρατη» πολυεθνική που κυριαρχεί στις εισαγωγές. Και η «άλλη» αριστερά αντικειμενικά ευνοεί τους προστατευμένους από τον διεθνή ανταγωνισμό, μη διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους της οικονομίας, οι οποίοι συντηρούν υψηλά επίπεδα τιμών σε βάρος των καταναλωτών και του καινοτομικού εξωστρεφούς επιχειρείν. Εμπλέκεται συνεπώς ακούσια και αυτή στην αναπαραγωγή του κυρίαρχου κρατικοδίαιτου και παρασιτικού μοντέλου καπιταλισμού.

• Στρουθοκαμήλιζε μπροστά στις συνέπειες για την υπερχρεωμένη χώρα μας από τη σεισμική ακολουθία των κρίσεων του παγκόσμιου και ευρωπαϊκού καπιταλισμού, αποκαλούσε στο παρά πέντε «παραμύθια με δράκους» την επερχόμενη χρεοκοπία και ζητούσε το λιγότερο 100.000 νέους διορισμούς. Δεν συνέτρεξε τις φωνές έγκαιρης προειδοποίησης κινδύνου, για να βάλουμε γρήγορα ζώνη ασφαλείας στη χώρα. Πρόβαλε και αυτή – περισσότερο κι από τα κυβερνητικά κόμματα – πριν από τις προηγούμενες εκλογές ειδυλλιακές ζωγραφιές πάνω σε μια «φούσκα» έτοιμη να εκραγεί από στιγμή σε στιγμή.

• Κι όταν η Ελλάδα πετάχτηκε εκτός αγορών δανεισμού, αντί να συμβάλει στο να βρεθεί η καλύτερη δυνατή εφικτή λύση εντός Ευρωζώνης, προέβαλλε την ανέφικτη ψευδο-λύση του δανεισμού από την Κίνα και τη Ρωσία ή υιοθετούσε τυχοδιωκτικά συνθήματα για μονομερή στάση πληρωμών σε τυφλή ρήξη με την Ευρωζώνη και έξοδο απ’ αυτήν ή επαναλάμβανε την πολιτική μεταφυσική για μια γενική και απροσδιόριστη «άλλη» πολιτική, σε μια «άλλη» Ευρώπη, σ’ «άλλο» κόσμο, αλλά μέχρι τότε βέβαια όπως έλεγε και ο Κέυνς θα είμαστε «νεκροί». Οι πτέρυγές της που ψήφισαν την είσοδο στην ΕΟΚ, τη συμφωνία του Μάαστριχτ για το κοινό νόμισμα και θέλουν επιδοτήσεις, διαρθρωτικά προγράμματα, ευρώ, ευρωομόλογο, δανειστή έκτακτης ανάγκης την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και διάσωση από τους εταίρους τα εμφανίζουν όλα αυτά σαν δωρεάν γεύμα δίχως προϋποθέσεις! Σκέτος παραλογισμός. Ξεχνούν ότι το ευρώ είναι συμπύκνωση συσχετισμών.

• Υπερασπίζεται τα δικαιώματα των πολιτών, των υπαλλήλων ή των φοιτητών -σωστό- αλλά υποβαθμίζει τις υποχρεώσεις. Μιλά με όρους διανομής και σπάνια παραγωγής νέου κοινωνικού πλούτου. Προβάλλει ένα «ελκυστικό» μοντέλο αναδιανομής αποσυνδεδεμένο επ’ αόριστο από κάθε έννοια παραγωγής, παραγωγικότητας, αποδοτικότητας, μοντέλο εκ των πραγμάτων μη βιώσιμο, μια και στηρίζεται στην υπόθεση ενός απεριόριστου δανεισμού. Αποστρέφεται σαν νεοφιλευθερισμό (!) κάθε αλλαγή που αυξάνει την απόδοση του δημόσιου τομέα, εξασφαλίζει για κάθε ευρώ του Έλληνα φορολογούμενου τη μέγιστη δυνατή κοινωνική αξία και μπορεί να ξανακάνει στην πορεία τον δημόσιο υπάλληλο υπερήφανο για τη δουλειά και την αμοιβή του. Αναπαράγει τις χειρότερες παραδόσεις του λαϊκίστικου δικομματισμού, με το να χαϊδεύει αυτιά, να λέει στον καθένα ό,τι θέλει να ακούσει, να παραβλέπει με αμφίσημο λόγο την προγραμματική βάση των κοινωνικών συμμαχιών.

• Υποτίμησε και αυτή το διαγενεακό πρόβλημα, τον ισολογισμό των γενεών. Παράβλεψε προειδοποιήσεις όπως του «Βαμπίρ και Κανίβαλοι» (2004). Ξεχνούσε ότι τη μείωση των ελλειμμάτων και των χρεών την οφείλουμε στα παιδιά μας κι όχι στη Μέρκελ. Έλεγε πάντα ένα κάθετο «όχι» σε κάθε μεταρρύθμιση που θα έκανε βιώσιμο το ασφαλιστικό σύστημα, θα έδινε ισχυρά συνταξιοδοτικά κίνητρα για την καταβολή των εισφορών, θα δημιουργούσε ένα νέο αποθεματικό όπως με τη μελέτη μου για το Εθνικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης των Γενεών. Όχι σε κάθε αλλαγή που θα μείωνε το δυσβάσταχτο για τις νέες γενιές ακάλυπτο ασφαλιστικό χρέος. Υπερασπίζεται συχνά τις επετηρίδες, τα αποκλειστικά ηλικιακά συστήματα ανάδειξης και αμοιβής και τις κλειστές στους νέους αγορές προϊόντων και υπηρεσιών. Υποβαθμίζει το θεμελιώδες ζήτημα της αύξησης της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας που είναι η καλύτερη άμυνα της νέας γενιάς, καθώς ανατρέπεται η ισορροπία εργαζομένων συνταξιούχων σε μια κοινωνία με επιταχυνόμενη δημογραφική γήρανση. Σε προνομιακούς τομείς για την «άλλη» αριστερά, όπως είναι η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, δείχνει ανοχή σε διαλυτικά φαινόμενα και σε μορφές αλητοποίησης ξένες με το αγωνιστικό ήθος της αριστεράς, υποβαθμίζει την αξιολόγηση, την ανάγκη για υψηλά στάνταρντ, γνώσεις και δεξιότητες, τη σύνδεση του Πανεπιστημίου με το νέο αναπτυξιακό πρότυπο, όλα όσα αποτελούν προϋπόθεση για την απασχόληση και ταυτόχρονα μηχανισμό κοινωνικής κινητικότητας και ανόδου των εγχώριων μη προνομιούχων. Βιομηχανοποιεί τη μνήμη της γενιάς του baby boom. Καπελώνει με τα ορόσημα, το βιωματικό και ιδεολογικό της υπόβαθρο τη νέα γενιά και δυσκολεύει μια αυθεντική και πρωτότυπη χειραφέτησή της με το άρωμα του 21ου αιώνα.

• Δαιμονοποιεί τον λεγόμενο δικομματισμό, αλλά τον στηρίζει με την άρνησή της σε προγραμματική κυβέρνηση συνεργασίας με τη Σοσιαλιστική Αριστερά – Κεντροαριστερά που αποτελεί μια σταθερά στον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η «Αριστερά» στη Γερμανία αγωνίζεται για κυβέρνηση συνεργασίας με τη Σοσιαλδημοκρατία και τους Πράσινους, ενώ στη Γαλλία η κομμουνιστογενής Αριστερά του Μελανσόν θα υπερψηφίσει τον Ολάντ στον δεύτερο γύρο στις 6η του Μάη. Στην Ελλάδα αντίθετα επιθυμούν σφόδρα «συγκυβέρνηση» ΝΔ-ΠΑΣΟΚ με την υπόθεση ότι κάποιοι άλλοι θα βάλουν πλάτη για να μην καταρρεύσει η χώρα και να οδηγηθεί εκτός Ευρώπης, ενώ αυτοί θα το γλεντούν και θα κάνουν εκλογικό «ταμείο» με τυφλές και ανέξοδες, όπως κακώς φαντάζονται, διαμαρτυρίες. Το ταμπού της μη συμμετοχής της σε κυβέρνηση έχει σπάσει, μια και συμμετείχε σε κυβερνήσεις για ήσσονος και αμφιλεγόμενης σημασίας ζητήματα σε σχέση με το μέγα θέμα της σωτηρίας της χώρας εντός Ευρωζώνης. Το αντιμνημονιακό άλλοθι επίσης έχει φθαρεί, αφού κόμματά της συνεργάζονται με βουλευτές που στήριξαν με πάθος τις πολιτικές της κυβέρνησης Παπανδρέου, ψήφισαν το Μνημόνιο Ι, το Μεσοπρόθεσμο, ακόμα και τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης Παπαδήμου που συνιστούν τη θεμελιώδη ουσία του Μνημονίου 2. Η πολυδιάσπασή της, αντί να αναπτύξει σε βάθος, τη δημιουργική διαφορά στις γραμμές της, οδηγεί σε συσχέτιση του τύπου «κουτσαίνεις εσύ κουτσαίνω και εγώ» σ’ έναν χαμηλότερο κοινό παρονομαστή ψευδοαριστερισμού που μπλοκάρει κάθε έμπρακτη πολιτική πρωτοβουλία, ενώ ταυτόχρονα καθιστά εντελώς ανέφικτη ακόμα και τη μεταξύ τους συνεργασία. Το παιχνίδι αυτό που σ’ άλλες συνθήκες θα ήταν συμπαθές, ακίνδυνο και ανεκτό, τώρα με τη ρευστοποίηση των συσχετισμών και την Ελλάδα στην κόψη της χρεοκοπίας μπορεί να αποδειχθεί μοιραίο για τη χώρα και για την ίδια την «άλλη» αριστερά που θα φορτωθεί την ευθύνη ενός ενδεχόμενου καταστροφικού αδιεξόδου. Ο άξονας τότε της πολιτικής ζωής μετά από μια μεταβατική περίοδο χάους και αναλώσιμων κυβερνήσεων θα μετατοπιστεί σε υπερδεξιά κατεύθυνση. «Γρηγορείτε ποτέ δεν ξέρετε…».