Θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον, αν μπορούσαμε –κάποια στιγμή– να μάθουμε τι ακριβώς συζητιέται στις περίφημες «συσκέψεις κορυφής», που ενεργοποιούνται στις ΠΑΕ, μετά από σειρά άτυχων αποτελεσμάτων. Γιατί, μη γελιόμαστε, συνήθως, αυτό που βγαίνει «προς ενημέρωση», είναι η στήριξη του προέδρου προς το πρόσωπο του προπονητή, που βέβαια σπάνια πείθει τους υποστηρικτές για έναν πολύ απλό λόγο: ουδείς ηγέτης – επενδυτής στο ποδόσφαιρο γουστάρει να χάνει σε χρήματα και κύρος, πολύ περισσότερο ο πιστός οπαδός, ο οποίος νοιώθει την ψυχή του να «μαυρίζει». Ας πάρουμε για παράδειγμα τον Παναθηναϊκό. Σύλλογος μεγάλος, ιστορικός, δυναμικός, αλλά με ένα μόλις τίτλο στα τελευταία δώδεκα χρόνια! Το περασμένο καλοκαίρι, με σαρωτικές αλλαγές στο διοικητικό σχήμα, με πρωτοφανές για Ελλάδα «μεταγραφικό», αλλά και με όνειρα φιλόδοξα για ανατροπή των δεδομένων, οι οπαδοί πίστεψαν ότι πλησιάζει η «πράσινη ώρα». Σήμερα, μετά από τρεις μήνες δράσης, αυτά τα όνειρα δείχνουν θαμπά, καθώς (κι εδώ βρίσκεται ο εφιαλτικός αριθμός) για πρώτη φορά στο επαγγελματικό, ο Παναθηναϊκός έχει χάσει εννιά βαθμούς σε επτά αγώνες εντός έδρας!

Γεννιέται, λοιπόν, το ερώτημα: τις πταίει; Δυστυχώς, για τη μεγάλη ομάδα της Αθήνας, τα ρεπορτάζ των τελευταίων ημερών, αναφέρουν ότι ο προπονητής θεωρεί υπεύθυνους τους ποδοσφαιριστές για τα αρνητικά αποτελέσματα και κάποιοι από τους παίκτες το αντίστροφο! Άραγε θα υπάρξει σύντομα ισορροπία απόψεων και ανατροπή του κλίματος κυρίως στο αποδυτήριο; (Ένα αποδυτήριο που από κάποιες περιγραφές θύμισε μέχρι πρότινος «κάτεργο»…) Αν προκύψει βελτίωση στις σχέσεις των μαχητών με τον τεχνικό, ο Παναθηναϊκός –που δεν του λείπουν τα βασικά εργαλεία πρωταθλητισμού για να προχωρήσει– θα βρει το δρόμο του και θα είναι τόσο φωτεινός όσο περιμένουν οι άνθρωποί του.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Αυτά ως παρένθεση, αφού το θέμα του σημειώματος είναι ο π ρ ο π ο ν η τ ή ς  γενικώς. Έχουμε και λέμε λοιπόν: υπάρχει ένα… πατροπαράδοτο ερώτημα που αφορά στη δράση των γηπέδων. «Ο προπονητής κάνει τους παίκτες ή εκείνοι τον προπονητή;» Μέχρι στιγμής σαφής απάντηση δεν υπάρχει, άρα… ισχύουν και τα δύο, αλλά καμιά φορά μεταξύ τους «παίζουν μπουνιές». Παράδειγμα ο πανέξυπνος Πορτογάλος, Ζοζέ Μουρίνιο, ένας οξυδερκής νέος τεχνικός, ο οποίος φρέναρε πρώτα την κυριαρχία της Μπενφίκα και ακολούθως πήρε Κύπελλα Ευρώπης με άσημους ποδοσφαιριστές (Πόρτο) τους οποίους δημιούργησε, προσθέτοντας στο ταλέντο τους αυτοπεποίθηση, διάρκεια, φιλοδοξία. Φεύγοντας για τη «νεόπλουτη» Τσέλση του Ρομάν Αμπραμόβιτς, προικίστηκε από τον «εμιγκρέ» πρόεδρο με τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές της Ευρώπης. Τσάμπιονς Λιγκ δεν κατάφερε να κερδίσει, μέχρι που ο χρηματοδότης του βαρέθηκε και τον… πλάσαρε στο Μοράτι της Ίντερ. Η ιταλική ομάδα είναι μέσα στα φαβορί για τον τίτλο στην Ευρώπη, εντούτοις, οι διάσημοι ποδοσφαιριστές του, δεν μπόρεσαν να νικήσουν εντός έδρας τον Παναθηναϊκό του Σπυρόπουλου, του Βύντρα και του Γιάννη Γκούμα! Ο Μουρίνιο σπάνια χαμογελά, είναι συνήθως βλοσυρός και αμίλητος στον πάγκο. Γνωρίζει καλά πως δεν θέλει πολύ το όνομά του να χάσει τη λάμψη του, μια λάμψη που σπάνια διατηρείται στο επάγγελμά του. Όλα θα εξαρτηθούν από τις συγκυρίες. Με τίτλους συνεχίζει και θεωρείται μάγκας. Με απώλειες, όλοι ενδέχεται να του γυρίσουν την πλάτη. Και τότε, ο Μουρίνιο (και κάθε «Μουρίνιο») θα αντιληφθούν πως η εργασία τους θα πρέπει να ενταχθεί στα «βαρέα και ανθυγιεινά» επαγγέλματα.

Ο Σωκράτης Κόκκαλης, επιχειρηματίας έξυπνος, πρόεδρος με «γερή ταυτότητα», αλλά πάνω απ’ όλα ο π α δ ό ς του Ολυμπιακού, έφερε τον Ισπανό Ερνέστο Βαλβέρδε, όταν διάφοροι «ολυμπιακάρες» και εξπέρ των ΜΜΕ πρότειναν «μεγάλο όνομα». Έφερε το Βαλβέρδε, επειδή διέγνωσε ότι εργάστηκε σκληρά στην Εσπανιόλ και την έφτασε σε τελικό Κυπέλου ΟΥΕΦΑ «με το τίποτα». Τις πρώτες έξι εβδομάδες (και πάντως μετά το αποκαρδιωτικό αποτέλεσμα στην Κύπρο με Ανόρθωση) ο Ισπανός τεχνικός βρέθηκε με το «ένα πόδι» στην έξοδο. Μάλιστα, δημοσιεύτηκε παραλειπόμενο που ήθελε έναν επιτετραμμένο της διοίκησης να κλείνει ραντεβού με Μπάγιεβιτς σε ξενοδοχείο της Χαλκιδικής! Ο Βαλβέρδε άντεξε, δούλεψε σκληρά, απέφυγε – πιθανότατα- να διαβάζει (μέσω της μεταφράστριας του «Θρύλου») αθλητικές εφημερίδες και πλέον απολαμβάνει τη στήριξη, οδηγώντας εκ του ασφαλούς την ομάδα του στο πρωτάθλημα Ελλάδας, αλλά  σημειώνοντας και θεαματικές νίκες στην Ευρώπη. Αν μετά από τρεις μήνες πάψει (λέμε τώρα) να βρίσκεται στο πόσο του, παράκληση να μη θεωρηθεί έκπληξη. Είναι η ρευστότητα, η τύχη (ή ατυχία), τα «δοκάρια», η διαιτησία, αλλά και τα… κέφια των βασικών ποδοσφαιριστών, τα στοιχεία που καθορίζουν την τύχη του.

Για τον Τεν Κάτε, τον Ολλανδό, ο οποίος «βαφτίστηκε» βασικός κόουτς στην Αθήνα, τα πράγματα είναι κάπως δυσχερή. Αρέσει στην Ευρώπη, απογοητεύει στην Ελλάδα. Άραγε θα καταφέρει να διαχειριστεί την κατάσταση και ν’ αντέξει; Η προοπτική να αποκτηθούν –χειμώνα καιρό- νέοι παίκτες δεν θα σημαίνει πολλά πράγματα, αν πρωτίστως η σωστή χημεία δε βρει κατάλληλη θέση στο σύστημα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ιστορικά, ελάχιστοι προπονητές ποδοσφαίρου κατάφεραν να αφήσουν την υπογραφή τους με κεφαλαία γράμματα, όμως η ζωή τους, γενικά, υπήρξε σκέτη μελαγχολία. Ο Βαϊσβάιλερ έγινε μύθος. Ο Ρίνους Μίχελς, δημιουργός του «θαύματος Άγιαξ» τη δεκαετία του 1970, δεν είχε ποτέ προσωπικές σχέσεις με ανθρώπους του σιναφιού του (μόνο το νεαρό –τότε- Νίκο Αλέφαντο επέτρεπε να παρακολουθεί την προπόνησή του, έχοντας αντιληφθεί ότι ο Έλληνας προπονητής, στερήθηκε του φαγητού –που λέει ο λόγος- για να ταξιδέψει στην Ολλανδία). Ήταν σκληρός σαν ατσάλι, αλλά γένναγε αποτελέσματα. Ο Μπράιαν Κλαφ, ο θεωρούμενος και «καταραμένος της γενιάς του», υπήρξε ο προπονητής – δυνάστης, αυτός που σνόμπαρε το παλάτι στη Μεγάλη Βρετανία και σπάνια άλλαζε χειραψία με αντίπαλο. Με την ασήμαντη Λιντς και τη  Νότιγχαμ Φόρεστ (δεκαετία του ’70) κατάφερε να κερδίσει πρωταθλήματα Αγγλίας και Κύπελλα Ευρώπης. Με ποδοσφαιριστές, μάλιστα, οι οποίοι ήταν εντελώς «άγνωστοι» στην ποδοσφαιρική οικογένεια της Ευρώπης. Ο Κλαφ υπήρξε το μέγιστο μυαλό, που όλοι παραδέχονταν και άπαντες μισούσαν. Ο ίδιος, φεύγοντας από το Νότιγχαμ αρνήθηκε να εργαστεί σε άλλη ποδοσφαιρική δύναμη ή να αναλάβει τη χειμαζόμενη εθνική ομάδα της χώρας του. Ήταν έτοιμος να γίνει μάγειρας ή ταξιτζής, αν ξέμενε από χρήματα. Ε, μόνο αυτός είδε τη δουλειά του ως χόμπι και δεν είχε ποτέ τις αγωνίες του… Ξέρετε γιατί; Διότι πίστευε με πείσμα διαβόλου στον εαυτό του.  

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης