Του Γεωργίου Χ. Παπασίμου
Η τελευταία επίσκεψη του Προέδρου της Γερμανίας, ο οποίος πέρα των συναντήσεών του, με την ελληνική πολιτική ηγεσία, επισκέφθηκε τη μαρτυρική Κάνδανο της Κρήτης, η οποία ξεθεμελιώθηκε στην κυριολεξία από τους Ναζί, με στόχο να τονίσει την αναγνώριση του ηθικού χρέους από την πλευρά της Γερμανίας, που λαμβάνει όμως υποκριτικό χαρακτήρα, αφού αρνείται πεισματικά να καταβάλλει τις οφειλόμενες αποζημιώσεις, εξαιτίας της ναζιστικής θηριωδίας στην Ελλάδα, τόσο ως κρατική οντότητα, όσο και για τα χιλιάδες φυσικά πρόσωπα θύματα, επανέφερε για μία ακόμα φορά την ιδιότυπη<<σύμπλευση>> στο μείζον αυτό εθνικό ζήτημα τόσο της Γερμανίας, όσο και της διαχρονικής πολιτικής ηγεσίας της Ελλάδος.
Και αυτό γιατί οι ευθύνες γι’ αυτό το «ανοσιούργημα» αγγίζουν πολλούς και στις δύο πλευρές του δράματος: Του θύτη και του θύματος.
Κατ’ αρχήν και πρωτίστως, την Γερμανική οικονομικοπολιτική «ελίτ», που όλα αυτά τα χρόνια «ποιεί την νήσσα» και παρελκύει την υπόθεση μέχρι εξαντλήσεως, προβάλλοντας, κάθε φορά, ανάλογα με την συγκυρία, διάφορες προφάσεις.
Έτσι, αρχικά προέβαλε την αναστολή των υποχρεώσεών της, που ορίσθηκαν στην Συνδιάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού το 1946, όπου επιδικάσθηκε υπέρ της Ελλάδος το ποσό των 7 δις 100 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ, σημερινής αξίας 108 δις χωρίς τόκους, για την καταστροφή της οικοδομικής υποδομής της Χώρας, έως την επανένωση των δύο Γερμανιών, σύμφωνα με τους όρους της Συνδιάσκεψης του 1953 στο Λονδίνο.
Μετά την επανένωση του 1990, που ήρθη ο όρος της αναστολής με την Συμφωνία στην Μόσχα, γνωστής ως «Συνθήκη 4+2», αν και της δόθηκε προθεσμία πέντε (5) ετών για την καταβολή των αποζημιώσεων, «πετάει την μπάλα στην εξέδρα» κάθε φορά, προβάλλοντας άλλοτε την ένσταση της ετεροδικίας, για τις υποθέσεις, που επιδικάσθηκαν στην Ελλάδα και επιδίκασαν αποζημιώσεις σε φυσικά πρόσωπα, την ώρα, όμως, που τα Γερμανικά Δικαστήρια αρνούνται να επιληφθούν τέτοιων υποθέσεων ως αναρμόδια και άλλοτε το επιχείρημα ότι το ηθικό χρέος, που υπήρχε, αναγνωρίσθηκε πολλαπλώς από αυτήν και, άρα, η υπόθεση νομικά έχει κλείσει, όπως δήλωσε με έμφαση ο Γερμανός πρόεδρος στο προεδρικό μέγαρο.
Ακολούθως όμως, σοβαρές ευθύνες έχει η πολιτικοοικονομική Ελληνική «ελίτ» και το πολιτικό προσωπικό, που κυβέρνησε αυτή την Χώρα για πολλές δεκαετίες, που δεν τόλμησε να διεκδικήσει αυτές τις αποζημιώσεις, πλην της τιμητικής εξαίρεσης της επίδοσης της Ρηματικής Ανακοίνωσης της 14ης Νοεμβρίου, που επιδόθηκε από τον Έλληνα Πρέσβη στο Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών και με την οποία προτάθηκε η έναρξη διαπραγματεύσεων για το σύνολο των απαιτήσεών μας, με εντολή του, τότε, Πρωθυπουργού, αειμνήστου Ανδρέα Παπανδρέου.
Έκτοτε οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας, θέτουν το θέμα αυτό στις μεταξύ τους επίσημες επισκέψεις, πλην όμως αυτό έχει περισσότερο χαρακτήρα επικοινωνιακής διεκπεραίωσης, χωρίς να γίνεται καμία ουσιαστική άλλη ενέργεια προς αυτή την κατεύθυνση.
Στο ερώτημα εάν οι Γερμανικές αποζημιώσεις στην Ελλάδα για τις τεράστιες καταστροφές, που προκάλεσαν οι Ναζί και η Βέρμαχτ κατά την περίοδο της Κατοχής, μετά την πάροδο τόσων ετών, αποτελούν απλώς ένα ηθικό χρέος ή, αντίθετα, ισχυρή απαράγραπτη νομική υποχρέωση, βάσει των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου του Πολέμου, η απάντηση είναι μονοσήμαντη και απόλυτη: Το θέμα των Γερμανικών αποζημιώσεων στην Ελλάδα αποτελεί πρωτίστως υπόθεση δικαιοσύνης και διεθνούς δικαίου, άρα υποχρεωτικού καταναγκασμού της Γερμανίας, ως κρατικής οντότητας, συνέχειας του Τρίτου Ράιχ, και όχι μία απλή ηθική υποχρέωση ή ένα «ηθικό χρέος» χωρίς δεσμευτικότητα, όπως επιχειρείται, να εμφανισθεί η υπόθεση αυτή από την Γερμανική πλευρά.
Η άποψη στηρίζεται στα εξής αντικειμενικά γεγονότα, που αποτελούν ισχυρούς όρους στοιχειοθέτησης παραβάσεων των αρχών του Διεθνούς Δικαίου, και ιδιαίτερα του Δικαίου του Πολέμου.
Ειδικότερα:
Πρώτον, η κατάληψη της Ελλάδος από τις Δυνάμεις του Άξονα έγινε με απρόκλητο επιθετικό πόλεμο από τον Χίτλερ και τις ναζιστικές ορδές και ακολούθησε μία συστηματική και οργανωμένη προσπάθεια οικονομικής, εθνικής και κοινωνικής διάλυσης της Χώρας. Είναι χαρακτηριστικό ότι, μετά της κατάληψή της από τις ναζιστικές δυνάμεις, τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο διάλυσης της Χώρας, με την μορφή της τριπλής κατοχής από Γερμανία, Ιταλία και Βουλγαρία και την ανακήρυξη ενός αυτόνομου αυτόνομου «Βασιλείου της Πίνδου» από Ρουμανόβλαχους. Περαιτέρω, τις μονάδες της Βέρμαχτ ακολουθούσε ισχυρό γραφειοκρατικό τμήμα του Γερμανικού Υπουργείου Οικονομικών, το οποίο έβαλε σε σχέδιο την πλήρη λεηλασία του παραγωγικού μηχανισμού της Χώρας και του ορυκτού της πλούτου, υπέρ της Γερμανικής οικονομίας, και ιδιαιτέρως των εκπροσώπων του Γερμανικού κεφαλαίου, που στήριζαν «με νύχια και με δόντια» το ναζιστικό καθεστώς.
Δεύτερον, τα εγκλήματα πολέμου και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου και των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων της ζωής, που προβλέπονται από το Δίκαιο του Πολέμου, διαπράχθηκαν κατά συρροή στο ανώτατο δυνατό επίπεδο κατά την περίοδο της ναζιστικής κατοχής, λαμβάνοντας χαρακτήρα γενοκτονίας του Ελληνικού Λαού. Χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων, οι δυνάμεις κατοχής διέπραξαν 66 ολοκαυτώματα σε όλη την Ελλάδα, εκτέλεσαν 56.225 πολίτες, κατέστρεψαν 1.770 χωριά και 400.000 σπίτια. Χάθηκε το 15% περίπου του Ελληνικού πληθυσμού, δηλαδή πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι, λόγω των εκτελέσεων, της πείνας και των ασθενειών κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Παράλληλα, επιβλήθηκε στην Ελλάδα υπέρμετρη οικονομική αφαίμαξη, καθώς υποχρεώθηκε, κατά παράβαση των αρχών του Δικαίου του Πολέμου, να συντηρεί τεράστια Γερμανικά στρατεύματα κατοχής, αλλά και της Ιταλίας και της Βουλγαρίας, καθώς και του εκστρατευτικού Γερμανικού Σώματος, που δρούσε στην Αφρική, ενώ υποχρεώθηκε να χορηγήσει στη Γερμανία και στην Ιταλία αναγκαστικό δάνειο μεγάλου ύψους. Αυτό, σε συνδυασμό με την αρπαγή όλου του ορυκτού πλούτου και οτιδήποτε είχε οικονομική αξία, οδήγησε στην πλήρη οικονομική και κοινωνική διάλυση της Χώρας, που αποτέλεσε έναν από τους βασικούς παράγοντες της χρόνιας οπισθοδρόμησής της, εν σχέσει με την πορεία των άλλων Ευρωπαϊκών Χωρών στην μεταπολεμική περίοδο.
Τρίτον, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, και ιδιαίτερα κατά του Ελληνικού Λαού, που διαπράχθηκαν από την Βέρμαχτ, δεν αποτελούσαν «περιθωριακά» εγκλήματα ή «παράπλευρες συνέπειες» στα πλαίσια των πολεμικών επιχειρήσεων, αλλά εντάσσονταν στην κεντρική επιθετική πολιτική του Γερμανικού Κράτους του Τρίτου Ράιχ και του μεγάλου κεφαλαίου της Γερμανίας. Αναμφισβήτητα, όσο λάθος είναι να οδηγηθεί κάποιος σε θεωρίες «συλλογικής ενοχής» του Γερμανικού Λαού για τα εγκλήματα της Κατοχής, αντίστοιχο λάθος αποτελεί και η συστηματική προσπάθεια των Γερμανικών ηγεσιών, να εμφανισθεί ότι τα εγκλήματα και οι γενοκτονίες της Κατοχής αφορούν τον «παρανοϊκό Χίτλερ» και τμήμα του ναζιστικού κόμματος, και όχι του τακτικού Γερμανικού στρατού της Βέρμαχτ. Όπως εύστοχα αναπτύσσει ο ΊανΚέρσοου στο μεγαλειώδες έργο του «Χίτλερ 1889-1936: Ύβρις», χωρίς αμφιβολία, στοιχειοθετεί τον άμεσο συσχετισμό του δικτάτορα με την Γερμανική κοινωνία, που τον «δημιούργησε» και τον «ακολούθησε» αυτοβούλως ως πλειοψηφία, χωρίς να της ασκηθεί βία. Μάλιστα, κατά την περίοδο 1933 – 1940 αυτός ήταν ο πλέον δημοφιλής κυβερνήτης Κράτους στον κόσμο.
Το πώς λειτουργούσε το Τρίτο Ράιχ εντός της Γερμανίας «φωτίζεται» από την κεντρική ιδέα μιας ομιλίας, που έκανε ο υπουργός Γεωργίας της Πρωσίας, Βέρνερ Βίλικενς, τον Φεβρουάριο του 1934: «Ο καθένας κάνει τη δουλειά του κατά τον καλύτερο τρόπο στη νέα Γερμανία, εφόσον, ας πούμε, δουλεύει στην γραμμή του Φύρερ». Έτσι, εκτός από τα στελέχη και του ιδεολόγους του κόμματος και τους τεχνοκράτες της εξουσίας των Ες-Ες, «στην γραμμή του Φύρερ», ανεξαρτήτως των κινήτρων τους, δούλευε και η μεγάλη πλειοψηφία του Γερμανικού Λαού και το σύνολο των αξιωματικών και στρατιωτών της Βέρμαχτ (IanKershaw«ΧΙΤΛΕΡ 1889-1936 ΥΒΡΙΣ», σελ. 585-587).
Τέταρτον, το Τρίτο Ράιχ δεν μπορεί να απομονωθεί, ως παρέκκλιση της Ιστορίας του Γερμανικού Έθνους, ιδιαίτερα με την εμφάνιση των τελευταίων χρόνων μετά την ενοποίηση των δύο Γερμανιών, του «Τετάρτου Οικονομικού Ράιχ», που έχει στον πυρήνα του τον έντονο οικονομικό εθνικισμό και την ηγεμονική επέκταση της Γερμανίας μέσω της οικονομίας, αξιοποιώντας την «αυτοκρατορικού τύπου» δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από την ίδρυση του Γερμανικού Κράτους, που ανάγεται στα μεγαλεία της Γερμανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πλην της περιόδου της «ανάπηρης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης» (1918 – 1933), που, αντί για την επικράτηση της επανάστασης, κυριάρχησε ο ναζισμός, τόσο κατά την περίοδο του Πρώτου Ράιχ (1871 – 1918), όσο και κατά την περίοδο του Τρίτου Ράιχ, χρησιμοποιήθηκε ως συστατικό στοιχείο λειτουργίας ο επιθετικός πόλεμος και τα όπλα, από τα οποία προκλήθηκε ο Πρώτος και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, μετατρέποντας την Ευρωπαϊκή Ήπειρο σε «σφαγείο».
Μάλιστα, μετά την επανένωση της Γερμανίας, με «όπλο» την οικονομική υπεροχή, επιδείχθηκε, αναλογικά, αντίστοιχη «ηγεμονική τάση», σε βάρος, μάλιστα, ισότιμων τυπικά Ευρωπαϊκών Χωρών, και η θέσπιση μιας ιδιότυπης «Γερμανικής Αυτοκρατορίας» στην Ευρώπη, με κάθετη διαβάθμιση των Κρατών σ’ αυτό το σύστημα και την δημιουργία ιδιότυπων «αποικιών χρέους», με προεξάρχουσα την χώρα μας, της παρασιτικής οικονομικής ολιγαρχίας και των «θεραπαινίδων» της, που με αποκλειστική ευθύνη τους τέθηκε απροστάτευτη εντός του μνημονιακού οδοστρωτήρα με αποτέλεσμα τη δραματική υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου του λαού μας αλλά και τη θέση της χώρας μας.
Συμπερασματικά, η υπόθεση των γερμανικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου ενέχουν πλήρως το χαρακτήρα της αναγκαστικότητας, όντας απαράγραπτες, με συνέπεια να γιγαντώνονται οι αβελτηρίες στο θέμα αυτό όλων των ελληνικών πολιτικών ηγεσιών. Υπάρχει πλήρης ταύτιση στην περίπτωση αυτή του ηθικού και του νομικού κανόνα διότι η περίπτωση των ολοκαυτωμάτων και των καταστροφών της Ελλάδας αποτελούν σημεία αναφοράς για την εφαρμογή των υφισταμένων νομικών κανόνων του δικαίου του πολέμου.
Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω δεν υπάρχει κανένα νομικό εμπόδιο για την διεκδίκηση από την Ελλάδα του συνόλου των οφειλών του Γερμανικού Δημοσίου για την ναζιστική βαρβαρότητα στην Χώρα, όπως την απόδοση του κατοχικού δανείου ύψους περίπου 68 δις ευρώ, την απόδοση των αποζημιώσεων, που επιδικάσθηκαν στην Συνδιάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού το 1946 (7 δις 100 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, σημερινής αξίας 108 δις ευρώ χωρίς τόκους), την απόδοση των ληστευμένων από τους Ναζί αρχαιολογικών θησαυρών της Χώρας, καθώς επίσης και τις αποζημιώσεις των φυσικών προσώπων από τα 110 περίπου Ολοκαυτώματα, που διέπραξαν τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής της Βέρμαχτ, σε διάφορες μαρτυρικές περιοχές της Χώρας (Δίστομο, Καλάβρυτα, Βιάννος, Κομμένο, Κάνδανος κ.λπ.).
Για το τελευταίο θέμα, που αφορά τις αποζημιώσεις των φυσικών προσώπων, η Ελληνική Πολιτεία έχει έντονα ηθικό, αλλά και νομικό χρέος, να ανακινήσει το θέμα αυτό και να το θέσει σε διαπραγμάτευση με την Γερμανία, όπως έκρινε η τελευταία απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης για το θέμα αυτό.