Κι ήρθε η συνείδηση
Και του κρυφομίλησε
Και του τα ’πε ήρεμα,
Όμορφα κι απλά.

Κι όλα του τα σφάλματα
Του τα ξαναθύμισε.
Τα παχιά, τα λόγια του,
τα απατηλά.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

(Παλιό γνωστό τραγούδι ανευλαβώς παραλλαγμένο)

Ο Πρωθυπουργός είχε αρχίσει να συμπεριφέρεται παράξενα.

Οι αληθινοί φίλοι του τού έλεγαν, πως οι άνθρωποι της χώρας που κυβερνούσε, δυστυχούσαν. Πως πολλοί δεν μπορούσαν εξασφαλίσουν ακόμη και τον επιούσιο άρτο. Πως οι συνεπείς φορολογούμενοι, αδυνατούσαν να πληρώσουν τους δυσβάστακτους φόρους, ενώ οι καπάτσοι ελληναράδες μεγαλοκαρχαρίες, και μεγαλοεργολάβοι των Μέσων Μαζικής Αποβλάκωσης, απέφευγαν με νομικίστικα τερτίπια να πληρώσουν φόρους (αναμεσά τους και δικοί του Υπουργοί) ή έκλεβαν ασύστολα το δημόσιο.
Πως οι μικροεπιχειρήσεις έκλειναν η μια πίσω από την άλλη, κι αυτός παρακολουθούσε τον θάνατο του εμποράκου, σώζοντας την Πατρίδα και αφανίζοντας του πατριώτες. Πως οι προεκλογικές του δεσμεύσεις, ήταν όλες πλάνες.
Πως ανερυθρίαστα, αριστερά και δεξιά, έλεγε ψέματα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Επίσης, παρουσίαζε μια αστάθεια: Καθώς βάδιζε, στρίβοντας δεξιά, σκόνταψε σ’ ένα Καμμένο έπιπλο. Προσπαθώντας να βρει την ισορροπία του, πήγε να πιαστεί. με τη βοήθεια ενός «αριστερού» φλάμπουρου, από έναν, με κούφιο νταηλίκι λεβέντη, ο οποίος, ενώ συνεχώς τον φλέρταρε, με δισσούς λόγους προσέγγισης, αρνήθηκε την ολοκλήρωση της σχέσης, χωρίς, και πάλι, ρητά να την απορρίπτει.

Τελευταία, η συμπεριφορά του είχε χειροτερέψει.
Πίστευε πως έκανε απιστία στη σύζυγό-του-κυβέρνηση, με τη σύζυγό-του-κυβέρνηση. Πίστευε, δηλαδή, πως η σύζυγός- του-κυβέρνηση, με την οποία κοιμόταν μαζί, ήταν η αριστερά ερωμένη του, με την οποία απατούσε τη σύζυγό-του-κυβέρνηση, και την εκλιπαρούσε, (την αριστερά ερωμένη του, που ήταν το ίδιο πρόσωπο με τη σύζυγό-του-κυβέρνηση), να μην αποκαλύψει τη μοιχεία τους στη σύζυγό-του-κυβέρνηση..

Και πολλές φορές στο Υπουργικό Συμβούλιο, όταν, (συχνά), τον έπιανε κρίση ημικρανίας (όχι συνειδήσεως) είχε την παραίσθηση, ότι ορισμένοι Υπουργοί του (δεν εκτίθουμε υπολήψεις, όπως θα έλεγε και ο ίδιος) είχαν αντικατασταθεί πραγματικά με απαράλλακτους στην όψη, με τον Λαφαζάνη, Βαρουφάκη ή Ζωή, ηθοποιούς.

Προφανώς, επρόκειτο για συμπτώματα συνδρόμου συνειδησιακής διαταραχής.

Και οι δύο διαταραχές της συμπεριφοράς του: η «μοιχεία» με τη σύζυγό-του-κυβέρνηση, που ήταν ίδιο φυσικό πρόσωπο, με την αριστερά ερωμένη του, και η προαναφερθείσα παραίσθηση, είχαν την ίδια υποκείμενη αιτία.

Οι μυθικές χθόνιες θεότητες, οι Ερινύες: η Αληκτώ (ανθρωπόμορφη οργή και μανία), η Μέγαιρα (ανθρωπόμορφο μίσος και φθόνος) και η Τισιφόνη (ανθρωπόμορφη εκδίκηση φόνου), αλυκτούσαν, τις άυπνες νύχτες του, κυνηγώντας τον για πολιτικά εγκλήματα:

Κατά της πολιτικής ηθικής: Κοινοβουλευτικά τερτίπια, με κατεπείγουσες ψηφοφορίες μνημονιακών νομοσχεδίων, εν μία νυκτί, παρόντων μόνο μερικών, μετρημένων στα δάκτυλα του ενός χεριού, σφουγκοκωλαρίων βολεμένων βουλευτών) και

Κατά του λαού: Συνέχιση, μετεκλογικά, της πολιτικής των μνημονίων, της φτώχιας, της ανεργίας, της αναξιοπρέπειας, και άλλων συμφορών τις οποίες δεν απαριθμώ, διότι θα μακρηγορούσα και επειδή θα ήταν, σαν να έψαχνα να βρω τι άλλο λείπει από χωλό,ο οποίος θέλει να γίνει χορευτής!

Και ο λαός, μαζοχυλός, αναγκεμένος και πένης σιωπά.

Γιατί αυτός, που τον τσάκισε η φτώχια, ούτε να πει τίποτα μπορεί ούτε να πράξει δύναται. Η γλώσσα του είναι δεμένη: ανήρ πενίη δεδμημένος ούτε τι ειπείν ούθ’ έρξαι δύναται, γλώσσα δε δέδεται» (Θέoγνις)

Ξαφνικά, ένα βράδυ που ’βρεχε, που ’βρεχε μονότονα, ήρθε η συνείδηση και του τα ’πε ήρεμα, όμορφα κι απλά.

Η συνείδηση του Πρωθυπουργού τον αποκαλεί Αλέξη. Και ο Πρωθυπουργός απευθυνόμενος στον Αλέξη της συνείδησής του, τον αποκαλεί επίσης Αλέξη. Ουσιαστικά πρόκειται για έναν εσωτερικό διάλογο-μονόλογο του ιδίου προσώπου, διχασμένου σε Πρωθυπουργό και άλλοτε αριστερό, αλλοτριωμένον, σήμερα, από την για πρώτη φορά, «παρά φύσιν» συνουσία της Αριστεράς με την Εξουσία.

Ιδού ο Διάλογος:

ΑΛΕΞΗΣ (Α) Πώς τα πας Πρωθυπουργέ;

ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ (ΠΡ.) Μια χαρά Αλέξη

Α. Δε βλέπεις ότι κάτι πάει στραβά, Αλέξη;

ΠΡ.. Όλα είναι τέλεια.

Α. Θαρρώ πως έχεις κάποιο πρόβλημα με την όρασή σου.

ΠΡ.. Όχι. Βλέπω πολύ καλά.

Α. (Δείχνοντάς του έναν συνταξιούχο, που στέκεται στην πόρτα της συνείδησης του ΠΡ.). Μπορείς να μου πεις τι είναι αυτός, Αλέξη;

ΠΡ. Είναι τόσο σκοτεινά εδώ μέσα.Μαύρο σκοτάδι. Κανείς δεν μπορεί να δει τίποτα.Πόσον μάλλον εγώ, που είμαι και Πρωθυπουργός.

(Η ημέρα είναι ηλιόλουστη. Το δωμάτιο έχει άπλετο φως.)

Α. Να, άναψα το φως. Μπορείς, τώρα, να δεις τι είναι αυτός;

ΠΡ.. Μην παίζεις μαζί μου, Αλέξη.

Α. Εντάξει. Αλλά, μπορείς να μου πεις, πώς σου φαίνομαι, εγώ;

ΠΡ. Ασφαλώς και μπορώ, Αλέξη. Είσαι ένας τυφλός, ξεπερασμένος, απροσάρμοστος αριστερός.Κάτι σαν υβρίδιο Ζωής και Λαφαζάνη. Γεμάτος αριστερές ιδεοληψίες του παρελθόντος.

Α. Κι εσύ έχεις ήσυχη τη συνείδησή σου, με τρία μνημόνια στην πλάτη, Αλέξη;

ΠΡ. Έκλαψα πικρά. Αλέξη. Πόνεσα. Διαπραγματεύτηκα σκληρά με τα άγρια θηρία, τους θεσμούς. Έτσι τους λέμε τώρα τους Τροϊκανούς. Είναι πολιτικώς ορθό.
Υπέγραψα, Αλέξη, όπως και οι προηγούμενοι, για να σωθεί η Πατρίδα.
Εγώ δεν κάνω δηλώσεις που εκτίθουν την Πατρίδα.
«Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια» όπως λέει και ο συγκυβερνήτης μου. Και στο κάτω της γραφής, «ανάγκα κα θεοί πείθονται». Πόσο μάλλον, εμείς, οι αριστεροί, που δεν έχουμε τον Θεό μας.

Α. Μα οι άνθρωποι δυστυχούν, η μεσαία τάξη εξουθενώνεται, οι άνεργοι και οι συνταξιούχοι λιμοκτονούν. Καταφεύγουν στα συσσίτια του Δήμου.

ΠΡ. Οι αστοί καλά να πάθουν. Δεν ανήκουν στους ψηφοφόρους μας.
Όσο για τα συσσίτια αυτά δείχνουν την αριστερήμας κοινωνική πολιτική.
Και είμαι υπερήφανος, γι’ αυτήν. Μην ξεχνάς και τα αριστερά «γεμιστά» κολοκύ-θια, της φωτισμένης Θεανώς.
Μην ξεχνά, την αριστερή προσφορά του ήλιου, από την Τασία, την του Θεού δούλη, που επιτρέπει στους πρόσφυγες, μετανάστες, νόμιμους και μη, να λιάζονται στις πλατείες, αμέριμνοι.

Α. Τι, είν’ αυτά που λες Αλέξη;

ΠΡ. Είμαι ντίρλα απ’ το μεθύσι της εξουσίας. Τραύλισε ο Αλέξης.

Α. Όταν η εξουσία σε μεθάει, λογάριαζέ την για πόρνη. ΤΣΙΠ(ρ)ΑΑλέξηηηη. Μούγκρισε η συνείδηση και χάθηκε, στο βαθύ σκοτάδι.

Δεν ήθελε, πια, να βλέπει. τον ξεπεσμό του ετοιμόρροπου φέροντος οργανισμού, Τσιπραλέξη, (ετεροσύνθετη λέξη: Τσίπρας, τσίπα, λέξη. Και συνεκδοχικά: Για τσίπα ούτε λέξη, από τον Αλέξη).

Δεν ήθελε, πια, να βλέπει, τον αυτοαποκαλούμενο«αριστερό Πρωθυπουργό»της αριστερο-μνημονιακής,δεξιόστροφης συγκυβέρνησης.

Δεν ήθελε πια να βλέπει, πραγματοποιημένο, ή υλοποιημένο, — κατά την νέο-αριστερή φρασεολογία, από τον αποκαλούμενο και «Τσιπρανδρέα» —, το παλιό σύνθημα του Ανδρέα: «Το ΠΑΣΟΚ στην Κυβέρνηση. Ο Λαός στην εξουσία», στην αριστερή νεοφιλελεύθερη έκδοση:

«Η Αριστερά στην Κυβέρνηση. Ο λαός στην πενία».

ΥΓ. Αργότερα, λεπτομερής απεικονιστική εξέταση έδειξε βλάβη στο αριστερό πολιτικό βρεγματικό λοβό, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τη συγκρότηση της εικόνας τουκόσμου, που βλέπουμε και που ζούμε.

Ο εγκέφαλος δεν ελάμβανε πλέον το μήνυμα, ότι η πολιτική όραση του Πρ. ήταν προβληματική, μέχρι σημείου πολιτικής τύφλωσης.

Και ακόμη χειρότερα, όχι μόνον δεν αναγνώριζε το πρόβλημα, αλλά προέβαλε εναλλακτικές εξηγήσεις, για την πολιτική του τύφλωση.

«Είμαστε μόνο μερικούς μήνες Κυβέρνηση. Κληρονομήσαμε χάος. Προσπαθούμε να συμμαζέψουμε τα ασυμμάζευτα, που μας κληροδότησαν οι προηγούμενοι.»

Και τώρα, ήταν έτοιμος, να σώσει το ασφαλιστικό, αφανίζοντας τους ασφαλισμένους.

Και τώρα, ήταν έτοιμος, να ψηφίσει τον «θάνατο του συνταξιούχου», για να σώσει τις συντάξεις. Τον «θάνατο του εμποράκου» τον είχε φέρει, ήδη, σε αίσιον πέρας.

«Μικροί τυφλοί και ανίκανοι κυβερνήτες. Λαοί που αυτοκτονούν ομαδικά.» (Γ. Σεφέρης)

Ψηφίζοντάς τους.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης