Για κάποιους η μαντίλα είναι σύμβολο θρησκευτικό και για κάποιους σύμβολο καταπίεσης και αρχή του αποκλεισμού των γυναικών από τη σύγχρονη ζωή.

Για τις φεμινίστριες ή κάποιους διανοούμενους (όπως ο Alain Finkielkraut στη Γαλλία), η μαντίλα αποτελεί το απόλυτο σύμβολο της ανισότητας των δυο φύλων, το προπύργιο του αγώνα της μουσουλμάνας γυναίκας κατά του διπλού αποκλεισμού στον οποίο υπόκειται και ως γυναίκα και ως μουσουλμάνα (στην περίπτωση που ζει σε ένα δυτικό κράτος) ή κατά της διπλής καταπίεσης που υφίσταται, της θρησκευτικής και της πατρικής, στην περίπτωση που αυτή ζει σε ένα μουσουλμανικό κράτος.

Για έναν εκσυγχρονιστή δυτικό πολιτικό η μαντίλα μπορεί να θεωρείται ένα αναχρονιστικό και στα όρια του γελοίου, απομεινάρι ενός θεοκρατικού καταπιεστικού συστήματος, το οποίο έρχεται σε καταφανή αντίθεση με τις αρχές ενός σύγχρονου κοσμικού κράτους, προσβάλλει την μοντέρνα αισθητική και την εικόνα μιας σύγχρονης κοινωνίας, απορυθμίζει το ουδέτερο δημοκρατικό εκπαιδευτικό σύστημα, ενώ ταυτόχρονα απειλεί την σπουδάζουσα νεολαία με προσηλυτισμό.

Η γυναίκα υποβαθμίζεται έτσι σε ένα αναπαραγωγικό εργαλείο περιορισμένο στον ιδιωτικό χώρο του σπιτικού, υποταγμένο πλήρως στη πατριαρχική εξουσία των αρσενικών μελών της οικογένειας, τα οποία επιβεβαιώνονται, ψυχολογικά και κοινωνικά, θέτοντας διαρκώς τα όρια και τους αποκλεισμούς της.

Και να μην ξεχνάμε και την κοινωνική σημασία της μαντίλας ως ένδειξης «αγνότητας», άρα ως εγγύησης για την μελλοντική σύναψη γάμου μέσα στην κοινότητα – ένα «διαβατήριο» για την είσοδο της κοπέλας στην αγορά του γάμου μέσα σε μια μουσουλμανική κοινότητα.

Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι η απαγόρευση της μουσουλμανικής μαντίλας που απορρέει από εσωτερικό κανόνα ιδιωτικής επιχειρήσεως, ο οποίος δεν επιτρέπει την εμφανή χρήση οιουδήποτε πολιτικού, φιλοσοφικού ή θρησκευτικού συμβόλου στον χώρο εργασίας, δεν συνιστά άμεση διάκριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων κατά την έννοια της οδηγίας αυτής( ευρωπαϊκό δικαστήριο ΔΕΕ C-157/15)

Οι επιχειρήσεις που λειτουργούν στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν δικαίωμα απαγόρευσης της μαντίλας ή άλλου καλύμματος της κεφαλής, εφόσον είναι καθολική και δεν αποτελεί αιτία διακρίσεων εναντίον συγκεκριμένων υπαλλήλων.

Αυτή την απόφαση εξέδωσε  το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, προσπαθώντας να επιλύσει ένα ζήτημα που διχάζει επί χρόνια.

Το Ανώτατο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάσισε  ότι οι δημόσιες αρχές στα κράτη μέλη μπορούν να απαγορεύσουν στους υπαλλήλους να φορούν σημάδια θρησκευτικών πεποιθήσεων, όπως ισλαμική μαντίλα, στην τελευταία απόφαση για ένα ζήτημα που διχάζει την Ευρώπη εδώ και χρόνια.

Τα κυβερνητικά γραφεία σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση μπορούν να απαγορεύσουν στους υπαλλήλους να φορούν θρησκευτικά σύμβολα, όπως το ισλαμικό χιτζάμπ, για λόγους ουδετερότητας, σύμφωνα με το ανώτατο δικαστήριο της ΕΕ, αν και τόνισε ότι τέτοιοι περιορισμοί πρέπει να εφαρμόζονται εξίσου σε όλους τους εργαζόμενους και να εντάσσονται στο νομικό πλαίσιο κάθε κράτους μέλους.

Η απόφαση, που δημοσιεύθηκε από το δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης την Τρίτη, ανέφερε ότι τέτοιες απαγορεύσεις ήταν επιτρεπτές προκειμένου να επιβληθεί ένα «εντελώς ουδέτερο διοικητικό περιβάλλον».

Ωστόσο, το δικαστήριο αναφέρει ότι οι απαγορεύσεις σε ρούχα ή σύμβολα που συνδέονται με φιλοσοφικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις έπρεπε να εφαρμόζονται ομοιόμορφα.

«Ένας τέτοιος κανόνας δεν εισάγει διακρίσεις εάν εφαρμόζεται με γενικό και αδιάκριτο τρόπο σε όλο το προσωπικό αυτής της διοίκησης και περιορίζεται σε ό,τι είναι απολύτως απαραίτητο», ανέφερε.

Η υπόθεση έφτασε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφού μια υπάλληλος του δήμου Ans του ανατολικού Βελγίου ενημερώθηκε ότι δεν μπορούσε να φοράει ισλαμική μαντίλα στη δουλειά.

Ο δήμος άλλαξε στη συνέχεια τους όρους απασχόλησής του για να απαιτήσει από τους υπαλλήλους του να τηρούν αυστηρή ουδετερότητα, μη φορώντας εμφανή σημάδια θρησκευτικών ή ιδεολογικών πεποιθήσεων.

Η γυναίκα ξεκίνησε νομική προσφυγή, λέγοντας ότι είχε παραβιαστεί το δικαίωμά της στη θρησκευτική ελευθερία.

Το χιτζάμπ, το παραδοσιακό μαντίλι που φοριέται γύρω από το κεφάλι και τους ώμους, είναι ένα θέμα διχασμού σε όλη την Ευρώπη εδώ και χρόνια.

Το ΔΕΕ είπε ότι μια πολιτική αυστηρής ουδετερότητας που αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός ουδέτερου διοικητικού περιβάλλοντος μπορεί να θεωρηθεί ότι δικαιολογείται αντικειμενικά από έναν νόμιμο στόχο.

Πρόσθεσε ότι μια άλλη δημόσια διοίκηση θα ήταν επίσης δικαιολογημένη εάν αποφάσιζε να επιτρέψει, με γενικό και αδιάκριτο τρόπο, τη χρήση ορατών σημείων πεποίθησης.

Μεγάλης σημασίας θεωρείται  άλλη μία  απόφαση που εξέδωσε το Ανώτατο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (CJEU) κρίνοντας πως οι επιχειρήσεις της Ε.Ε. έχουν το δικαίωμα να απαγορεύουν τη χρήση της μαντήλας στους υπαλλήλους τους, εφόσον το πράττουν για να εκπέμπουν μια εικόνα ουδετερότητας απέναντι στους πελάτες.

Το θέμα έφτασε στις αίθουσες του δικαστηρίου στο Λουξεμβούργο με αφορμή δύο διαφορετικές υποθέσεις που αφορούσαν γυναίκες, μουσουλμάνες, στη Γερμανία, οι οποίες τέθηκαν σε αναστολή επειδή φορούσαν μαντήλα και αρνήθηκαν να την αφαιρέσουν.

Το Ανώτατο Δικαστήριο κλήθηκε να αποφασίσει οριστικά, αν οι εργοδότες είχαν το δικαίωμα να απαιτήσουν από τις υπαλλήλους να μην φορούν μαντήλα. Οι γυναίκες υποστήριζαν πως ήταν θρησκευτικό και ατομικό δικαίωμα τους, ενώ οι εργοδότες πως όφειλαν να εκπέμπουν την ίδια ενιαία εικόνα προς τα έξω, προς τους καταναλωτές και πελάτες.

«Η απαγόρευση της χρήσης ενός ορατού στοιχείου που εκφράζει πολιτικές, φιλοσοφικές ή θρησκευτικές απόψεις στο χώρο εργασίας μπορεί να αιτιολογηθεί από την ανάγκη του εργοδότη να παρουσιάζει μια ουδέτερη εικόνα προς τους καταναλωτές και να αποτρέπει κοινωνικές διαμάχες» ανέφερε χαρακτηριστικά το δικαστήριο στην απόφαση του.

Μάλιστα, στην περίπτωση ενός από τους εργοδότες, η δικαίωση του βασίστηκε και στο γεγονός πως είχε ζητήσει από έτερους υπαλλήλους να μην φορούν σταυρό, κάτι που έδειχνε πως τηρούσε την ίδια γραμμή προς όλους τους εργαζομένους, ανεξαρτήτως θρησκεύματος.

Το ζήτημα της χρήσης του λεγόμενου χιτζάμπ ήταν και παραμένει ένα διχαστικό σημείο σε πολλές χώρες της Ευρώπης, όσον αφορά το δικαίωμα των γυναικών μουσουλμανικού θρησκεύματος να μπορούν να το φορούν ή όχι σε επιχειρήσεις, δημόσιες υπηρεσίες, σχολεία κλπ.

Το 2017, το CJEU είχε ήδη εκδώσει ετυμηγορία με την οποία απαγόρευε τη χρήση μαντήλας, όπως ακόμη και έτερων χαρακτηριστικών θρησκευτικών συμβόλων, από εργαζομένους, προκειμένου να μην διαταράσσονται έτερες θρησκευτικές ομάδες.

Το 2014, το Ανώτατο Δικαστήριο της Γαλλίας δικαίωσε εργοδότη για την απόλυση μουσουλμάνας υπαλλήλου σε υγειονομική μονάδα που είχε αρνηθεί να αφαιρέσει τη μαντήλα, επειδή πήγαινε ενάντια στην ουδέτερη γραμμή που ήθελε να προβάλει, ενώ ήδη από το 2004 η χώρα έχει απαγορεύσει τη χρήση της μαντήλας στα δημόσια σχολεία.