Το πρόβλημα των θανάτων από ναρκωτικά ΔΕΝ φαίνεται να βρίσκει λύση και οι αριθμοί όχι μόνο ΔΕΝ μειώνονται αλλά, δυστυχώς, αυξάνονται και σε σχέση αντιστρόφως ανάλογη μειώνεται το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, μειώνεται η σημασία του θανάτου για την κάθε οικογένεια που χάνει το παιδί της, απαξιώνεται η ζωή ατόμων που είναι κυριολεκτικά «άρρωστα»…

Θα σας ξαφνιάσω σήμερα με την τοποθέτησή μου και δε θέλω να παρουσιασθώ μελοδραματικά, αλλά μετά από σαράντα πέντε (45) χρόνια εμπειρίας με «χρήστες» από τη Νέα Υόρκη και τη Βοστώνη, μέσω Μονάχου και Σάλτσμπουργκ μέχρι τη Θεσσαλονίκη μας πιστεύω και θεωρώ ότι ίσως το παρακάτω «ψυχογράφημα» θα αγγίξει τις χορδές της ανθρώπινης ευαισθησίας που μοιάζει  –κάτω από πολλά τρέχοντα προβλήματα της καθημερινότητας– να έχουν χάσει τη δύναμή τους…

                                               ——- 

Ήταν ένα εικοσάχρονο λεπτό, χλωμό, λιγομίλητο παλληκάρι… Κάπου, ανάμεσα στο λύκειο και το πανεπιστήμιο η μικροαστική του ανία βρήκε διέξοδο. Στην πολυπρόσωπη, απρόσωπη παρέα επαναστατημένων φίλων του.

Κοινός παρονομαστής της «φιλίας» τους η διάχυτη, ανεξακρίβωτη αλλά πραγματική αίσθηση της «καταπίεσης»… Σε άλλες εποχές, εδώ στην πόλη μας καταπίεση σήμαινε φτώχεια, υποχρέωση για «μεροδούλι», έλλειψη όχι της ελευθερίας να χαρείς τη ζωή αλλά των πόρων που θα βοηθούσαν στις ελεύθερες ώρες να χαρείς τη ζωή!

Αλλά ο κόσμος άλλαξε, αλλάξαν οι καιροί… Σωστά!

Τώρα υπάρχουν οι πόροι στριμωγμένοι στο ασφυκτικό τεσσάρι μιάς κακόγουστης πολυκατοικίας σε αυτήν την τόσο αλλαγμένη, πολύβουη, ξάγρυπνη, αεικίνητη, πολυάνθρωπη και συνάμα απάνθρωπη πόλη…

Η ΚΑΤΑΠΙΕΣΗ φαίνεται να ξεκίνησε νωρίς, καθώς ο πατέρας πάσχιζε να εξασφαλίσει τους «πόρους» και η μάνα δούλευε για την αύξησή τους… Το λεπτοκαμωμένο, χλωμό παιδάκι δεν καταλάβαινε από πόρους, από μάρμαρα Ιωαννίνων και κρύσταλλα Βοημίας…

Καταλάβαινε, όμως, τη γλυκιά ζεστασιά της μητρικής αγκαλιάς… εκείνο το χάιδεμα του πατέρα… Του έλειπαν αφόρητα αυτά τα απλά πράγματα που δεν αγοράζει το χρήμα που γέννησε την αδιαφορία.

Έτσι τουλάχιστον το είδε αυτός! Όταν κοιτάς από χαμηλά, ο κόσμος των μεγάλων είναι συναρπαστικός, απρόσιτος, μαγικός… Θέλεις, κάθε παιδί θέλει, να μακρύνουν ξαφνικά τα πόδια σου, να μακρύνουν τα χέρια σου να τους αγκαλιάσεις και να τους φτάσεις… Να ψιθυρίσεις στο αυτί τους… «Ε, παιδιά, τι γίνεται; Εμένα με… ξεχάσατε;»

Ο αγώνας μεταφράζεται σε σύμβολα της επιτυχίας μέσα στα σύγχρονα αστικοβιομηχανικά μας πλέγματα και καθώς απομυζά την ικμάδα, τη ζωντάνια, τα συναισθήματα, την αγάπη μας, πολλαπλασιάζονται τα κρύσταλλα και οι πορσελάνες και τα μάρμαρα… Τα άψυχα κομψοτεχνήματα της επιτυχίας μας, της… ευπορίας μας! Η αθέλητη κούραση των γονιών που δουλεύουν ώρες ατέλειωτες, στην ψυχή του παιδιού γεννά την ανάγκη για ΦΥΓΗ από την οδυνηρή πραγματικότητα που παίρνει πολλές μορφές. Το εικοσάχρονο, ευαίσθητο, χλωμό, λιγομίλητο παλληκάρι ήθελε από πολύ καιρό να ΦΥΓΕΙ!

Και χθες τούτη η καταραμένη δόση το βοήθησε να φύγει… ΟΡΙΣΤΙΚΑ!!!

* Από το βιβλίο του Γιώργου Πιπερόπουλου «Καληνύχτα Ελλάδα».