Αυτό το έγκλημα διεπράχθη, αλλά κανείς μας δεν το πήρε είδηση, πέρασε όπως όλα τα άλλα εγκλήματα που διαπράττονται καθημερινά, και τα ΜΜΕ, είτε τα αναδεικνύουν σε μείζονα θέματα της μεσημεριανής-απογευματινής ανθρωποφαγίας, είτε τα κορυφώνουν ως τίτλους των δελτίων και στη συνέχεια λένε «και τώρα ας αλλάξουμε θέμα», αφήνοντας το ΕΓΚΛΗΜΑ να αιωρείται πάνω από τα κεφάλια μας, ως άλλη σπάθη του Δαμοκλέους.

Το όπλο του καθημερινού εγκλήματος είναι τα ΜΜΕ.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Μια σπουδαία έρευνα ινστιτούτου έδειξε πως, όταν δεν κυκλοφορούν εφημερίδες και δεν υπάρχει τηλεοπτικό πρόγραμμα για μια εβδομάδα, οι αυτοκτονίες, τα εγκλήματα κατά της  ζωής των άλλων και οι άλλες εγκληματικές δράσεις, μειώνονται στο 30%. Γιατί; Είναι φανερό σε όλους πια. Τα ΜΜΕ τρομοκρατούν τον κόσμο για δικό τους όφελος. Τους θέλουν όλους μέσα στο σπίτι, για να μετράνε τα μηχανάκια… Και οι τρομοκρατημένοι πολίτες ψάχνουν ασυνείδητα να εκτονώσουν αυτήν την καταπίεση που τους επιβάλουν τα ΜΜΕ, ξεσπώντας σε βίαιες παραβατικές συμπεριφορές.

Δεν πρόκειται να θυμηθείτε αυτό το έγκλημα… όπως δεν θυμόσαστε πολλά άλλα.

Τα Μέσα Μαζικής Εξολόθρευσης αυτό έχουνε ως στόχο: να μας κάνουμε να φοβόμαστε το επόμενο έγκλημα, αλλά να μη μας λένε την αλήθεια για το ποιος θα το διαπράξει, ποιο είναι το συγκεκριμένο – ως δείγμα – θύμα και ποιο ήταν το κίνητρό του δολοφόνου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Και κυρίως, πώς και ποιος ήταν ο δράστης του ήδη διαπραχθέντος εγκλήματος. Αφήνουν την ΕΝΟΧΗ επάνω μας: ναι ίσως κι εμείς θα μπορούσαμε να είμαστε οι δράστες.

Διαβάστε για ένα σύνηθες έγκλημα που διέπραξαν τα πανίσχυρα ΜΜΕ, αλλά σας το έχω φτιάξει με χιούμορ και αφηγηματική ευχαρίστηση, μήπως και το απολαύσετε και μήπως καταλάβετε το grosso colpo των ΜΜΕ.

…………………………………………………………………

Λοιπόν, το παραμύθι έχει ως εξής.

Έγκλημα στην τηλεόραση

Χτύπησε το κινητό του και τρόμαξε. Είχε βάλει βομβητή και κάθε φορά ταραζόταν. «Ναι», είπε, κοιτάζοντας το έμπα του πλοίου στο νησί. Πανέμορφο.

«Έλα, μαλάκα, ακόμα χάνεσαι γιατί ρεμβάζεις;», τον ρώτησε με χαιρεκακία ο κολλητός του απ’ το κανάλι. «Εδώ γίνεται της πόρνης και συ γυρνάς στις παραλίες, ε; Άντε, παράτα τα και γύρνα πίσω γιατί είσαι υπό απόλυση, μ’ ακούς, ρε μαλάκα;»

Τόσες και τόσες φορές του είχε κόψει την κουβέντα όταν τον προσφωνούσε με το «μαλάκα». Ο άλλος το ‘κανε επίτηδες.

«Τι τρέχει;», τον ρώτησε.

«Ειδήσεις, ρε, δεν υπάρχουνε ειδήσεις και η διεύθυνσή μας το ξέκοψε εχτές. Όποιος δεν φέρνει ειδήσεις, θ’ απολυθεί. Έχουμε ξεσκιστεί να βγάζουμε όλες τις μαλακίες, όλα τα τσουλιά γίνανε ειδήσεις, όλοι οι μαλάκες γίνανε ειδήσεις. Και συ γυρίζεις. Γαμάς τίποτα, τουλάχιστον; Έχει γκόμενες το νησί;»

«Κάτι σακατεμένες, κάτι ζευγαρωμένες και κάτι ξενέρωτες», απάντησε παίρνοντας τον σάκο του για να κατέβει.

«Λοιπόν, ψάξε για είδηση. Έγκλημα. Ψάξε για κάνα έγκλημα. Παντού γίνονται εγκλήματα, βρες το πρώτος, ειδάλλως μη γυρίσεις, θα έχεις ήδη γίνει το “θύμα” του εγκλήματος του δελτίου ειδήσεων. Και μην το ξεχνάς: γαμείς – δεν γαμείς ο καιρός περνάει». Το ‘κλεισε.

Βγήκε στην προκυμαία, πήρε ένα ταξί και πήγε στο ξενοδοχείο που είχε κλείσει. Γυρνούσε κάνα εικοσαήμερο σε νησιά. Ούτε τηλεόραση, ούτε εφημερίδες, ούτε σκέψεις. «Πού να το βρω το έγκλημα, την πουτάνα μου!», σκέφτηκε πετώντας τον σάκο του στο κρεβάτι. Άνοιξε το παράθυρο και κοίταξε τη θάλασσα. Θέλοντας και μη έπρεπε να αρχίσει να σκέφτεται.

***

Σουρούπωνε. Στα διπλανά δωμάτια κάνανε μπάνιο, βλέπανε τηλεόραση, φωνάζανε, χτυπάγανε. «Μαλάκες», μουρμούρισε. Άλλαξε ρούχα και πήρε τον κατήφορο. Είχε ξανάρθει εδώ, το ήξερε το νησί, ήξερε πού να πάει ανάλογα με τη στιγμή. Πήγε στην καφετέρια. Κάθισε και βάλθηκε να κοιτάζει τον συρφετό που έκανε την πασαρέλα του.

«Κάποιος απ’ αυτούς μπορεί λίγο πριν να ‘χει διαπράξει ένα έγκλημα ή μπορεί να το κάνει σε λίγο. Μπορεί να το σκέπτεται τώρα, να το σχεδιάζει. Ένα έγκλημα θα σώσει την τιμή και την υπόληψή μου ως επαγγελματία δημοσιογράφου». Γύρισε στη διπλανή παρέα.

«Ακούσατε κάτι για ένα έγκλημα που έγινε στο νησί;», ρώτησε.

«Τι έγκλημα;», τον ρώτησαν.

«Δεν ξέρω ακριβώς, δημοσιογράφος είμαι, μου τηλεφώνησαν απ’ το κανάλι πως έγινε ένα έγκλημα, ξέρετε τίποτε;»

Τον κοίταξαν απορημένοι, μια κοπέλα είπε γελώντας: «Ρε σεις, μήπως ο δικός μας το ‘κανε επιτέλους κι εμείς θα το μάθουμε τελευταίοι;» Η παρέα σχολίασε γελώντας.

«Τι να έκανε ο δικός τους, σε ποιον και γιατί;», αναρωτήθηκε. Πού πότε πώς, τι γιατί και ποιος. Τα έξι αδυσώπητα ερωτήματα του ρεπόρτερ. Κοίταξε πάλι τους περαστικούς. Ξεχώρισε ένα ζευγάρι. Αυτός κοντός, χοντρός, «βαρελάτος». Αυτή κοντή και χοντρή, «βαρελάτη» επίσης.

«Ορίστε», σκέφτηκε. «Είναι δυνατόν αυτοί οι δύο να μην έχουνε ποτέ σκεφτεί να σκοτώσει ο ένας τον άλλον;»

Πλήρωσε κι έφυγε. Άρχισε να περπατάει άσκοπα. Κοίταξε τριγύρω, αλλά δεν έβλεπε τίποτα και κανέναν. «Αν τώρα δα γινόταν ένα έγκλημα, θα ήμουν άχρηστος ως αυτόπτης», σκέφτηκε. Κι αμέσως μετά βλαστήμησε. «Μη γίνεσαι μαλάκας τώρα!.. Είσαι υπό απόλυση! Τελείς υπό εκκαθάριση!»

Μπήκε σ’ ένα μπαρ. Του άρεσε γιατί πάντα είχε κόσμο η μπάρα, τα τραπέζια τ’ απεχθανόταν και μαζί όσους καθόντουσαν. Χαιρέτησε τον μπάρμαν και περίμενε το ποτό του. Σε λίγο το ‘φερε όπως ήξερε πως το πίνει. Ουίσκι σκέτο, παγάκια χώρια, μια – δυο χαρτοπετσέτες κάτω απ’ το ποτήρι.

Πάντα οι άλλοι πελάτες στην μπάρα κοιτούσαν απορημένοι και μάλλον θα σκεφτόντουσαν ότι το κάνει για να πουλήσει μούρη. «Ναι, ρε μαλάκες, μούρη πουλάω! Για την υγρασία είναι, ρε ξενέρωτοι! Και τα παγάκια χώρια είναι για να βάζω όσα θέλω, γαμώ το έγκλημά σας!»

Φώναξε τον μπάρμαν και του μίλησε τάχα σκυφτά, αλλά δυνατά για να τον ακούσουν κι οι πλαϊνοί.

«Έγινε ένα έγκλημα, άκουσες τίποτε;»

«Έγκλημα;», απόρησε ο μπάρμαν και κοίταξε και τους άλλους. «Τι έγκλημα, πότε, ποιος;»

«Αυτό ρωτάω κι εγώ. Με στείλανε απ’ την εφημερίδα και το κανάλι… Έχει γίνει ένα έγκλημα, αλλά για την ώρα το κρατάνε κρυφό απ’ τα ΜΜΕ… Δεν άκουσες τίποτα;»

«Μπα…», έκανε ο μπάρμαν. «Ακούσατε τίποτε για ένα έγκλημα;», ρώτησε τους άλλους.

«Εγώ άκουσα», άρχισε να λέει μια κοπέλα χαμογελώντας, «αλλά δεν νομίζω να διαπράχτηκε ακόμα». Οι άλλοι τη ρώτησαν και η κοπέλα τούς είπε την ιστορία ενός φίλου της που τα είχε χρόνια με μια γυναίκα αλλά πως τα ίδια περίπου χρόνια πήδαγε και την αδελφή της, με την οποία έμεναν στο ίδιο σπίτι. Μόλις αυτή έφευγε για τη δουλειά, τσουπ ο γκόμενος φώναζε την αδελφή της.

«Ε, όπως καταλαβαίνετε, δεν πρόκειται να συμβεί αυτό το έγκλημα, γιατί μάλλον ξέρουνε όλοι ότι ξέρουνε όλοι, οπότε…»

Μπήκε στο μπαρ ένας άντρας και μόλις τον είδε ο μπάρμαν έτρεξε και τον αγκάλιασε. Σφιχτήκαν, φιληθήκανε. «Έμαθα ότι ήρθες κι έλεγα πότε θα σε δω… Τι κάνεις; Μαθαίνω, μαθαίνω. Δηλαδή, όλοι μαθαίνουμε, είσαι το καμάρι του νησιού μας», του είπε ο μπάρμαν. Ο άντρας χαμογέλασε σεμνά, είπανε διάφορα παλιά δικά τους, ο μπάρμαν έβαλε κι ένα σφηνάκι κι ο άλλος έφυγε.

«Καλά, ε… αυτόν έχω να τον δω είκοσι χρόνια! Μεγάλος και τρανός! Άφησε τα χωράφια και τα εμφιαλώματα και πήγε να σπουδάσει. Ο πατέρας του πυρ και μανία! Αλλά όταν έφτασαν τα χαμπέρια, διπλώματα, διακρίσεις, ο γέρος γυροφέρνει περήφανος και δείχνει όλα τ’ αποκόμματα του “άσωτου υιού”. Απ’ την ημέρα που ήρθε για διακοπές κάθε μέρα στήνει γλέντι ο γέρος του… Καλά δεν τον έχεις δει στα κανάλια;»

Ποτό.

Όταν ο μπάρμαν τού έφερε το ποτό, έσκυψε στ’ αυτί.

«Κοίτα πίσω σου, στη γωνία, έναν που πίνει μόνος του… Είναι ο αδελφός του!»

Γύρισε αργά αργά. Ένας μεστωμένος άνδρας, μελαψός, ρυτιδιάρης, έπινε μοναχικά κι ούτε έδινε σημασία τριγύρω.

«Τι κάνει αυτός;», ρώτησε.

«Εδώ, στην περιουσία. Δουλευτής, ωραίος! Πολύ περήφανος για τον αδελφό του. Τη μισή περιουσία του έστειλε για να σπουδάσει και να μη δουλεύει γκαρσόνι. Ωραίος άνθρωπος σου λέω!»

«Μ’ αρέσει», είπε. «Μπορώ να του στείλω ένα ποτό ή…;»

«Ναι ρε», έκανε ο μπάρμαν, «αφού σου λέω είναι πολύ μαγκιά ο άνθρωπος!»

Πήγε, έβαλε το ποτό, βγήκε από την μπάρα και το πήγε ο ίδιος. Κάτι του είπε δείχνοντάς τον, ο άλλος κούνησε το κεφάλι του, μετά σήκωσε το ποτήρι του, χαμογέλασε και ήπιε μια γουλιά. Ο μπάρμαν συνέχισε να του μιλάει. Ο άλλος πότε κοίταζε αυτόν, πότε τον μπάρμαν.

Σκέφτηκε τα λόγια τού κολλητού του. «Τελείς υπό εκκαθάριση!» Βλαστήμησε.

Χρόνια τώρα στο κουρμπέτι και ποτέ δεν του έτυχε η «καλή». Ποτέ δεν είχε πέσει πάνω σ’ ένα γεγονός, σε μια «είδηση». Άνοιγε τα κανάλια κι έβλεπε όλους τους «σταρ» και φανταζότανε ότι τους σφάζει όλους εν ψυχρώ. Αυτοί, δηλαδή, ήσαν οι μάγκες κι αυτός ο «κανένας»;

Ο μπάρμαν γύρισε. «Σ’ ευχαριστεί πολύ και τα παρόμοια. Τον ρώτησα και για το έγκλημα που είπες, και ξέρεις τι μου είπε;»

«Τι;», ρώτησε.

«Εγώ δεν τ’ άκουσα ακόμη, αλλά ξέρω πως θα γίνει. Πλάκα ε;»

Γύρισε και τον κοίταξε. Ο άλλος τον κοίταξε κι αυτός έντονα. Σαν να τον καλούσε στο τραπέζι. Πήγε.

Μιλώντας με τον άντρα που λίγο πριν έπινε μόνος του και τώρα μαζί του, σκεφτόταν το γράμμα. Ένα γράμμα που είχε βρει ρίχνοντας το άδειο πακέτο του στον μικρό κάλαθο απορριμμάτων ενός σταθμού υπεραστικών λεωφορείων, πριν ένα μήνα, κάπου στην Πελοπόννησο. Είδε μια κόλλα σκισμένη στα τέσσερα. Πρώτη φορά θα ήταν; Όχι. Αυτήν τη φορά όμως έσκυψε και τα πήρε. Όταν γύρισε στο ξενοδοχείο, τα άπλωσε πάνω στο γραφείο του δωματίου και τα συναρμολόγησε στα γρήγορα. Ήταν ένα γράμμα που είχε γράψει μια γυναίκα σ’ έναν άντρα. Φαινόταν παθιασμένη μαζί του, αλλά μάλλον δεν της «έβγαινε», μια κι ο άλλος ήταν γκέι και ερωτευμένος με άντρα. Κι αυτή του έγραφε να πάει επιτέλους μαζί του, να πηδηχτούνε, για να «τον ξεπεράσει», ¬έτσι έγραφε¬ και μετά «εγώ θα σε δεχτώ, το ξέρεις, δεν το ξέρεις; Είμαι ΔΙΚΗ σου, μπορείς να με κάνεις ό,τι θέλεις, να με πατήσεις, να με ξευτελίσεις, όπως έχεις ξανακάνει». Η τρελή σύμπτωση όμως ήταν πως κατάλαβε ποια ήταν αυτή η γυναίκα. Όχι μόνο απ’ το όνομά της στο τέλος, αλλά και από τα συμφραζόμενα. Ήταν μια γνωστή του, αδιάφορη εμφανισιακά έως άσχημη, χοντρή, πλαδαρή, αντιερωτική που ένας άντρας ούτε καν να την κοιτούσε, όχι να την αγκαλιάσει ερωτικά και, μάλιστα, να του σηκωθεί. Κι όμως, ήταν παντρεμένη μ’ έναν ωραίο άντρα. Αλλά γκέι. Κι αυτή τώρα ερωτευμένη μ’ έναν άλλον γκέι!.. Γιατί το ‘σκισε το γράμμα; Άντε να καταλάβεις… Άβυσσος οι ανθρώπινες σχέσεις… Και αυτός τώρα σκεφτόταν ότι θα μπορούσε να στείλει το γράμμα στον άντρα της, αυτός να λυσσάξει ότι τον απατάει με γκέι (αλλιώς θα το καταλάβαινε) και να τη σφάξει. Κι έτσι θα ήταν ο πρώτος και μόνος ρεπόρτερ που θα ήξερε το ζουμί του εγκλήματος κι απ’ τη μια μέρα στην άλλη θα γινότανε κι αυτός «σταρ» της μάχιμης δημοσιογραφίας.

Αυτά ακριβώς σκεφτόταν ακούγοντας τον άλλον να του λέει, πιωμένος κι αγριεμένος, στη μισοσκότεινη γωνιά του μπαρ: «Θα μπορούσα και να τον σκοτώσω! Δηλαδή, το ‘χω σκεφτεί, το σκέφτομαι… Ίσως το κάνω. Θα το κάνω, γαμώ την κοινωνία την πουτάνα!»

Σταμάτησε να σκέφτεται το γράμμα και το πιθανό έγκλημα ερωτικού πάθους που θα σκηνοθετούσε και κρεμάστηκε από τα μάτια του άλλου. «Εδώ είμαστε».

***

«Η κοινωνία που φτιάχνουμε για σας, η κοινωνία που θα ζήσετε ώσπου να σας πεθάνουμε, θα είναι μια κοινωνία του μίσους και του τρόμου», είπε ο βασανιστής στον τελευταίο αντιστεκόμενο πολίτη του «1984», του Όργουελ, δηλαδή του «Μεγάλου Αδελφού».

«Δεν θ’ αντιστέκεται κανείς πια, δεν θα σκέφτεται κανείς, γιατί δεν θα υπάρχουν λέξεις παρά μόνο γι’ αυτά που εμείς θα θέλουμε να σκέφτεστε, δεν θα υπάρχουν άλλα νοήματα παρά μόνο αυτά που θα σας εμφυτεύσουμε, δεν θα υπάρχουν άλλα συναισθήματα εκτός απ’ τον φόβο, το μίσος και τον τρόμο. Θα σας τσακίσουμε το πνεύμα και την ψυχή. Είσαστε δικοί μας, ό,τι θέλουμε θα σας κάνουμε».

***

(Κάνω «φλας φοργουορντ», δηλαδή πάω δυο μέρες μετά. Το κανάλι που δούλευε άρχισε να προβάλλει μετά μανίας το κρόουλ πάνω απ’ την εικόνα. «Αποκλειστικό! Συγκλονιστικό! Στο βραδινό δελτίο ειδήσεων η μεγάλη αποκλειστικότητα του καναλιού μας. Καρέ καρέ το στυγερό έγκλημα που συγκλόνισε το πανελλήνιο!»)

***

Παρήγγειλε κι άλλα ποτά, μετά κι άλλα κι άλλα. Κάποια στιγμή είπε στον άντρα που μιλούσε ασταμάτητα, βλαστημώντας και κλαίγοντας πολλές φορές, πως πρέπει να πάει στην τουαλέτα. Πήρε τον κολλητό του στο τηλέφωνο.

«Μαλάκα, άκουσέ με καλά. Στείλτε συνεργείο. Επειγόντως! Στείλτε το με ελικόπτερο. Έλα και συ άμα θες. Βρήκα το έγκλημα! Θα σκίσουμε! Θα τους γαμήσουμε! Θα καούνε τα μηχανάκια, μαλάκα!»

Ξαναγύρισε στο τραπέζι. Ο άντρας συνέχισε τον οργισμένο του μονόλογο.

«Τόσα χρόνια δουλεύω τη γη μας σαν κολίγος! Πέντε τόνους λάδι τη χρονιά, είκοσι τόνους κρασί σε δική μου εμφιάλωση. Ούτε παντρεύτηκα, ούτε γλέντησα, μ’ άρεσε δεν λέω, αλλά όχι τώρα να με κοιτάνε σαν ΤΙΠΟΤΑ! Δεν είμαι εγώ ΤΙΠΟΤΑ! ΟΛΑ για τον αδελφό μου! ΟΛΑ ΓΙ’ ΑΥΤΟΝ! Τέλειωσα τη ζωή μου μέσα στο χώμα! Είναι δικαιοσύνη αυτό; Το βλέπεις εσύ για δικαιοσύνη; Στο χώμα θα τη βάλω εγώ αυτή τη δικαιοσύνη!.. Πάμε», του είπε τέλος.

«Πάμε; Πού;», ρώτησε αλαφιασμένος. Τότε χτύπησε το κινητό του.

«Μια στιγμή», είπε κι απάντησε. «Μαλάκα, σε μια ώρα είν’ εκεί το συνεργείο», του είπε ο κολλητός του απ΄το κανάλι.

Το ‘κλεισε και ξαναρώτησε τον κολίγο. «Πάμε πού;»

«Θέλω να ‘σαι μπροστά που θα το κάνω, δημοσιογράφος δεν είσαι; Θέλω να με βγάλεις στα κανάλια. Μόνο ΑΥΤΟΣ θα βγαίνει στα κανάλια, γαμώ την κοινωνία την πουτάνα;»

«Πάμε μια βόλτα», του είπε. «Σε μια ώρα έρχονται οι δικοί μου. Ό,τι κάνεις θα το κάνεις μπροστά στην κάμερα. Θέλεις;»

«Θέλω!», απάντησε κι έλαμψαν τα μάτια του. Το οινόπνευμα είχε ήδη μεταλλαχτεί σε φονικό όπλο.

Βγήκαν έξω. Τον πήγε απ’ το σπίτι του. Το γλέντι συνεχιζόταν. Ο γέρος του έριχνε μπαλωθιές για το καμάρι του «άσωτου».

«Θα σου δείξω, κωλόγερε», μούγκρισε.

«Όχι, ακόμα», τον συγκράτησε. «Πάμε μια βόλτα». Κοίταξε κρυφά το ρολόι του.

Πάνω στη στιγμή κατέφθασε το συνεργείο.

«Μια στιγμή, έρχομαι», του είπε ο άντρας. Πήγε απ’ την πίσω πόρτα και σε λίγο ξαναγύρισε κρατώντας μια καραμπίνα. «Έτοιμη η κάμερα; Ελάτε πίσω μου… Τώρα θα πάρω τη ζωή μου πίσω.»

(Πάλι «φλας φοργουορντ». Τα πλάνα των δελτίων ειδήσεων ήταν πράγματι συγκλονιστικά. Πράγματι καρέ καρέ. Ο δολοφόνος προχωράει στο σκοτάδι, φωτισμένος μόνο απ’ το φως της κάμερας του καναλιού… Φτάνει στην μπροστινή πόρτα… Κλωτσάει… ορμάει μέσα… κι αδειάζει την καραμπίνα πάνω στον γέρο του… Πανικός… Στη συνέχεια, ο πατροκτόνος με χειροπέδες σπρώχνεται μέσα στο περιπολικό… Γυναίκες σκούζουν… Τραυματιοφορείς μεταφέρουν τον διάτρητο από σκάγια πατέρα… Ο αδελφός στην πόρτα κλαίει με λυγμούς… Το ΕΓΚΛΗΜΑ διεπράχθη.)

***

ΥΓ 1: Βέβαια, υπήρξε και μια μικρή συνέχεια με μεγάλες συνέπειες. Πρώτα πρώτα ο ποινικολόγος που είχε μιληθεί απ’ το κανάλι για την υπεράσπιση του πατροκτόνου πνίγηκε ενώ έκανε μπάνιο στη θάλασσα. Δεύτερο, το κανάλι ¬ως συνήθως¬ αθέτησε την υπόσχεσή του να δώσει κάποια χιλιάδες ευρώ στον αμετανόητο δολοφόνο για τη «ζωντανή» κάλυψη του εγκλήματος. Και τρίτο ¬και κυριότερο¬, ο πατροκτόνος μετανόησε. «Ήθελα κι εγώ να γίνω πρωτοσέλιδο και να μπω στις ειδήσεις, αλλά έχω να σας πω ότι εγώ ΣΚΕΦΤΟΜΟΥΝ το έγκλημα, αλλά αυτός ο δημοσιογράφος και το κανάλι μ’ έσπρωξαν να το ΚΑΝΩ. (Και ξανά πρωτοσέλιδο και ξανά η πρώτη είδηση σ’ όλα τα δελτία…)

ΥΓ 2: Το κανάλι επέρριψε τις ευθύνες στον δημοσιογράφο. «Εμείς δεν ξέραμε τίποτα, μόνος του τα οργάνωσε». Ο δημοσιογράφος συνελήφθη.

ΥΓ 3: Κι έγινε κι αυτός πρωτοσέλιδο και πρώτη είδηση… Κι άρχισαν να πέφτουν οι προτάσεις για συνεργασία και οι προκαταβολές από όλα τα κανάλια.

ΥΓ 4: Μέχρι και το Χόλυγουντ ενδιαφέρθηκε.

ΥΓ 5: «Μεγάλε Αδελφέ, σ’ αγαπάω», μουρμούρισε ο ρεπόρτερ στο κελί του.

……………………………………………………………………………..

Σημείωση του τέλους. Σας φάνηκε απίστευτο; Μα μόνο τα απίστευτα συμβαίνουν πλέον. Τα ακούμε, λέμε τς τς τς και προχωράμε μέχρι να μας τροφοδοτήσουνε με τα πολλά επόμενα απίστευτα.

Τα ΜΜΕ είναι η στυγνότερη δικτατορία.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης