Το παρακάτω άρθρο γράφει ο  Χρήστος Ηλ. Τσίχλης δικηγόρος Αθηνών – Συνταγματολόγος – Υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος Πρώτης (1ης) Κοινότητας Δήμου Αθηναίων με υποψήφιο δήμαρχο τον Κώστα Μπακογιάννη (Κολωνάκι, Κουκάκι, Μοναστηράκι, Μεταξουργείο, Εξάρχεια, Σύνταγμα, Ομόνοια, Πλάκα, Ψυρρή, Λυκαβηττός, Άγιος Παύλος, Κάτω Ιλίσια, Νεάπολη Εξαρχείων, Λόφος Στρέφη, Ιουλιανού, Πεδίο του Άρεω, Αρχαιολογικό Μουσείο):                                                                                                                                                                                       

Τα φαινόμενα που ο εκπρόσωπος ενός δημόσιου φορέα ή πολύ περισσότερο ενός Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης Δήμου ή περιφέρειας, είναι ταυτόχρονα ελέγχων και ελεγχόμενος, προσπαθεί να ματαιώσει η αλλαγή  στον Ποινικό Κώδικα από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Τα φαινόμενα αυτά ουσιαστικά έφεραν τους επικεφαλής οργανισμών του δημοσίου ή ΟΤΑ να πρέπει να υποβάλλουν μηνύσεις για άδικες πράξεις σε βάρος των υπηρεσιών που προΐστανται για να κινηθεί ποινική διαδικασία, δηλαδή να κινήσουν οι ίδιοι διαδικασία εις βάρος τους. Το προβληματικό αυτό γεγονός καταργεί η τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 114 ποινικού κώδικα, στην οποία θα προστεθεί παράγραφος που θα αναφέρει πως “τα εγκλήματα σε βάρος του νομικού προσώπου του δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, διώκονται πάντοτε αυτεπαγγέλτως”.

Στα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα αδικήματα, ο Εισαγγελέας κινεί την ποινική δίωξη μετά από καταγγελία οποιουδήποτε προσώπου, ανεξαρτήτως εάν είναι ο αμέσως παθών ή ο αμέσως ζημιωθείς από την καταγγελλόμενη πράξη. Για παράδειγμα, σε περίπτωση που ο Α με την απειλή όπλου αφαιρέσει το πορτοφόλι του Β ενώπιον του Γ, τότε ο Γ μπορεί να καταγγέλει την αξιόποινη πράξη της ληστείας που τέλεσε ο Α εις βάρος του Β, μολονότι η πράξη δεν στράφηκε εναντίον του ούτε ζημιώθηκε από αυτήν με οποιοδήποτε τρόπο. Εν προκειμένω, η καταγγελία της πράξης από τον τρίτο Γ λέγεται μήνυση.

Πρόκειται για μια εύλογη ρύθμιση αφού καθιστά αυτεπάγγελτα όλα τα αδικήματα σε βάρος του νομικού προσώπου του δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης. Είναι κρίσιμη αυτή η διατύπωση ,αφού καταργεί οποιαδήποτε υπόνοια προστασίας δραστών λόγω μη κατάθεσης εγκλήσεως από δημόσιους φορείς. Στο άρθρο 114 προστίθεται τρίτη παράγραφος και το άρθρο διαμορφώνεται ως εξής:

Άρθρο 114: Μη υποβολή έγκλησης ή δήλωση παραίτησης από το δικαίωμα της έγκλησης-Εγκλήματα σε βάρος του Δημοσίου.

1. Όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης, το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υποβάλει την έγκληση μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που έμαθε για την τέλεση της πράξης και για τον δράστη της ή για έναν από τους συμμετόχους.

2. Το ίδιο αποτέλεσμα συνεπάγεται και η ρητή δήλωση του δικαιούχου της έγκλησης ενώπιον της αρμόδιας αρχής, ότι παραιτείται από το δικαίωμα της έγκλησης.

3.Τα εγκλήματα σε βάρος του νομικού προσώπου του δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, διώκονται πάντοτε αυτεπαγγέλτως. Σήμερα εάν για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης, ο νόμος απαιτεί έγκληση,  ο παθών θα πρέπει να την υποβάλει έγκληση προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε. Διαφορετικά, το αξιόποινο της πράξης εξαλείφεται και η Πολιτεία δεν έχει πλέον εξουσία να διώξει τον φερόμενο δράστη της εν λόγω πράξης.
Οι πιο συνηθισμένες αξιόποινες πράξεις στον Ποινικό μας Κώδικα για την δίωξη των οποίων προϋποτίθεται η υποβολή έγκλησης είναι η απλή σωματική βλάβη, εξύβριση, η συκοφαντική δυσφήμηση, η διατάραξη οικιακής ειρήνης, η αυτοδικία, η απειλή.

Εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία:

Ι. Χρήση της υπηρεσίας για ιδιωτικό όφελος.

Άρθρο 235

Δωροληψία υπαλλήλου.

1. Υπάλληλος ο οποίος ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή μέσω τρίτου, για τον εαυτό του ή για άλλον, οποιασδήποτε φύσης αθέμιτο ωφέλημα, ή αποδέχεται την υπόσχεση παροχής τέτοιου ωφελήματος, για ενέργεια ή παράλειψή του σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή. Αν ο υπαίτιος τελεί την πράξη του προηγούμενου εδαφίου κατ` επάγγελμα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή.

2. Αν η ως άνω ενέργεια ή παράλειψη του υπαιτίου αντίκειται στα καθήκοντα του, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή. Αν ο υπαίτιος τελεί την πράξη του προηγούμενου εδαφίου κατ` επάγγελμα τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή.

3. Υπάλληλος ο οποίος ζητεί ή λαμβάνει, για τον εαυτό του ή για άλλον, αθέμιτη παροχή περιουσιακής φύσης, επωφελούμενος από την ιδιότητα του, τιμωρείται με φυλάκιση, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη.

4. Προϊστάμενοι υπηρεσιών ή επιθεωρητές ή πρόσωπα που έχουν την εξουσία λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε υπηρεσίες του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου τιμωρούνται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη, αν με παράβαση συγκεκριμένου υπηρεσιακού καθήκοντος από αμέλεια, δεν απέτρεψαν πρόσωπο που τελεί υπό τις εντολές τους ή υπόκειται στον έλεγχο τους από την τέλεση πράξης των προηγούμενων παραγράφων.

5. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 εφαρμόζονται και όταν οι πράξεις τελούνται από: α) λειτουργούς ή άλλους υπαλλήλους με οποιαδήποτε συμβατική σχέση, κάθε δημόσιου διεθνούς ή υπερεθνικού οργανισμού ή φορέα στον οποίο η Ελλάδα είναι μέλος, καθώς και κάθε πρόσωπο, αποσπασμένο ή όχι, που εκτελεί καθήκοντα τα οποία αντιστοιχούν σε αυτά που εκτελούν οι λειτουργοί ή άλλοι υπάλληλοι ή β) οποιοδήποτε πρόσωπο που ασκεί δημόσιο λειτούργημα ή υπηρεσία για ξένη χώρα, υπό τον όρο της αμοιβαιότητας. Στις περιπτώσεις αυτές οι ελληνικοί

ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται όταν: α) συντρέχουν οι όροι του άρθρου 5, β) η πράξη τελείται στην αλλοδαπή από ημεδαπό, ακόμα κι αν δεν είναι αξιόποινη κατά τους νόμους της χώρας όπου τελέστηκε ή γ) η πράξη τελείται στην αλλοδαπή από υπάλληλο οργάνου ή οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει την έδρα του στην Ελλάδα.

Άρθρο 236.

Δωροδοκία υπαλλήλου.

1. Όποιος προσφέρει, υπόσχεται ή παρέχει σε υπάλληλο, άμεσα ή μέσω τρίτου, οποιασδήποτε φύσης αθέμιτο ωφέλημα, για τον εαυτό του ή για άλλον, για ενέργεια ή παράλειψη του υπαλλήλου σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή.

2. Αν η ως άνω ενέργεια ή παράλειψη αντίκειται στα καθήκοντα του υπαλλήλου, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή.

3. Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και όταν η πράξη απευθύνεται προς τα πρόσωπα της παρ. 5 του προηγούμενου άρθρου.

4. Διευθυντής επιχείρησης ή άλλο πρόσωπο που έχει την εξουσία λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε επιχείρηση τιμωρείται φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα, αν από αμέλεια δεν απέτρεψε πρόσωπο που τελεί υπό τις εντολές του ή υπόκειται στον έλεγχο του από την τέλεση προς όφελος της επιχείρησης πράξης των προηγούμενων παραγράφων.

5. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου επί πράξεων που τελέσθηκαν στην αλλοδαπή από ημεδαπό, δεν είναι αναγκαία η πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 6.

Άρθρο 237

Δωροληψία και δωροδοκία δικαστικών λειτουργών.

1. Όποιος καλείται κατά το νόμο να εκτελέσει δικαστικά καθήκοντα ή ο διαιτητής, αν ζητήσει ή λάβει, άμεσα ή μέσω τρίτου, για τον εαυτό του ή για άλλον, οποιασδήποτε φύσης αθέμιτο ωφέλημα, ή αποδεχθεί την υπόσχεση παροχής τέτοιου ωφελήματος, για ενέργεια του ή παράλειψη, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, που ανάγεται στην εκτέλεση των καθηκόντων του κατά την απονομή της δικαιοσύνης ή την επίλυση διαφοράς, τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή.

2. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος για τον πιο πάνω σκοπό υπόσχεται ή παρέχει τέτοια ωφελήματα, άμεσα ή μέσω τρίτου, στα πρόσωπα της προηγούμενης παραγράφου, για τους εαυτούς τους ή για άλλον.

3. Διευθυντής επιχείρησης ή άλλο πρόσωπο που έχει την εξουσία λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε επιχείρηση τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη, αν από αμέλεια δεν απέτρεψε πρόσωπο που τελεί υπό τις εντολές του ή υπόκειται στον έλεγχο του από την τέλεση προς όφελος της επιχείρησης της πράξης της παραγράφου.

4. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και όταν οι πράξεις τελούνται από ή προς: α) μέλη του Δικαστηρίου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, β) όσους ασκούν δικαστικά καθήκοντα ή καθήκοντα διαιτητή σε διεθνή δικαστήρια των οποίων η δικαιοδοσία είναι αποδεκτή από την Ελλάδα ή γ) δικαστές, ενόρκους ή διαιτητές άλλων κρατών σχετικά με την άσκηση των δικαστικών τους καθηκόντων, υπό τον όρο της αμοιβαιότητας. Στις περιπτώσεις αυτές οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται όταν: α) συντρέχουν οι όροι του άρθρου 5, β) η πράξη τελείται στην αλλοδαπή από ή προς ημεδαπό, ακόμα κι αν δεν είναι αξιόποινη κατά τους νόμους της χώρας όπου τελέστηκε ή γ) η πράξη τελείται στην αλλοδαπή από υπάλληλο οργάνου ή οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει την έδρα του στην Ελλάδα.

Άρθρο 237Α

Εμπορία επιρροής – Μεσάζοντες.

1. Όποιος ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή μέσω τρίτου, οποιασδήποτε φύσης ωφέλημα, για τον εαυτό του ή για άλλον, ή αποδέχεται την υπόσχεση παροχής τέτοιου ωφελήματος ως αντάλλαγμα για αθέμιτη επιρροή την οποία ισχυρίζεται ή επιβεβαιώνει, ψευδώς ή αληθώς, ότι μπορεί να ασκήσει σε κάποιο από τα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 159, 235 παρ. 1 και 237 παρ. 1, ώστε αυτά να προβούν σε πράξη ή παράλειψη που ανάγεται στην άσκηση των καθηκόντων τους, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή.

2. Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται και όποιος προσφέρει, υπόσχεται ή παρέχει, άμεσα ή μέσω τρίτου, οποιασδήποτε φύσης ωφέλημα , για τον εαυτό του ή για άλλον, σε πρόσωπο που ισχυρίζεται ή επιβεβαιώνει, ψευδώς ή αληθώς, ότι μπορεί να ασκήσει αθέμιτη επιρροή σε κάποιο από τα πρόσωπα που απαριθμούνται στα άρθρα 159, 235 παρ. 1 και 237 παρ. 1, ώστε αυτά να προβούν σε πράξη ή παράλειψη που ανάγεται στην άσκηση των καθηκόντων τους.

΄Αρθρο 238

Δήμευση

Στις περιπτώσεις των άρθρων 235 έως και 237Β το δικαστήριο επιβάλλει στον καταδικασθέντα και την παρεπόμενη ποινή της δήμευσης (άρθρο 68).

ΙΙ. Κατάχρηση υπαλληλικής ιδιότητας.

Άρθρο 239

Κατάχρηση εξουσίας.

Υπάλληλος στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη ή η ανάκριση αξιόποινων πράξεων: α) αν μεταχειρίστηκε παρανόμως εκβιαστικά μέσα για να πετύχει οποιαδήποτε έγγραφη ή προφορική κατάθεση κατηγορουμένου, μάρτυρα ή πραγματογνώμονα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα κατά το άρθρο 239Α, β) αν εν γνώσει του εξέθεσε σε δίωξη ή τιμωρία κάποιον αθώο ή παρέλειψε να διώξει κάποιον υπαίτιο, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή, αν πρόκειται για κακούργημα και με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή, αν πρόκειται για πλημμέλημα.

Άρθρο 239Α.

Βασανιστήρια.

1. Υπάλληλος ή στρατιωτικός, στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη, η ανάκριση ή η εξέταση αξιόποινων πράξεων ή πειθαρχικών παραπτωμάτων ή η εκτέλεση ποινών ή η φύλαξη ή η επιμέλεια κρατουμένων, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη, εάν υποβάλλει σε βασανιστήρια κατά την εκτέλεση αυτών των καθηκόντων πρόσωπο που βρίσκεται στην εξουσία του με σκοπό: α) να αποσπάσει από αυτό ή από τρίτο πρόσωπο ομολογία, κατάθεση, πληροφορία ή δήλωση ιδίως αποκήρυξης ή αποδοχής πολιτικής ή άλλης ιδεολογίας, β) να το τιμωρήσει ή γ) να εκφοβίσει αυτό ή τρίτα πρόσωπα. Με την ίδια ποινή τιμωρείται υπάλληλος ή στρατιωτικός, που με εντολή των προϊσταμένων του ή αυτοβούλως σφετερίζεται τέτοια καθήκοντα και τελεί τις πράξεις του προηγούμενου εδαφίου.

2. Επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν οι πράξεις της προηγούμενης παραγράφου: α) τελούνται με μέσα ή τρόπους συστηματικού βασανισμού, ιδίως κτυπήματα στα πέλματα του θύματος (φάλαγγα), ηλεκτροσόκ, εικονική εκτέλεση ή παραισθησιογόνες ουσίες ή β) έχουν ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη του θύματος. Η ποινή αυτή επιβάλλεται και όταν ο υπαίτιος, ως προϊστάμενος, έδωσε την εντολή τέλεσής τους.

3. Σωματική κάκωση, βλάβη της υγείας, άσκηση παράνομης σωματικής ή ψυχολογικής βίας και κάθε άλλη σοβαρή προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που τελείται από τα πρόσωπα, υπό τις περιστάσεις και για τους σκοπούς που προβλέπει η παράγραφος 1, εφόσον δεν υπάγεται στην έννοια των βασανιστηρίων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή, αν δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη. Επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη αν συντρέχουν οι επιβαρυντικές περιστάσεις της προηγούμενης παραγράφου. Ως προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας θεωρούνται ιδίως: α) η χρησιμοποίηση ανιχνευτή αλήθειας, β) η παρατεταμένη απομόνωση, γ) η σοβαρή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας.

4. Αν οι πράξεις των προηγούμενων παραγράφων επέφεραν το θάνατο του θύματος επιβάλλεται κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών.

5. Βασανιστήρια συνιστούν, κατά το άρθρο αυτό, κάθε μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης για την υγεία ή ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, καθώς και κάθε παράνομη χρησιμοποίηση χημικών, ναρκωτικών ή άλλων φυσικών ή τεχνικών μέσων με σκοπό να κάμψουν τη βούληση του θύματος. Δεν υπάγονται στην έννοια των βασανιστηρίων πράξεις ή συνέπειες συμφυείς προς τη νόμιμη εκτέλεση ποινής ή άλλου νόμιμου περιορισμού της ελευθερίας ή προς άλλο νόμιμο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού.

6. Η καταδίκη για τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4 συνεπάγεται αυτοδίκαιη αποστέρηση αξιωμάτων και θέσεων, που επέρχεται μόλις η καταδικαστική απόφαση γίνεται αμετάκλητη.

7. Σε περίπτωση που οι πράξεις του άρθρου αυτού τελούνται υπό καθεστώς σφετερισμού της λαϊκής κυριαρχίας, η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει μόλις αποκατασταθεί η νόμιμη εξουσία.

8. Η συνδρομή των όρων των άρθρων 20 έως 25 ουδέποτε αίρει τον άδικο χαρακτήρα των πράξεων αυτού του άρθρου.

9. Ο παθών των πράξεων του άρθρου αυτού δικαιούται να απαιτήσει από τον αμετακλήτως καταδικασθέντα και από το δημόσιο, που ευθύνονται σε ολόκληρο, αποζημίωση για τις ζημίες που υπέστη και χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη ή περιουσιακή βλάβη.        Στο άρθρο 259 Π.Κ., αναφέρεται το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος, ένα έγκλημα με συχνή παρουσία στα δικαστήρια της χώρας μας. Συγκεκριμένα, ο ποινικός κώδικας προβλέπει πως:

<<Yπάλληλος πού με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το Κράτος ή κάποιον άλλο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έως 2 έτη, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη.>>.

Eκ του άρθρου 259 Π.Κ., προστατεύεται αφενός η ομαλή και σύμφωνη με τους νόμους διεξαγωγή της δημόσιας υπηρεσίας, αφετέρου η εμπιστοσύνη των πολιτών αλλά και το συμφέρον του κράτους, στην εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας.

Tο αδίκημα της παράβασης καθήκοντος, πρόκειται για ένα έγκλημα ιδιαίτερο, απλό απλότρoπο, απλής συμπεριφοράς, ενέργειας, μη ιδιοχειρο, πλημμεληματικού βαθμού, στιγμιαίο και αφηρημένης διακινδύνευσης.

Στην αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος αυτού ανήκουν, ο δράστης του εγκλήματος, το αντικείμενο του εγκλήματος, η πράξη της προσβολής του εννόμου αγαθού, η αντικειμενική προσφορότητα (καταλληλότητα) της πράξης να προσπορίσει στον δράστη ή σε άλλον όφελος ή να βλάψει άλλον ή το κράτος και η αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην πράξη της προσβολής και στη βλάβη ή το όφελος, που επιδιώκει να επιφέρει ο δράστης.

Στο συγκεκριμένο αδίκημα αντικείμενο, ήτοι αποδέκτης της εγκληματικής συμπεριφοράς είναι τα καθήκοντα της υπηρεσίας του υπαλλήλου.

H εκδήλωση της πράξης προσβολής του εννόμου αγαθού, στο αδίκημα της παράβασης καθήκοντος, εκδηλώνεται με τη μορφή της παράβασης των υπηρεσιακών καθηκόντων του υπαλλήλου. Τα καθήκοντα του κάθε υπαλλήλου διακρίνονται σε υπαλληλικά, που είναι τα γενικά καθήκοντα που έχει κάθε υπάλληλος σύμφωνα με τον νόμο και σε υπηρεσιακά, που αφορούν το συγκεκριμένο αντικείμενο που έχει ανατεθεί στην αρμοδιότητα του υπαλλήλου, στο συγκεκριμένο τομέα της δραστηριότητας του. Τα υπαλληλικά καθήκοντα έχουν ως χαρακτηριστικό τους πως είναι η ίδια, για όλους τους υπαλλήλους ανεξάρτητα από την υπηρεσία στην οποία εργάζονται, ενώ αντιθέτως τα υπηρεσιακά καθήκοντα διαφέρουν ανάλογα με το είδος της υπηρεσιακής απασχόλησης του κάθε υπαλλήλου.

Κατά πάγια νομολογία, το επίδικο μέτρο περί αυτοδίκαιης έκπτωσης υπαλλήλου λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδικαστικής απόφασης αποτελεί θεμιτό περιορισμό της υπαλληλικής σχέσεως, δεδομένου ότι η αυτοδίκαιη έκπτωση των αμετακλήτως καταδικασθέντων υπαλλήλων για ορισμένα, σοβαρά και μη αρμόζοντα, κατά την κρίση του νομοθέτη, στην ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου ποινικά αδικήματα, ανεξάρτητα από την διαταχθείσα από το δικαστήριο αναστολή εκτελέσεως της κύριας ποινής, επιβάλλεται ως δυσμενές διοικητικό μέτρο, ευλόγως, για λόγους δημοσίου συμφέροντος και, ειδικότερα, προς τον σκοπό της εύρυθμης λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας (βλ. ΣτΕ 1862/2017 6η σκέψη, ΣτΕ 1911/2006 8η σκέψη, 2985/2014 6η σκέψη – πρβλ. ΣτΕ 3314/2014 Ολομέλεια 8η σκέψη). Άρα, δεν παραβιάζεται το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος περί οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας ούτε η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας.

Μάλιστα, τυχόν αναστολή εκτελέσεως της επιβληθείσας ποινής βάσει των διατάξεων της ποινικής νομοθεσίας δεν ασκεί επιρροή στην έκπτωση του υπαλλήλου, το έννομο αποτέλεσμα της οποίας επέρχεται αυτοδικαίως από την αμετάκλητη καταδίκη του. (βλ. ΣτΕ 1862/2017 7η σκέψη). Το έννομο αποτέλεσμα της εκπτώσεως του αμετακλήτως καταδικασθέντος υπαλλήλου επέρχεται ανεξαρτήτως του τρόπου εκτελέσεως της επιβληθείσης ποινής και θα ήταν παράνομη ή παράλειψη της Διοικήσεως να εκδώσει τη διαπιστωτική πράξη περί εκπτώσεως για το λόγο αυτό. Εν προκειμένω, λοιπόν, η Διοίκηση ενεργεί κατά δέσμια αρμοδιότητα και, άρα, οι αρχές της επιείκειας και της χρηστής διοίκησης δεν έχουν πεδίο εφαρμογής, ενώ δεν μπορεί να γίνει λόγος περί παραβιάσεως του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως του διοικουμένου, αφού η πράξη εκδίδεται κατά δέσμια αρμοδιότητα της Διοίκησης, βασίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα και όχι στην υποκειμενική συμπεριφορά του ενδιαφερομένου.            Σύμφωνα με το άρθρο 104 παρ.1 του Υπαλληλικού Κώδικα, αν κατά του δημοσίου υπαλλήλου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για αδίκημα το οποίο μπορεί να επισύρει την έκπτωση από την υπηρεσία, εκείνος τίθεται σε αργία μόνο δυνητικά. Εφόσον λοιπόν, γίνει η απαραίτητη στάθμιση, και αναδειχθούν λόγοι δημοσίου συμφέροντος, ο διωκόμενος υπάλληλος, τίθεται σε αργία, η οποία αρχίζει από την κοινοποίηση της σχετικής πράξης.

Εξαίρεση εισάγεται για τους εκπαιδευτικούς και εν γένει για τους υπαλλήλους που υπηρετούν σε σχολείο, όπου σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 1περ. γ’, αν έχει ασκηθεί εναντίον τους ποινική δίωξη για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή για οποιοδήποτε έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης γενετήσιας ζωής, τίθενται αυτοδίκαια σε αργία.

Στα άρθρα 105 και 106 του εισαγωγικού νόμου του Αστικού κώδικα, ορίζεται ότι για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ενέχονται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Κατά την έννοια αυτών των διατάξεων, ζημιογόνες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες λαμβάνουν χώρα κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί σε αυτά και κατά παράβαση διάταξης που δεν έχει θεσπιστεί αποκλειστικά για χάρη του δημοσίου συμφέροντος, αλλά αποβλέπει παράλληλα και στην προστασία δικαιώματος ή συμφέροντος των κατ’ ιδίαν προσώπων, γεννούν υποχρέωση του δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου σε αποζημίωση.

Η ευθύνη προς αποζημίωση συντρέχει όχι μόνο όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου της διοίκησης παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που, από τη νομοθεσία και τα δεδομένα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης, προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία. Αναγκαία προϋπόθεση για τη γέννηση της πιο πάνω υποχρέωσης είναι η ύπαρξη πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παρανομίας και της ζημιάς που επήλθε, η οποία υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη των δημοσίων οργάνων ήταν ικανή και μπορούσε, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το ζημιογόνο αποτέλεσμα. Από τις ίδιες διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 298 του Αστικού Κώδικα, συνάγεται ότι η αποζημίωση, την οποία οφείλει το δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της παρούσας περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος και εκείνης, στην οποία θα τελούσε, αν δεν συνέβαινε το ζημιογόνο γεγονός. Σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ, που εφαρμόζεται ανάλογα, «σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του…». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι παρέχεται στο δικαστήριο η ευχέρεια, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, δηλαδή του βαθμού του πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής, της περιουσιακής και κοινωνικής κατάστασης των μερών, του τυχόν υφιστάμενου συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος, κατά το άρθρο 300 § 1 ΑΚ κ.λπ., με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη και να καθορίσει το ποσό αυτής που θεωρεί εύλογο (ΑΠ 1760/2001, 130/1999).