Ο καλλιτέχνης εμφανίστηκε στη ράμπα στα λευκά, λιτός, σοβαρός πλησίασε το μικρόφωνο και είπε: «Απόψε θα τιμήσουμε τους αληθινούς δημιουργούς». Και άρχισε το πρόγραμμά του με Χατζιδάκι – Γκάτσο, για να ακολουθήσουν διαμάντια… Θεοδωράκη, Λεοντή, Δήμου Μούτση, Ξαρχάκου, Κραουνάκη, Κηλαηδόνη, Ακη Πάνου, Μικρούτσικου, Μάριου Τόκα…

Κάποια στιγμή, δήλωσε στο κοινό (εκεί στο δροσερό θεατράκι του Ασους Ηλιούπολης) «νοιώθω πολύ τυχερός που τραγούδησα όλους τους μεγάλους της ελληνικής μουσικής», αλλά αυτή ήταν η μισή αλήθεια». Γιατί είναι βέβαιο πως όταν ο Μάνος Χατζιδάκις με τον Γκάτσο διάλεγαν τον νεαρό –τότε- Μανώλη Μητσιά για την «Αθανασία» και τον «Γιάννη τον Φονιά», είχαν ζυγίσει τα κουμάντα τους και είχαν διαγνώσει την αξία και τη διαχρονικότητα της φωνής του και του ήθους του.

Ειλικρινά ήταν συγκινητικό να διαπιστώνεις, ένα κοινό χιλίων και πλέον ψυχών, να μεταβάλλεται σε χορωδούς του τραγουδιστή και να ψιθυρίζει στροφές από τραγούδια αγαπημένα, αλλά πολύ μακρινά… «Ελευσίνα», «Αυτά τα Χέρια», «Ποτέ», «Αχ Έρωτα», τραγούδια που αντέχοντας τις δεκαετίες, αποτελούν ήδη την μουσική κληρονομιά αυτού του λαού και του τόπου.

Ο Μητσιάς – δεν το λέω μόνο του λόγου μου- αποτελεί μοναδική περίπτωση τραγουδιστή που έχει τραγουδήσει τους πάντες. Είναι η χαλύβδινη μονάδα του σιναφιού του που επιμένει σταθερά στην πορεία αξίας την οποία έχει χαράξει εδώ και σχεδόν τέσσερις δεκαετίες. Και που τραγουδώντας, τιμάει τον Πολιτισμό στάζοντας μέλι στις ψυχές μας.

Κλείνοντας το πρόγραμμα με το «Δρόμοι παλιοί» του Μίκη σε ποίηση του Μανώλη Αναγνωστάκη, ολοκληρώθηκε μια βραδιά που καθήλωσε κοινό από όλες τις ηλικίες. Κι’ αυτό έχει την σημασία του.