Γράφει ο Ελευθέριος Ανευλαβής

 

«Έρχεται κάθε σκατάς
θαρρούμε πως σωθήκαμε
Μα όταν φεύγει βλέπουμε
πως αποσκατωθήκαμε»
(Γ. Σουρής,)

Κείνο το λείψανο, που έκρυψες στο υπόγειο του μεγάρου, ανήξερε Κάπα Μη και Κώστα Κα του Αχ, που καμώνεστε πως δεν ξέρετε,

«Άρχισε να βλασταίνει;

Πες μου θ’ ανθίσει εφέτος;»

(Θωμάς Έλιοτ «Έρημη χώρα. Η Ταφή του Νεκρού»)

Ή μήπως βρώμισε, κι η μπόχα των παρακολουθήσεων, predator, οι κραυγές των αδικοσκοτωμένων στο έγκλημα των Τεμπών και η βρώμα από το μπάζωμα του εγκλήματος,  ξέφυγε  κι απ’ τα κλειστά παράθυρα, του κυβερνητικού σας Μεγάρου;

Το Σκυλί της αλήθειας, με τα νύχια του, το έχει ξεχώσει πάλι. Κι’ η ανύπαρχτη Πολιτεία και η Χαοχώρα όλη, βρώμισαν.

Κι ο Ανήξερος, που καμώνεται πως δεν ξέρει.

Μα είναι δυνατόν να είναι τόσο τυφλός και κωφός. ένας Κυβερνήτης;

Ως πότε, ο αδικών θα αδικεί κι ο ρυπαρός θα ρυπαίνει, κι’ εσείς, οι “μικροί τυφλοί κι’  ανίκανοι Κυβερνήτες” (Γ. Σεφέρης), θα κρύβεστε πίσω από τους άνομους νόμους σας;

Ως πότε, οι διεφθαρμένοι, θα διαφθείρετε ότι αγγίζετε με το άνομο χέρι σας και θα βρωμίζετε με το ρυπαρό σας χνώτο τον αέρα.

Ως πότε, λαθρεπιβάτες της εξουσίας, θα ξεγελάτε τον λαό και θα αρμέγετε την ψήφο του;

«Ώρα νέα, χελιδών. Οι δ’ έβλεπον καγώ των κρεών έκλεπτον
Κοίτα, νέα χελιδόνια. Αυτοί έβλεπαν κι εγώ έκλεβα το κρέας».

(Αριστοφάνης)

Ως πότε, πολιτικατζή,

«εσύ ν’ αρπάζεις και να δωροδοκείσαι, ο δε λαός… σφιγμένος από την ανάγκη, τη μιζέρια να κρέμεται από σένα με το στόμα ανοιχτό:

Συ μεν αρπάζης και δωροδοκείς… ο δε δήμος … υπ ανάγκης άμα και χρείας και μισθού προς σε κεχήνη»

(Αριστοφάνης).

Ως πότε, θα μοστράρετε την φτιασιδωμένη φάτσα σας, με τα φκιασίδια της εσπερίας, οι σκουπιδάρχες της χωματερής των νεοελλήνων, που τη δημιουργήσατε από το περίσσευμα της σκουπιδοσύνης σας.

Εσείς που καταντήσατε στάχτη έναν λαό « που ήταν αιώνια φλόγα» (Κώστας Βάρναλης).

Ως πότε, Εσείς, οι αδιάντροποι γλωσσοχαλαστήδες θα μιλάτε, «σπασμένες λέξεις από ξένες γλώσσες» (Γ. Σεφέρης), και θα σκοτώνετε τη γλώσσα την ελληνική, που «ει θεοί διαλέγονται τη των Ελλήνων γλώττη χρώνται: αν οι θεοί διαλέγονται χρησιμοποιούν τη γλώσσα των Ελλήνων»; (Κικέρων)

Ως, πότε αμετανόητοι,  θ’ αμαυρώνετε το ελληνικό πρόσωπο, εκείνο το πρόσωπο, που αντίκριζε τη Δύση κατάματα, και η Δύση το αντίκριζε με δέος και σεβασμό;

Και ζητούσαν οι άνθρωποι μιαν ανθρώπινη λαλιά.
Και τους δώσατε τη σιωπή της ενοχής σας.

Και ζητούσαν οι άνθρωποι μια ζεστή αγκαλιά.
Και τους δείξατε την εξορία του ανθρώπου.

Και ζητούσαν οι άνθρωποι το ανέσπερο φως.
Και τους τυφλώσατε με το  σβησμένο φως, της Εσπερίας.

Και ζητούσαν οι άνθρωποι ένα όνειρο να πιαστούν, να πιστέψουν.
Και τους ρίξατε στον εφιάλτη μιας ζωής αβάσταχτης, χωρίς αύριο.

Και ζητούσαν οι άνθρωποι μια δουλειά τίμια για να ζήσουν.
Και τους στέλνατε στην ανέχεια, στο μεροδούλι μεροφάι, εσείς οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας.

Δεν αγαπήσατε παρά μόνο το χρήμα και την γκλαμουριά της αυλής των Βρυξελών.

Ποτέ δεν επιδιώξατε

«Τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών

Τα δύσκολα κα ανεκτίμητα Εύγε» (Καβάφης)

Γυμνοσάλιαγκες, που γλείφοντας, έρποντας και με τα κέρατά σας, σκαρφαλώνετε στα έδρανα της εξουσίας, με τις έδρες σας λερωμένες.

«Παραπάτησε και μπλουμ!

πέφτει σ’ ανοιχτό λαγούμι.

Χαχανίζει ν’ απορείς
και φωνάζει απανωτά:

—Δε λερώθ’κε ο Θοδωρής,
λερωθήκαν τα σκατά!»
(Κ. Βάρναλης)