«Να ξεφτιλίζεις τους κακούς δεν είναι καθόλου άπρεπο ίσα ίσα τιμά τους καλούς, έτσι λεν οι μυαλωμένοι: Λοιδορήσαι τους πονηρούς ουδέν έστ’ επίφθονον, αλλά τιμή τοίσι χρηστοίς, όστις ευ λογίζεται.» (Αριστοφάνης).
«Κλέφτες», «χαμόσυρτα, λερά σκουλήκια» (Κ. Βάρναλης).
«Μπάσταρδοι, ψεύτες, κλέφτες, πόρνοι» (Κ. Παλαμάς).
«Πολιτικατζήδες, ψιλικατζήδες, κολλυβιστάδες, μουνούχοι…» (Γ. Σεφέρης).
«Όταν τιμώνται στην πόλη τα πλούτη και οι πλούσιοι, περιφρονούνται η αρετή και οι χρηστοί άνθρωποι: Τιμωμένου του πλούτου εν πόλει και των πλουσίων, ατιμοτέρα αρετή τε και οι αγαθοί» (Πλάτων)
Οι υπόγειες συμφωνίες έχουν αποκαλυφθεί. «Τα συμφωνημένα υπονοούμενα» (Γ. Σεφέρης) έχουν πια ξεσκεπαστεί.
«Από το ανέσπερο φως πώς να κρυφτείς;
Το μη δύνόν ποτε πώς αν τις λάθοι;» (Ηράκλειτος).
Μάθαμε πια, γνωρίζουμε καλά, το ψεύτικο στόμα σας, που αφρίζει με άχρηστα σάλια και λόγια ψεύτικα. μεγάλα.
Είδαμε, τα άδεια τα μάτια σας, γεμάτα με υποκρισία
Γνωρίζουμε πια, γνωρίζουμε καλά, την πέτρινη καρδιά σας, που πετροβολάει το άνθος του καιρού, την φαιά ουσία του μέλλοντος, τους νέους και τις νέες μας, που διωγμένοι από την Πατρίδα τους, αναζητούν το μέλλον τους στην ξενιτιά, εξ αιτίας της δικής σας αβελτηρίας και της παραπαιδείας, που σκοπίμως παρέχεται στα παιδιά μας.
Ακούμε, τις κακόφωνες φωνές σας, που ξεχειλίζουνε βρωμιά της απληστίας.
Βλέπουμε, τις φουσκωμένες σας κοιλιές, που κλωσάνε το άνομο χρυσάφι της κομπίνας.
Ακούμε, το κούφιο νταηλίκι σας στον αδύνατο.
Η σπονδυλική σας στήλη πάσχει από κύφωση, από τις κωλορεβερέντζες (εδαφιαίες υποκλίσεις μετά προβολής των οπισθίων) στον ισχυρό.
Σας πήραμε πια χαμπάρι.
«Ο διασυρμός των ψευδολόγων είναι η πραγματικότητα:
Ψευδολόγων έλεγχος εστί τα πράγματα» (Αισχύλος).
«Δεν είναι άλλη αισχρότερη αρρώστια από τα πλαστά λόγια: Νόσημα γαρ αίσχιστον είναι συνθέτους λόγους» (Αισχύλος).
Βαφτίζετε το σκοτάδι, φως.
Τη δυστυχία, υπομονή.
Την προδοσία, αγάπη για την πατρίδα.
Και το ξεπούλημα της πατρίδας, σωτηρία της πατρίδας.
Δημοκρατία, βαφτίζετε το Κράτος βουλευτών και επιτρόπων που αποφασίζουν για τους λαούς, χωρίς τους λαούς.
Οι ατομικές ελευθερίες, που διατυμπανίζετε, ως κύμβαλα αλαλάζοντα, (τενεκέδες ξεγάνωτοι), είναι τετυμπανιαίες, τουμπανιασμένες, και εκχυδαϊσμένες, μέσα στην ασυδοσία της ηδονοθηρίας και θηριωδίας του ατομικισμού, της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας και του παγκοσμιοποιημένου τίποτα.
Χρατς, κρακ, κλατς, νέο-Ευρωπέη (δεν είναι λάθος) της Νέας Τάξης Πραγμάτων προελαύνουν, συνθλίβοντας, στο πέρασμά τους, ανθρωπιά, αγάπη, αλληλεγγύη, φιλοπατρία, κοινωνική ευθύνη.
Απέραντη η φτήνια των λέξεων και της σκέψης τους.
Γνωρίζουν την τιμή όλων των πραγμάτων, αλλά την αξία ουδενός.
Η Τιμή, ως αξία, είναι άγνωστη λέξη στο λεξιλόγιό τους. Είναι μια απλή λογιστική έννοια, κι αυτή. Ζήτημα μηδενικών.
«Ο Γκραντγκριντ είχε μια θεμελιώδη αρχή: κάθε τι έπρεπε να πληρώνεται• τίποτα να μη δίνει κανείς χωρίς ανταπόδοση. Η ευγνωμοσύνη να καταργηθεί και ότι απορρέει απ’ αυτήν δεν έχει λόγο ύπαρξης. Ολόκληρη η ζωή των ανθρώπων έως μυελού οστέων από τη γέννηση έως τον θάνατο έπρεπε να είναι μια ρυθμισμένη αγορά επί πληρωμή.»
(Καρόλου Ντίκενς «Οι δύσκολοι καιροί.»)
Μαντάμ Σουσούδες, είστε, παραγεμισμένες με ξενόφερτα καμώματα και ξενόφερτα φκιασίδια, που τα μοστράρετε, για να κρύψετε την απάνθρωπη μουτσούνα σας. Το κενό του κενόκρανου κρανίου σας. Ξενόμυαλοι, ένοικοι ξένης σκέψης. Κακοπάτριδες,
ΜΜΕ (Μέσα Μαζικής Εγκεφαλομαλάκυνσης), των κενόκρανων ντερμπεντέρηδων, αναλυτών.
Πρωινάδικα, ριαλιτοπαίχνιδα, τηλεμανταμιτσών (μανταμίτσα, υποκοριστικό της μαντάμας.) και τηλεμαϊντανών με Δείκτη Νοημοσύνης, ABG, που κοάζουν,
«βρεκεκέξ κοάξ κοάξ
αχ, βρε κόσμε είσαι βλάξ»,
Το κενό, η απουσία του νοήματος, ο βόρβορος της παραπληροφόρησης, η παραχάραξη της σημασίας και του νοήματος. Η εξουσία εκχυδαϊσμένη.
Εξορισμένη. Απούσα, η ουσία.
Και στο προσκήνιο, η παρουσία των ανούσιων παρασίτων, και η τυραννία της σκέψης και της ζωής των ανθρώπων, με φιλελεύθερη, δημοκρατική λεοντή.
Μαριονέτα ο «λαός», που κινούν τα νήματά της μαριονέτες άρχοντες, και τα νήματα, της μαριονέτας, των αρχόντων τα κινούν χρηματιστηριακά και διαπλεκόμενα ποικίλα συμφέροντα.
Θα ‘ρθει μια μέρα, που πια δεν θα έχετε τι να πείτε.
Σπαταλήσατε, σκοτώσατε όλες τις λέξεις. Και τις πετάτε άταφα κουφάρια στα μούτρα τού «πάντοτε ευκολόπιστου και πάντα προδομένου» Λαού
Στεγνές καρδιές, στεγνά μυαλά, στεγνές ψυχές, υψώνουν τη σημαία της απάνθρωπης νεοφιλελεύθερης οικονομίας, πάνω στα ερείπια των ανθρώπινων αξιών και της ανθρωπιάς.
«Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς αιδώ» (Κ. Καβάφης), υπέστειλαν τη σημαία
της Εθνικής ανεξαρτησίας, της Λαϊκής κυριαρχίας, της Κοινωνικής δικαιοσύνης, της Δημοκρατίας. Ανεπαισθήτως και αναισχύντως, έκλεισαν την Ελλάδα έξω.
Όμως,
«Θά ’ρθει μια μέρα που θα φορέσουμε αλογάριαστα ολόγυμνοι τον εαυτό μας.» (Μ. Αναγνωστάκης)
Μη μου χτυπάς την πόρτα. Δε θα σ’ ανοίξω. Δε σε γνωρίζω, φτενέ πολιτικατζή. Δεν σε ξέρω, αρνητή της ζωής. Ζωντανέ από αυταπάτη.
Από τον δρόμο μου, την οδό των ονείρων μου, δεν πέρασες, ποτέ.
« Όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω» (Μ. Αναγνωστάκης),
με τα χέρια γύρω στο κοντάρι της σημαίας μου,
«ΟΥΤΙΝΟΣ ΔΟΥΛΟΣ…ΟΥΔ’ ΥΠΗΚΟΟΣ.» (Σοφοκλής)
«Έλληνες μην κιοτέψετε,
Σαν Έλληνες βαστάξετε και σαν γραικοί σταθείτε.
Παιδιά μ’ να νταγιαντίσετε, να γίνετ’ ένα σώμα
Να μη χαθεί η πατρίδα μας, την πάρτε στο λαιμό σας.»
«ΠΟΙΟΣ ΕΙΠΕ ΠΩΣ ΕΠΕΡΑΣΕ ΤΗΣ ΛΕΒΕΝΤΙΑΣ Η ΩΡΑ».
Εμπρός! Στην ντάπια σας, Πολίτες, για να σωθεί η Χώρα από τους χαλασοχώρηδες, τους γλωσσοχαλαστήδες, τους κακοπάτριδες. Τους φυγόδικους του φωτός και της καθαρής αντρίκιας ματιάς.
Τους Γούσηδες και του Εφιάλτες, που άφησαν τα κάστρα απολέμιστα και μπούκαραν σαν φίλοι οι εχθροί, που τους καλωσόρισαν σαν σωτήρες.
«ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ και ΔΙΚΑΙΗ ΤΙΜΩΡΙΑ» των ληστών της πατρίδας. Των σαπιοκοιλαράδων, που ροκανίζουν το δημόσιο χρήμα.
Νταβατζήδες του Λαού.
Όχι. Δεν θα σας κάνουμε τη χάρη να σας μοιάσουμε.
ΟΧΙ!
Ξυπνάνε οι άνθρωποι.
«Και δεν ακούν τα κόμματα και το μεγάφωνό τους
Τον χτύπο μόνο της καρδιάς που μας βαφτίζει ανθρώπους»
(Δ. Σαββόπουλος).
«ΠΛΗΘΟΣ ΔΕ ΑΡΧΟΝ… ΜΟΥΝΑΡΧΟΣ ΠΟΙΕΕΙ ΟΥΔΕΝ:
Όταν άρχει το πλήθος… ο τύραννος δεν μπορεί να κάνει τίποτα.» (Ηρόδοτος)
Και θα δούμε, τότε,
«κύριε ΜΑΛΑΚΑση, ποιος εν τέλει θα γελάσει»
(Κ. Καρυωτάκης. Τα κεφαλαία, ανευλαβώς, δικά μου).