Κλεάνθης Γρίβας
7 Απριλίου 2023
«Μέσα σε όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα, διαμορφώνονται ολιγαρχικές δομές, και οι αποφασιστικές εξουσίες και αποφάσεις συγκεντρώνονται στα χέρια μικρών ηγετικών μειοψηφιών που ουσιαστικά καθίστανται ανεξέλεγκτες από το πλήθος των μελών και των οπαδών».
Robert Michels: Κοινωνιολογία των Πολιτικών Κομμάτων στη Σύγχρονη Δημοκρατία – Έρευνες γύρω από τις ολιγαρχικές τάσεις του ομαδικού βίου.
Στο κλασικό και αγέραστο έργο του Robert Michels, με τίτλο Κοινωνιολογία των Πολιτικών Κομμάτων στη Σύγχρονη Δημοκρατία και υπότιτλο Έρευνες γύρω από τις ολιγαρχικές τάσεις του ομαδικού βίου, θεμελιώθηκε η σύγχρονη πολιτική κοινωνιολογία (κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1997 από τις εκδόσεις Γνώση, σε μτφ. Γιώργου Ανδρουλιδάκη, και θεώρηση Παναγιώτη Κονδύλη, μόνο… 87 χρόνια μετά την πρώτη γερμανική έκδοση του το 1910).
Σ’ αυτό αναλύεται ο λόγος για τον οποίο μέσα σε όλα ανεξαιρέτως στα κόμματα, διαμορφώνονται ολιγαρχικές δομές, και οι αποφασιστικές εξουσίες και αποφάσεις συγκεντρώνονται στα χέρια μικρών ηγετικών μειοψηφιών που ουσιαστικά καθίστανται ανεξέλεγκτες από το πλήθος των μελών και των οπαδών. Πράγμα που θέτει το θεμελιώδες ερώτημα: «πώς λειτουργούν τα κόμματα στο εσωτερικό τους και ποιες συνέπειες έχει η δική τους λειτουργία για τη γενική λειτουργία της δημοκρατίας».
Η εξέλιξη και η λειτουργία ΟΛΩΝ των πολιτικών κομμάτων διέπεται από τον Σιδερένιο Νόμο της Ολιγαρχίας, που δεν έπαψε ποτέ να ισχύει. Η γραφειοκρατικοποίηση, η ολιγαρχοποίηση και αυταρχοποίηση αποτελεί την αναπόδραστη μοίρα όλων των πολιτικών κομμάτων ανεξάρτητα από την ιδεολογική τους αμφίεση.
Στην πορεία από τον Μεσαίωνα στη Νεότερη Εποχή, θεωρήθηκε ότι η Εποχή της Πίστης των σκοτεινών χρόνων θα παραχωρούσε τη θέση της στην Εποχή της Λογικής ενός φωτεινού μέλλοντος. Αντ’ αυτού, διαπιστώθηκε ότι την Εποχή της Πίστης την διαδέχθηκε μια Εποχή εκλογικευμένης κοινωνιοπάθειας, η οποία εξακολουθεί να μας ταλανίζει έκτοτε.
Από τότε μέχρι σήμερα, η ανθρωπότητα γνώρισε δύο μόνο ρυθμίσεις της καπιταλιστικής εξουσίας που διέπει όλες τις κοινωνίες: τον ολοκληρωτισμό (δικτατορία και αυταρχισμό) και τη «φιλελεύθερη» ολιγαρχία (με τις διάφορες εκφάνσεις της αντιπροσωπευτικής δήθεν δημοκρατίας), και όλες οι επαναστάσεις, οι πολιτικές ανατροπές και τα κινήματα αλλαγής ακολούθησαν μια διαδικασία προσαρμογής στη μια ή την άλλη ρύθμιση.
Όπως σε κάθε επανάσταση ή αλλαγή, έτσι και στις μεγάλες αστικές επαναστάσεις στον τότε γνωστό οικονομικά πλούσιο κόσμο (Κάτω Χώρες 16ος αιώνας, Αγγλία 17ος αιώνας, Αμερική και Γαλλία 18ος αιώνας), υπάρχει πάντοτε μια μειοψηφική καθοδηγούσα και μια πλειοψηφική πραγματοποιούσα δύναμη και ο χαρακτήρας της νέας εξουσίας που προκύπτει από την επαναστατική ανατροπή καθορίζεται πάντοτε από την πρώτη.
Η μετατροπή της μειοψηφικής καθοδηγούσας αστικής τάξης σε τάξη εν εξουσία οδήγησε με τρόπο φυσικό και αναπόδραστο από την επανάσταση στον συντηρητισμό. Επιτομή αυτής της εξέλιξης αποτελεί ο αββάς Sieyes που το 1789, στην πραγματεία του Tι είναι η Tρίτη Tάξη;.
«Μόνο αυτοί που συμβάλλουν στην εγκαθίδρυση (και την ενδυνάμωση) της κρατικής εξουσίας, είναι σημαντικοί μέτοχοι της μεγάλης κοινωνικής επιχείρησης. Μόνο αυτοί είναι τα αληθινά μέλη του συνεταιρισμού».
Η προσωπική διαδρομή του αββά Sieyes είναι χαρακτηριστική της εξέλιξης όχι μόνο της Γαλλικής Επανάστασης αλλά όλων των επαναστάσεων εν γένει: Ξεκίνησε ως ένας από τους καθοδηγητές της επανάστασης, πρωτοστάτησε στην οργάνωση του πραξικοπήματος που έφερε τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη στην εξουσία (1799), και μετά το τέλος του Ναπολέοντα και την παλινόρθωση της βασιλείας στη Γαλλία, δήλωσε θρασύτατα «έχω επιζήσει!».
Κάθε νέο κυρίαρχο στρώμα τείνει αναγκαία να αγωνίζεται για την διασφάλιση της νεο-κατακτημένης εξουσίας του. Απ’ αυτή την διεργασία προέκυψε το πολιτικό μοντέλο της «φιλελεύθερης» ολιγαρχίας, στις δυο γνωστές εκδοχές του (τη «φιλελεύθερη» μοναρχική και τη «φιλελεύθερη» προεδρική ολιγαρχία), που οποίο διασφαλίζει τα συμφέροντα κάθε νέας κυρίαρχης τάξης, προφυλάσσοντας την από τις «επικίνδυνες τάξεις» μέσω της ενσωμάτωσής τους στη φενάκη της κοινοβουλευτικής διαδικασίας που αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό και των δύο μορφών της «φιλελεύθερης» ολιγαρχίας (δίπλα στην οποία προστέθηκε κατά τον 20ο αιώνα, και ο ολοκληρωτισμός).
Μ’ αυτά τα δεδομένα, το ζητούμενο δεν είναι η ανατροπή της «φιλελεύθερης» ολιγαρχίας (που γίνεται πάντοτε προς όφελος των διαφόρων μορφών ολοκληρωτισμού), αλλά η αντικατάστασή του από ένα άλλο –ποιοτικά διαφορετικό– πολιτικό μοντέλο άμεσης δημοκρατίας που θα ενσωματώνει τα λίγα θετικά στοιχεία της «φιλελεύθερης» ολιγαρχίας (π.χ. τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη), απορρίπτοντας τα πλείστα όσα αρνητικά της.
Κι ακριβώς για αποφευχθεί αυτό, αναλαμβάνουν δράση οι ανεπάγγελτοι- επαγγελματίες πολιτικοί, θλιβεροί κλόουν στο μεγάλο τσίρκο της κοινοβουλευτικής δήθεν δημοκρατίας, επιτρέποντας στους ευπειθείς υπήκοους να παίζουν το ρόλο του πολίτη μία ημέρα κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια, μια «μεγαλόψυχη» παραχώρηση μέσω της οποία «οι έσχατοι ανεπάγγελτοι-επαγγελματίες πολιτικοί και γελωτοποιοί έσονται πρώτοι», διαγκωνιζόμενοι για μια καρέκλα εξουσίας και παχυλής αργομισθίας στο σύμπαν μιας -κατ’ ανάγκη- θεσμοποιημένης διαφθοράς.
Ανάμεσα σ’ αυτούς, κυριαρχούν οι παντός είδους ανίκανοι που προκύπτουν ως προϊόντα των «ευγενών» σωματικών υγρών των παρακοιμώμενων στο Βαθύ Κράτος της πολιτικής, της οικονομίας, της «δικαιοσύνης», των ενόπλων δυνάμεων, των υπηρεσιών ασφαλείας, της εκκλησίας (που δεν ταυτίζεται με την θρησκεία), των μέσων μαζικής εξαπάτησης, κλπ.
Στην παρούσα στιγμή, οι υπήκοοι που υποδύονται τους «πολίτες» μια μέρα κάθε 4 ή 5 χρόνια κατά το θέατρο των εκλογών, καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα
α) στην «κουλτούρα» του παιδοβιασμού, της «αριστείας», της διαφθοράς, των υποκλοπών, της ιδιωτικοποίησης των μέσων κοινής ωφέλειας – μετατρέποντάς τα σε μέσα μαζικής δολοφονίας (όπως στις πρόσφατες μαζικές εκτελέσεις 57 αθώων υπάρξεων στο σκοπευτήριο των Τεμπών), της καταναγκαστικής επιβολής των θανατηφόρων «εμβολίων»-COVID και των καταστροφικών μέτρων – με τα οποία συντελέστηκε το μεγαλύτερο έγκλημα στην ιστορία της ανθρωπότητας, και
β) στην «κουλτούρα» της κωλοτούμπας των μνημονίων και του εκβιαστικού εμβολιασμού με τα ανθρωποκτόνα «εμβόλια»-Frankenstein, και πλείστων άλλων.
Το 1853, ο Καρλ Μαρξ σκιαγράφησε με εκπληκτική ακρίβεια το πορτραίτο κάθε ανεπάγγελτου επαγγελματία πολιτικού–ειδικού του τίποτα, που ισχύει στο διηνεκές, ζωγραφίζοντας την προσωπογραφία του λόρδου Πάλμερστον (1784-1865) που διατέλεσε πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου (1859–1865). Γράφει ο Καρλ Μαρξ στο Για τον Πάλμερστον, στις 22/10/1853:
«Αυτός που υποκύπτει σε κάθε ξένη επίδραση, ενώ της αντιστέκεται με τα λόγια… Καταφέρνει να συνδυάζει τη δημοκρατική φρασεολογία με τις ολιγαρχικές ιδέες… Έχει την ειδικότητα να φαίνεται πως επιτίθεται όταν υποχωρεί, και πως υπερασπίζεται αυτούς που προδίδει. Ξέρει να χειρίζεται δεξιοτεχνικά έναν επιφανειακό αντίπαλο και να σπρώχνει σε απελπισία έναν υποτιθέμενο σύμμαχο. Ξέρει να παίρνει στην αποφασιστική στιγμή το μέρος του δυνατού απέναντι στον πιo αδύνατο, και να το βάζει στα πόδια αλαλάζοντας όλο θάρρος και στόμφο… Και μέχρι σήμερα, η φιλία του υπήρξε πάντοτε το προμήνυμα σίγουρης καταστροφής…»
Οι ανεπάγγελτοι, ανεπαρκείς και ατάλαντοι επαγγελματίες πολιτικοί είναι -παντού και πάντοτε- θλιβεροί γελωτοποιοί, φορείς μιας τουρκο-μπαρόκ «κουλτούρας» αποδεικνύοντας ότι ενώ στο Ancient Regime κάθε «σοβαρός» άρχοντας είχε στην Αυλή του έναν τουλάχιστον γελωτοποιό, στα καθεστώτα του σύγχρονου Μεσαίωνα κάθε «σοβαρός» αρχηγός-αφέντης διαθέτει ως Αυλή του ένα πλήθος από ανεπάγγελτους-επαγγελματίες πολιτικούς-γελωτοποιούς χαμηλότερης κλίμακας.
Οι ανεπάγγελτοι υποψήφιοι επαγγελματίες πολιτικοί είθισται να εκκολάπτονται συμμετέχοντας σε διάφορα κομματικά σχήματα (νεολαιίστικα, μαθητικά και φοιτητικά, εν σειρά), σε διάφορες «καρέκλες» (πρόεδρος, αντιπρόεδρος, γραμματέας, σύμβουλος, κ.α.), προετοιμαζόμενοι για τις μελλοντικές διαδρομές τους στους δαιδαλώδεις διαδρόμους της εξουσίας. Και, τελικά, εκπληρώνουν το όνειρό τους όταν γίνουν «επαγγελματίες πολιτικοί». Κι επειδή πρόκειται, για ένα επάγγελμα που δεν παράγει τίποτα (!), όλοι τους αποφεύγουν να το δηλώνουν ως επάγγελμά τους.
Οι κανονικοί άνθρωποι, δίπλα από το ονοματεπώνυμό τους αναγράφουν το επάγγελμά τους: εργάτης, αγρότης, μηχανικός, δικηγόρος, γιατρός, κ.λπ. Οι επαγγελματίες πολιτικοί, δίπλα από το ονοματεπώνυμό τους δεν αναγράφουν ποτέ το επάγγελμά τους: πολίτικός. Γράφουν οτιδήποτε άλλο πλην αυτού. Aκόμη κι αν κατείχαν κάποιο επάγγελμα για ένα φεγγάρι, ή δεν το άσκησαν ποτέ ή το άσκησαν επ’ ολίγον πριν «προβιβαστούν» σε επαγγελματίες πολιτικούς.
Πίσω απ’ αυτή την λαθροχειρία μάλλον υποκρύπτεται η ντροπή γι’ αυτό που πραγματικά είναι ή κάνουν. Ο όρος «επαγγελματίας πολιτικός» έχει μόνο αρνητικές συνδηλώσεις και μια αυτές είναι το «ειδικοί του τίποτα». Γι’ αυτό και έχουν ανάγκη από ένα ψευδεπίγραφο φύλλο συκής ώστε να μετριάζεται η τραγικότητα της κατάστασης τους. Συνεπώς, είναι δικαιολογημένη η διαρκής καχυποψία απέναντι σ’ αυτά τα περίεργα όντα που είναι συνεχώς διχασμένα ανάμεσα στο «άλλο είμαι και άλλο νομίζω ότι είμαι» και στο «άλλα λέω και άλλα κάνω».
Όπως είναι γνωστό «όταν το δάκτυλο δείχνει το φεγγάρι, ο βλάκας κοιτάζει το… δάκτυλο». Αλλά όταν το δάκτυλο ανήκει στο χέρι του Αρτούρο Ούι κάθε κομματικής συμμορίας, δείχνει τις καρέκλες της εξουσίας στους αυλοκόλακες-υποτελείς του, ο βλάκας εξακολουθεί να ατενίζει το δάκτυλο, ο καιροσκόπος επικεντρώνει τη σωληνοειδή του όραση στα προνόμια από την κατοχή της καρέκλας, και ο εθελότυφλος συνεχίζει να μη βλέπει τίποτε. Και τότε, σημαίνει η ώρα του γελωτοποιού…
Οι ανεπάγγελτοι-επαγγελματίες πολιτικοί, αυτοί οι παράδοξοι ειδικοί του Τίποτα που επιμένουν να επιβιώνουν παρασιτικά ακόμη και σε εποχές «υψηλής ειδίκευσης», έχουν ως κύριο όπλο τους μια διανοητική εμβέλεια και ένα δείκτη νοημοσύνης που τους στερεί –μεταξύ άλλων και– από τη στοιχειώδη αυτοπροστασία που παρέχει σε κάθε άνθρωπο η αίσθηση του γελοίου.
Και στην προσπάθειά τους να αντισταθμίσουν την φοβία που τους διακατέχει από το ενδεχόμενο της απώλειας της διαχείρισης ασήμαντων υποτομέων της εξουσίας (μικροκομματικής, κυβερνητικής ή πολιτειακής), ενεργοποιούν το εργαλείο της μαζικής εξαπάτησης, στηριγμένοι στη δική τους μικρή Αυλή που αποτελείται από πλείστα όσα προσωπικά ανύπαρκτα και ετερόφωτα σαπρόφυτα (από «γιές-μαν» και «γιές-γούμαν») τα οποία –από κοινωνικο-πολιτική και ψυχοσεξουαλική άποψη– είναι καθηλωμένα στη βρεφική φάση της «εξέλιξής» τους.
Το κατάντημα όλων των ανεπάγγελτων-επαγγελματιών διαχειριστών της εξουσίας είναι θλιβερό. Αλλά, οι άμεσες, αλλά κυρίως οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της εισβολής και κυριαρχίας τους στο δημόσιο βίο είναι καταστροφικές.
Ο πολιτικός κανιβαλισμός και η ακόρεστη πείνα για προνόμια, που αποτελεί λόγο για την κατάκτηση και τη διαχείριση της εξουσίας επί δύο αιώνες στα καθ’ ημάς, με στόχο τη μεθοδευμένη, μαζική και συστηματική υπεξαίρεση και διασπάθιση του δημοσίου χρήματος, καθιστούν όλο και περισσότερο σκοτεινό και δυσοίωνο το παρόν και το μέλλον της δύσμοιρης ελληνικής κοινωνίας.
Γιατί κάποτε οι οικονομικές τρύπες και τα «ελλείμματα» της κλεπτοκρατικής τους δραστηριότητας μπορεί να καλυφθούν (όχι φυσικά από εκείνους που τα δημιούργησαν, μετασχηματίζοντας τη λεηλασία της δημόσιας περιουσίας και του δημόσιου χρήματος –μέσω της θεσμοποιημένης μίζας– σε απόρρητους ιδιωτικούς τραπεζικούς λογαριασμούς). Εκείνο που δεν πρόκειται να ξεπεραστεί είναι η πλήρης ανατροπή των πολιτικών, ηθικών και ψυχοδιανοητικών δομών που συνεπάγεται η πολύχρονη συστηματική καταστρατήγηση και διαστροφή της σκέψης και της γλώσσας ενός λαού.
Η κάθε πληβεία «αλήτ» που διαχειρίζεται την εξουσία (ακολουθώντας τον ιστορικά δοκιμασμένο δρόμο όλων των διαχειριστών της εξουσίας), διαστρέφει το περιεχόμενο των εννοιών και βιάζει ανενδοίαστα τις λέξεις, για να εκφράζει μια πραγματικότητα που υπάρχει μόνο στο χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, την ανορθόλογη διάνοια, την ανύπαρκτη ηθική και την ασταθή κοινωνική της υπόσταση.
Όπως είναι γνωστό, η μεθοδική καταστροφή της γλώσσας συμβάλλει στην αλλοίωση των ψυχοδιανοητικών μας δομών, πράγμα που διευκολύνει την κυριαρχία των γελωτοποιών της εξουσίας και την αποτροπή της αναγωγής των υπηκόων σε πολίτες.
Αν η έννοια του πολίτη νοηματοδοτείται από την επιθυμία και τη δυνατότητά του να έχει καίριο λόγο στις αποφάσεις που τον αφορούν και να αντιδρά στην αυθαιρεσία της εξουσίας (σ’ αντίθεση με τον υπήκοο που δεν διανοείται και δεν επιθυμεί να αντιδράσει σ’ αυτή), τότε οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι σ’ ολόκληρη την περίοδο της καθ’ ημάς δικομματικής κλεπτοκρατίας από την δολοφονία του Καποδίστρια μέχρι σήμερα:
Δεν είμαστε παρά θλιβεροί υπήκοοι, όσο ανεχόμαστε τους όποιους νεο-βάρβαρους διαχειριστές της εξουσίας να κακοποιούν τη γλώσσα μας, να εμπορεύονται τα οράματά μας, να εμπαίζουν τις ελπίδες και τις αγωνίες μας, να κάνουν πολιτικά πραξικοπήματα (από τα πολύχρωμα ψηφοδέλτια μέχρι τις οβιδιακές μεταμορφώσεις των δημοψηφισματικών «όχι» σε «ναι»), να μας εξαπατούν διαρκώς («διώχνοντας» τις βάσεις κρατώντας τες και καταγγέλλοντας τα «μνημόνια», αποδεχόμενοι άλλα επαχθέστερα), να κάνουν «μπίζνες» αδειάζοντας τα δημόσια ταμεία και αυξάνοντας τον δικό τους αθέμιτο πλούτο και, συχνά, μας δολοφονούν (όπως με τις πρόσφατες εκτελέσεις στο σκοπευτήριο των Τεμπών).
Και δεν θα γίνουμε πολίτες αν δεν συνειδητοποιήσουμε ότι η άμυνα απέναντι σ’ αυτή την ιδιόμορφη και απεχθή ομάδα των ανεπάγγελτων-επαγγελματιών πολιτικών απαιτεί την διαρκή αντίσταση σε κάθε παραβίαση των ορίων και των κανόνων του κοινωνικο-πολιτικού παιχνιδιού από τους γελωτοποιούς που διαχειρίζονται κάθε φορά την εξουσία.
Επί δύο αιώνες, αδιαφορώντας για το δικαίωμά μας σε μια πολιτική αρχών, σταδιακά, μεταλλαχθήκαμε σε υπήκοους, παραδίνοντας αδιαμαρτύρητα τη διαχείριση της τύχης μας σε έναν εσμό επαγγελματιών πολιτικών χωρίς αρχές, σε μια (ημι)ντόπια διαχειριστική Κόζα Νόστρα που ενδιαφέρεται μόνο για τη διαιώνιση της επικυριαρχίας της στην ελληνική κοινωνία.
Αρνούμενοι να αναλάβουμε την ευθύνη της ύπαρξής μας εμείς οι ίδιοι, θεοποιούμε τον κάθε τυχάρπαστο γελωτοποιό-«σωτήρα», όντες πάντοτε επιλήσμονες της προειδοποίησης του Samuel Johnson ότι «πίσω από κάθε σωτήρα βαδίζει ένας δήμιος».
«Μετά τη θεοποίηση του Στάλιν, η βραδινή προσευχή κατέστη περιττή», σάρκαζε ο Bertolt Brecht. Μετά τη θεσμοποίηση της ξύλινης εξουσιαστικής και κομματικής γλώσσας των γελωτοποιών της εξουσίας, ο πολιτικός λόγος κατέστη περιττός και αντικαταστάθηκε από το παραπολιτικό και το λάιφ-στάιλ κουτσομπολιό περί παντός του ασήμαντου. Όμως, μια κοινωνία χωρίς γνήσιο πολιτικό λόγο είναι ένα άθυρμα ανιστορικών ανθρωποειδών που στερούνται οποιασδήποτε προοπτικής. Κι αυτή ακριβώς είναι η τωρινή μας κατάσταση στο λαβύρινθο της οποίας σέρνουμε τα βήματά μας, χωρίς καμιά αίσθηση ή δυνατότητα προσανατολισμού.
Ο κοινωνικός και πολιτικός ορίζοντας μας είναι σκοτεινός, «το μέλλον (μας) έχει πολλή ξηρασία». Και δυστυχώς, δεν φροντίσαμε εγκαίρως για αποθέματα νερού. Συνεπώς, μια πολύμορφη δίψα αποτελεί το κυριότερο χαρακτηριστικό του παρόντος και του μέλλοντός μας.
Αφήνοντας πίσω του «παλιοσίδερα και το υπόκωφο κοροϊδευτικό γέλιο των γενεών» (Τ. Μπορόφσκι), ο εσμός των ιδιόμορφων «θιάσων ποικιλιών» των επαγγελματιών πολιτικών που διαγκωνίζονται για τη συμμετοχή τους στη διαχείριση της εξουσίας από την δολοφονία του Καποδίστρια μέχρι σήμερα, οργανώνεται, ενισχύεται και «ανανεώνεται» με πυρήνα του δύο κλεπτοκρατικές παρατάξεις που εναλλάσσονται στη διαχείριση της εξουσίας, αλλάζοντας απλώς ονόματα.