«… Και είναι αλήθεια ότι την Δευτέρα, ψάχνοντας για πάρκινγκ, διασταυρώθηκα με εργατικούς Κινέζους, είδα λαθρομετανάστες να εξαφανίζονται πίσω από θεοσκότεινες πόρτες, προσπέρασα ένα τεράστιο «ΠΩΛΕΙΤΑΙ» στον πάνω όροφο ετοιμόρροπου κτηρίου, πρόσεξα δυο-τρεις άστεγους που κουβέντιαζαν στην είσοδο της «Στέγης Αστέγων», προσπέρασα έναν τεράστιο μαύρο, κουλουριασμένο στο σκαλί παλιάς πολυκατοικίας, κι έκανα πως δεν είδα το νεαρό πλέϊ-μπόϊ με την Πόρσε που αναζητούσε μία ζεστή σάρκα για τις πρώτες μεταμεσονύχτιες ώρες…», γράφει η κ. Ρίτα Μεσούρα στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ στις 23 Οκτωβρίου του 2010.

Διαβάζοντας τούτο το έξοχο κομμάτι έκανα μια συνειρμική σκέψη για την Πόλη. Τις Πόλεις… Που δεν παραλλάζουν μέσα στο χρόνο. Ίδιες τώρα και τότε. Έγραφε, λοιπόν:

«Ήταν σαν να τον ανακάλυπτε για πρώτη φορά.

Γιατί ως τώρα οι Αθηναίοι, Πλαταμώνα λέγανε την περιοχή κάτω από το Κάστρο. Μια αφυδατωμένη τουριστική αξιοπρέπεια, στην άψογη λειτουργικότητα μιας εσκεμμένης μοναξιάς. Ήταν άλλο πράγμα το τι γινόταν κει κάτω στο ίδιο χωριό, πάνω στην Παραλία.

Ο Πλαταμώνας είναι πια η Βάρκιζα της Θεσσαλονίκης…

Πάτησε το κουμπί του κασετόφωνου και στ’ αφτιά του ήρθε ένα απόσπασμα από την Συμφωνία Κοντσερτάντε 297 του Μότσαρντ. Θυμήθηκε για τις «φράσεις – περιόδους», όπως του τις έλεγε ένας παλιός φίλος βιολονίστας, συγχωρεμένος τώρα πια. Οι διακοπές στο έργο, προσωρινές ή τελειωτικές λεγόντουσαν πτώσεις ή καντέντσες. «Η διαδοχή φθόγγων», το θυμόταν κι αυτό, «που αποτελεί μια φράση λεγόταν «μελωδική πτώση». Ανάμεσα, λοιπόν, σε τέλειες ή εκκλησιαστικές, ημίσειες ή αιωρούμενες πτώσεις, ο Μότσαρτ έδενε με το έργο του την απεραντοσύνη του τοπίου.

«- Πως φούντωσε και ξεπετάχτηκε τούτη η μεγαλούπολη του Θερμαϊκού κι έγινε ανδρογυναίκα που δεν την μερώνεις;» συλλογίστηκε ο Μάριος. «Τώρα, ήδη, πριν μπεις στην πόλη, σε ζώνουν οι φωτιές «θείες μαζί και αποτρόπαιες» ως θα ‘λεγε κι ο Ποιητής. Λες κι είχαν στήσει, εδώ δίπλα τα καζάνια τους κάτι μάγισσες, λες και οι ξωθιές συντάχθηκαν, ντυμένες κράνη πορφυρά και κίτρινες φόρμες, σύμβολα πια της μηχανικής εποχής μας και πάνε ν’ αρπάξουν τον ταξιδευτή, έτσι, μέσα από το αυτοκίνητο. Να τον κερδίσουν με το μέρος τους, να τον γητέψουν με τα μάγια της βιομηχανικής ζώνης».

Ξανάβαλε μπρος και κατευθύνθηκε προς το «Μεντιτεράνιαν». Πάρκαρε και μπήκε να κλείσει δωμάτιο. Ύστερα περπάτησε λίγο στην Πολιτεία. Σταμάτησε στο μαγαζάκι του καπετάν Βαγγέλη να γευτεί αυγοτάραχα, γαρδίνια, αστακουδάκια. Κι ήπιε… Ήπιε πολύ. Δίπλα σ’ έναν Αυστριακό που αμφισβητούσε την αφροδισιακή ικανότητα μιας χαβιαρόγλωσσας, επιμένοντας ότι μεγαλύτερες τέτοιες επιδράσεις έχει ένα βαλς…

Τον άφησε στα λογίδριά του κι έτσι ζαλισμένος, γύρισε στο ξενοδοχείο για να κοιμηθεί έναν ύπνο χωρίς όνειρα.

Το βραδάκι ξύπνησε, ήπιε ένα σκέτο καφέ κι αφού πλήρωσε ξεκίνησε για τον δρόμο του γυρισμού».
Κι ο Νίκος Δήμου, πολύ παλαιότερα, είχε σημειώσει: «Η ποιότητα της ζωής στην Πόλη που ονειρεύομαι είναι εκπληκτική. Χαίρεσαι να περπατάς στους δρόμους, να χαζεύεις τα μαγαζιά, να λιάζεσαι στα πάρκα. Χαίρεσαι να ζεις. Ναι, ονειρεύομαι συχνά αυτή την πόλη. Βλέπετε έμεινα εκεί έναν ολόκληρο μήνα πέρυσι το καλοκαίρι. Κάθε τόσο την βλέπω στο όνειρό μου…».

Τώρα που ο κ. Καμίνης και ο κ. Μπουτάρης γίνονται οι κλειδοκράτορες των δύο Πόλεων, ας φροντίσουν να κρατήσουν τα καλά στοιχεία του παραπάνω κειμένου, εν συνδυασμώ με … (;)