Το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατεύει ξεκάθαρα το δικαίωμα της ιδιοκτησίας του πολίτη , ενώ οι νόμοι και το Σύνταγμα του κράτους επιβάλουν την υποχρέωση της πολιτείας να καθαρίζει δασικούς δρόμους, να προβαίνει στην διάνοιξη νέων δασικών δρόμων, να καθαρίζει τα δάση, να καθαρίζει τα ρέματα, να καθαρίζει τα δημόσια ακίνητα, να μην επιτρέπει αυθαίρετα , να μεριμνά για την φύλαξη, να δημιουργεί αντιπυρικές Ζώνες.
Η κοινή υπουργική απόφαση μεταφέρει την ευθύνη του κράτους που εισπράττει ΕΝΦΙΑ, ΤΑΠ, δημοτικά τέλη, φόρους που κατευθύνονται στα Δασαρχεία, φόρους που κατευθύνονται στην πολιτική προστασία, φόρους που κατευθύνονται στην πυροσβεστική υπηρεσία: μεταφέρει την ευθύνη του κράτους στον πολίτη, επιβάλλοντας του ένα επιπλέον τεράστιο κόστος. Υφίσταται έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού , ενώ παραμένουν ακίνητα εντός δασικών και αναδασωτέων εκτάσεων τα οποία, αν και έχουν κριθεί ως τελεσιδίκως αυθαίρετα, δεν κατεδαφίζονται. Απαιτείται νέος κανονισμός πυροπροστασίας με έμφαση στην προστασία της ανθρώπινης ζωής, της περιουσίας και του περιβάλλοντος και η δημιουργία αντιπυρικών ζωνών.
Η αντικατάσταση των στεγών, η αντικατάσταση των κουφωμάτων, τα πυρίμαχα υλικά γύρω γύρω, οι μάντρες δύο μέτρα ύψους από άκαμπτα υλικά που σημαίνει μπετόν έχουν τεράστιο κόστος αδειοδότησης. Είναι έξω από τη δυνατότητα των πολιτών να συμμορφωθούν πλήρως, για οικονομικούς λόγους.
Πέρα από το υπέρογκο κόστος, όσοι διαμένουν μακριά από τα περιουσιακά τους στοιχεία ,αδυνατούν να βρουν συνεργείο καθαρισμού.
Άλλο το αστικό οικόπεδο όπου εκεί μπορεί καθένας να μπει, να το καθαρίσει, να βρει ένα συνεργείο και το δηλώνει. Και είναι άλλο το θέμα των δασικών ακινήτων, όπου εκεί χρειάζεται να βρεις μηχανικούς, να κάνεις μελέτες, να καταθέσεις σε μια πλατφόρμα που δεν έχει ανοίξει ακόμη και στη συνέχεια να προβείς σε τεράστιες δαπάνες για να βάλεις πυρίμαχα υλικά στα σπίτια σου.
Ο Συνήγορος του Πολίτη επισημαίνει ότι η κοινή υπουργική απόφαση εστιάζει σε μέτρα πυροπροστασίας των ακινήτων, τα οποία αφορούν τόσο το κέλυφος, όσο και τον περιβάλλοντα χώρο, ενώ εφαρμόζονται επιπρόσθετα των πυροσβεστικών διατάξεων, εφόσον αυτά είναι επαχθέστερα. Όσον αφορά το υψηλό κόστος που προκύπτει για τους ιδιοκτήτες των ακινήτων τονίζει ότι «θα προκύψει και το ζήτημα της δυσχέρειας ασφάλισης της περιουσίας κατά της πυρκαγιάς, γιατί εκτιμάται ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες θα απαιτήσουν την τήρηση των συγκεκριμένων μέτρων πριν προβούν στη σύναψη σύμβασης, ενώ τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που βρίσκονται σήμερα εν ισχύ, είναι πολύ πιθανό, να τροποποιηθούν με επαχθέστερα ασφάλιστρα για όσους πολίτες δεν έχουν προβεί στις προβλεπόμενες εργασίες». Επισημαίνει ότι η κοινή υπουργική απόφαση «εστιάζει στην προστασία των ιδιωτικών περιουσιών, παρά στην προστασία της δημόσιας περιουσίας από την πυρκαγιά».
Σύμφωνα με τον Συνήγορο του Πολίτη, «το πλήθος των πολιτών που θα αναγκαστούν να συμμορφωθούν με αυτά τα μέτρα είναι εξαιρετικά μεγάλο, γιατί η εν λόγω ΚΥΑ θεσπίζει οριζόντιες διατάξεις – με μόνη παράμετρο μερικής διαφοροποίησης των υποχρεωτικών εργασιών την κλίμακα επικινδυνότητας του ακινήτου – που αφορούν τόσο τα ακίνητα εντός, όσο και τα ακίνητα εκτός σχεδίου, τα ακίνητα μόνιμης ή εξοχικής κατοικίας, όπως και τα ακίνητα οποιασδήποτε χρονολογίας κατασκευής, όσα και αυτά που πρόκειται να ανεγερθούν».
Στο σημείο αυτό επικεντρώνει την κριτική του στις ευθύνες του κράτους, καθώς όπως επισημαίνει «μέχρι σήμερα επιτρέπει την εκτός σχεδίου δόμηση, χωρίς να έχει προηγηθεί συγκεκριμένος χωροταξικός σχεδιασμός, χωρίς να έχει επιλύσει τα ζητήματα των κοινόχρηστων οδών σε συνάρτηση με την οικοδομησιμότητα των γηπέδων κλπ., ενώ, έχει κρίνει ως ανεκτά και τα μορφώματα οικισμών εντός δασών και δασικών εκτάσεων, με τις αντίστοιχες διατάξεις για τις οικιστικές πυκνώσεις. Πολλώ δε μάλλον παραμένουν ακίνητα εντός δασικών και αναδασωτέων εκτάσεων τα οποία, εάν και έχουν κριθεί ως τελεσιδίκως αυθαίρετα, δεν κατεδαφίζονται». Όσον αφορά την αντιπυρική προστασία, ο Συνήγορος τονίζει ότι «συχνά σημειώνονται καθυστερήσεις στην υλοποίηση έργων αντιπυρικής προστασίας εντός δασών και δασικών εκτάσεων. Η διοίκηση και οι σχετικοί φορείς είναι υπεύθυνοι για τη λήψη μέτρων κατά των πυρκαγιών με τις ενδεδειγμένες προληπτικές ενέργειες (διάνοιξη αντιπυρικών οδών, υπογειοποίηση καλωδίων ηλεκτρισμού, καθαρισμό εκτάσεων παρακείμενων στο οδικό δίκτυο κτλ), όπως επίσης και για την πυρόσβεση».
Και προσθέτει με έμφαση ότι «το κράτος δεν είναι συνταγματικά αποδεκτό (άρθρα 24 και 17 του Συντάγματος) να μετακυλύει, σε μεγάλο βαθμό, τις ευθύνες της προστασίας της περιουσίας και του περιβάλλοντος από τις πυρκαγιές στους ιδιώτες, με υπέρμετρα, μάλιστα, επαχθείς οικονομικά όρους για αυτούς».
Και όπως είχε επισημάνει και ο πρόεδρος της ΠΟΜΙΔΑ, «η επίμαχη ΚΥΑ θίγει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ιδιοκτησίας (άρθρο 17), καθώς, όπως προαναφέρθηκε, τα έξοδα υλοποίησης των υποχρεωτικών μέτρων πυρασφάλειας είναι υπέρογκα και όσοι πολίτες δε δύνανται να τα καταβάλλουν θα κατευθυνθούν αναγκαστικά προς την επιλογή μεταβίβασης των ακινήτων τους ή θα βρεθούν υπόχρεοι καταβολής υψηλών διοικητικών προστίμων, που καμία αντιστοιχία δεν έχουν με τα πρόστιμα που προβλέπονται στις υφιστάμενες πυροσβεστικές διατάξεις».
Τέλος, ο Συνήγορος του Πολίτη επισημαίνει ότι οι πυροσβεστικές διατάξεις περί καθαρισμού εκτάσεων που ίσχυαν και ισχύουν μέχρι σήμερα κατά την άποψη της Αρχής, είτε όσον αφορά τους καθαρισμούς είτε τα πρόστιμα, «είναι επαρκείς, πλήρως λειτουργικές και εφαρμόσιμες από όλους τους πολίτες» και πως «τα μέτρα, τα οποία ήδη ισχύουν με τις πυροσβεστικές διατάξεις, είναι πλήρη και επαρκή τόσο για την προστασία του περιβάλλοντος όσο και των ακινήτων».
Καταλήγοντας προτείνει τα περιστατικά παράλειψης καθαρισμού των εκτάσεων θα έπρεπε, πιθανά, να αντιμετωπιστούν με υψηλότερα πρόστιμα, προκειμένου οι πολίτες να προβαίνουν αμελητί στις απαιτούμενες ενέργειες, σημειώνοντας ότι «είναι απαραίτητη η οργάνωση, στελέχωση και υποστήριξη των αρμοδίων υπηρεσιών των Δήμων ώστε να πραγματοποιούνται περισσότεροι έλεγχοι σε τακτική βάση».
Και κρίνει ότι είναι «προς τη σωστή κατεύθυνση είναι η δημιουργία ενός ενιαίου συστήματος παρακολούθησης των ελέγχων και της πορείας του καθαρισμού των γηπέδων από την κεντρική διοίκηση».