(μέρος τέταρτο)

Συμπεράσματα

Η ιστορία της βρετανο-αμερικανικής διπλωματίας έναντι της κρίσεως της Κύπρου το 1974 είναι σαφώς θλιβερή. Παρουσιάζει όχι μόνο την διπροσωπία και τα κρυφά σχέδια των Κίσινγκερ και Ετσεβίτ, αλλά και ένα αμερικανικό καρφί στο φέρετρο της ανεξαρτησίας της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής, ένα φέρετρο που έχει πλέον γίνει απολύτως προφανές. Από το 1974 ακόμα, η έλλειψη προθυμίας εκ μέρους της Βρετανίας να συνεργαστεί με τους Γάλλους ήταν καταφανής. Το ΥΕΚ, πέραν του ότι αρνήθηκε να αφήσει τους Γάλλους να μάθουν τι ακριβώς συνέβαινε σε κρίσιμα χρονικά σημεία (η Βρετανία ακόμα έφερε βαρέως την εγκατάσταση ενός γαλλικού «ραδιοφωνικού σταθμού» στην Κύπρο)[1], εργαζόταν ουσιαστικά με τους Αμερικανούς, οι οποίοι δεν είχαν νομικό έρεισμα ως προς την Κύπρο. Παρά τον πρότερο θυμό των Ηνωμένων Πολιτειών για την άρνηση της Βρετανίας να στείλει στρατεύματα στο Βιετνάμ, οι Αμερικανοί πήραν την «αντιπαροχή» τους όταν η βρετανική κυβέρνηση εξεμίσθωσε το Ντιέγκο Γκαρσία στις Ηνωμένες πολιτείες επί πενήντα χρόνια, ενδίδοντας στην αμερικανική επιμονή να απομακρύνει η Βρετανία τους υπηκόους της από το νησί ως μέρος της συμφωνίας. (Αυτό έρχεται σε έντονη αντίθεση με την τεράστια στρατιωτική επένδυση της Βρετανίας στη «διάσωση» των κατοίκων των Φώκλαντς μερικά χρόνια αργότερα). Όπως στην περίπτωση Ντιέγκο Γκαρσία, η Κύπρος ήταν –και είναι- για τους βρετανούς και τους αμερικανούς τίποτε παραπάνω από μία στρατιωτική θέση-κλειδί. Οι Ελληνοκύπριοι δεν ήσαν παρά «παράπλευρες απώλειες». Παρά την κατ’ιδίαν παραδοχή εκ μέρους της βρετανικής κυβερνήσεως ότι η από κοινού δράση ήταν απαραίτητη όταν έλαβε χώρα το πραξικόπημα «Σαμψών», η Βρετανία προτίμησε να κρυφτεί τελικώς πίσω από τις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά την όποια αγανάκτησή της.

Ένα συστατικό που λείπει από την κρίση ήταν, φυσικά, ο «παράγων Γρίβας»[2]. Αποτελεί όντως εικασία, αλλά δεν αποκλείεται καθόλου ο πολυμήχανος στρατηγός να ήταν πιο επιφυλακτικός αν εξακολουθούσε να ζει. Δυστυχώς είχε πεθάνει τον Ιανουάριο του 1974, μάλλον αναπάντεχα, δεδομένης της αναφοράς του Βρετανού Yπάτου Αρμοστού μόλις ένα μήνα νωρίτερα ότι οι Κύπριοι γιατροί με τους οποίους είχε συζητήσει για τη σωματική και πνευματική κατάσταση του Γρίβα πίστευαν ότι έπασχε από καρκίνο του προστάτη αλλά και ότι αυτή δεν ήταν μια ασθένεια με ραγδαία πρόοδο. Μάλιστα, είχαν πει ότι ο Γρίβας θα μπορούσε να ζήσει τουλάχιστον άλλα δύο δραστήρια χρόνια[3]. Προφανώς οι προγνώσεις δεν είναι κι εύκολη δουλειά: Τον Ιανουάριο του 1974, ο Ύπατος Αρμοστής έγραψε: «…ελπίζω η Κύπρος στα τέλη του 1974 να είναι το ίδιο ηλιόλουστο και δυτικότροπο νησί με σήμερα»[4].

Και ένα καταληκτικό σχόλιο σχετικά με τη στάση των ΗΠΑ απέναντι στην ελληνική (-ές) κυβέρνηση (-εις) κατά τη διάρκεια της κρίσεως . Στην αρχή, ο Κίσινγκερ έκανε παν το δυνατόν ώστε να μην πιέσει την ελληνική κυβέρνηση να αποσύρει τους Έλληνες αξιωματικούς από την κυπριακή Εθνική Φρουρά. Το κίνητρό του ήταν να τροφοδοτήσει το σκεπτικό της τουρκικής κυβερνήσεως υπέρ της εισβολής. Τότε, όταν οι Τούρκοι πραγματοποίησαν την απόβαση, ο Κίσινγκερ, σε μια εκπληκτική μεταμόρφωση, απέσυρε όλα τα εμπόδια που απέτρεπαν την ελληνική κυβέρνηση από το να αναλάβει δράση εναντίον της εισβολής. 

Ο Έλεγχος των Πληροφοριών

Από 1ης Ιανουαρίου 2005, η Βρετανία έχει υιοθετήσει τον «Νόμο περί Ελευθερίας της Πληροφορήσεως». Δεδομένων των αποτυχημένων προσπαθειών του συγγραφέως να δει ζωτικής σημασίας έγγραφα, θα ήταν μάλλον καλύτερο αν αναφερόμασταν σε «Νόμο Ελέγχου Πληροφορήσεως». Στα αρχεία που εξακολουθούν να είναι απροσπέλαστα περιλαμβάνονται και οι ακόλουθες περιγραφές: Χρήση Κυριάρχων Περιοχών Βάσεων· Βρετανική Στρατιωτική Εκπαίδευση στην Κύπρο· Στάση των ΗΠΑ έναντι της Διακοινοτικής Διαμάχης· Διαπραγματεύσεις με το Ηνωμένο Βασίλειο περί αμυντικών εδαφών, περιλαμβάνουσες την παραλία «Γκόλντεν Σάντ» (Χρυσή Άμμος) και άλλα αναπτυξιακά προγράμματα· η θέση του Βασιλέως· Γενική πολιτική του ΗΒ έναντι του Γρίβα· Φόρος Εισοδήματος που καταβάλλεται από τους Τουρκοκυπρίους εργαζομένους για λογαριασμό του ΗΒ στην Κύπρο· και Πρώτος Γύρος Τριμερών Συνομιλιών στη Γενεύη μεταξύ ΗΒ, Ελλάδος και Τουρκίας, 25-30 Ιουλίου 1974 (Μέρος Α). Πέραν αυτών, όπου έχουν αποδεσμευθεί φάκελοι, λείπουν φύλλα, ιδίως από αρχεία σχετικά με το πραξικόπημα «Σαμψών» και τις διαπραγματεύσεις της Γενεύης.

Στις 9 Φεβρουαρίου 2005, απηύθυνα επιστολή προς την «Ομάδα Διαχειρίσεως Πληροφοριών» –που θυμίζει πλέον εντόνως Όργουελ, ενώ πριν ονομαζόταν Τμήμα Βιβλιοθήκης και Αρχείων- ζητώντας να δω διαφόρους φακέλους, επικαλούμενος το Νόμο περί Ελευθερίας της Πληροφορήσεως. Η απάντηση της Ομάδος, στις 10 Μαρτίου, ανέφερε τα εξής:

Θεωρούμε ότι η αποδέσμευση των πληροφοριών που περιέχονται στα φύλλα αυτά ενδέχεται να βλάψει τις σχέσεις μας τόσο με την Κύπρο όσο και με τις ΗΠΑ και ότι το δημόσιο συμφέρον της διατηρήσεως καλών σχέσεων με τις χώρες αυτές υπερτερεί του δημοσίου συμφέροντος της αποκαλύψεώς τους… Εάν δεν σας ικανοποιεί ο χειρισμός του αιτήματός σας, μπορείτε να αιτηθείτε εσωτερικής επανεξετάσεώς του. Αν δεν σας ικανοποιεί το αποτέλεσμα της εσωτερικής επανεξετάσεως, δικαιούσθε να υποβάλετε αίτηση απ’ευθείας στον Επίτροπο Πληροφοριών[5]

Στην απάντησή μου της 24ης Απριλίου ανέφερα ότι η παρακράτηση των εγγράφων απλώς ενισχύει το επίπεδο αγνοίας και καχυποψίας σε ορισμένους κύκλους, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε παρεξήγηση, εχθρότητα και έλλειψη ισορροπίας στην ιστορική ανάλυση, και να φθάσει μέχρι και σε διαστρέβλωση της ιστορίας. Πέραν ενός φιλικού τηλεφωνήματος και την αποστολή μιας τηλεομοιοτυπίας (4 Ιουλίου), μέχρι τις 22 Ιουλίου 2005 δεν είχα ενημερωθεί για το πόρισμα της επανεξετάσεως.

Ένας λόγος γι’αυτήν την επιφυλακτικότητα φαίνεται να είναι ότι οι τρέχουσες πολιτικές συγκυρίες υπαγορεύουν τι μπορεί να αποδεσμευθεί και τι όχι. Το γεγονός αυτό είναι ενδεικτικό της απαράδεκτης καταστάσεως που καλούνται να αντιμετωπίσουν όσοι σοβαροί ερευνητές θέλουν να μελετήσουν τη διαμόρφωση πολιτικής. Δεν είναι να απορεί κανείς που κατά τη διδασκαλία των διεθνών σχέσεων, φοιτητές και καθηγητές συχνά δεν έχουν στη διάθεσή τους για να δουλέψουν παρά στείρα κλισέ.

Με καταφανώς πνευματώδη (ίσως και από… σπόντα ειλικρινή) τρόπο, η Οργουελιανού τύπου «Ομάδα Διαχειρίσεως Πληροφοριών»[6] μου έγραψε στις 10 Μαρτίου 2005: «πιστεύουμε ότι η αποδέσμευση των πληροφοριών που περιέχονται στα φύλλα αυτά ενδέχεται να βλάψει τις σχέσεις μας τόσο με την Κύπρο όσο και με τις ΗΠΑ[7]. Αυτή η ασυνήθης (δημόσια) παραδοχή θα έπρεπε τουλάχιστον να είχε προκαλέσει τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Κύπρου να επιχειρήσουν την αποδέσμευση του αρχείου, εκτός και αν οι συγκεκριμένες κυβερνήσεις γνωρίζουν ήδη. Το πρόβλημα είναι να μην θέλει η βρετανική κυβέρνηση να πέσουν οι πληροφορίες αυτές στα χέρια ιστορικών και δημοσιογράφων. Όλα αυτά είναι πολύ μυστήρια –και παρανοϊκά. 

©Δρ. Ουίλλιαμ Μάλλινσον

Σεπτέμβριος 2005

Μετάφραση: Θοδωρής Μπουχέλος

Φεβρουάριος 2006


Βιβλιογραφία

 

Στο παρόν κείμενο, δεδομένου ότι έχει βασισθεί σε πρωτότυπα έγγραφα, πολλά εκ των οποίων δεν έχουν δημοσιευθεί σε κάποιο βιβλίο, απέφυγα να χρησιμοποιήσω πολλές δευτερεύουσες πηγές. Πάντως, ως καλά σχετικά αναγνώσματα, μπορώ να προτείνω τα εξής: Coufoudakis, Van, The United States and the Cyprus Problem, Yallourides, Christos and Tsakonas, σ. 5 (eds. Greece and Turkey after the End of the Cold War, Caratzias, New York and Athens, 2001, σσ. 373-383.

 

Στο κείμενο αυτό χρειάστηκε μόνο να αναφερθώ στα:

 

Kissinger, Henry, Nuclear Weapons and Foreign Policy, Harper Brothers, New York,

 1957.

Mallinson, William, Cyprus A Modern History, I. B. Tauris, London and New York,

 2005.

—–., “Turkish Invasions, Britain, Cyprus and the Treaty of Guarantee,” Synthesis:

 Review of Modern Greek Studies, Vol. 3, No. 1, London School of Economics and

 Political Science, London, 1994.

O’ Malley, Brendan and Craig, Ian, The Cyprus Conspiracy, I. B. Tauris, London and

 New York, 1999.


Ο Ουίλλιαμ Μάλλινσον υπήρξε διπλωμάτης, διδάσκει στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο και είναι Επικεφαλής του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων και Καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στο New York College Αθηνών. Απέκτησε το διδακτορικό του τίτλο στην Διεθνή Ιστορία από το London School of Economics and Political Science. Έχει συγγράψει το βιβλίο Κύπρος: Μια Ιστορική Προοπτική, Παπαζήσης, 2005 και I.B. Tauris (στην Αγγλική) 2005.

 

Διεύθυνση αλληλογραφίας: New York College, Σκούφου 3, 105 57 Αθήναι, Ελλάς

Ηλεκτρονική διεύθυνση: ginak@hol.gr



[1] Κίλμπερν, 14 Δεκεμβρίου 1970, PRO FCO 9/1160, φάκελος WSC 3/312/1, πρακτικά συναντήσεως στο Υπουργείο Αμύνης.

[2] Επικεφαλής της ελληνοκυπριακής ενόπλου αντιστάσεως εναντίον της βρετανικής κατοχής τη δεκαετία του ’50, ανεκλήθη στην Ελλάδα το 1967 αλλά επέστρεψε (μυστικά) στην Κύπρο το 1971.

[3] Όλιβερ (Λευκωσία) προς Γκούντισον (ΓΕΚ), 5 Δεκεμβρίου 1973, PRO FCO 9/1970, φάκελος WSC 1/5, επιστολή.

[4] Όλιβερ προς Υπουργό Εξωτερικών, 3 Ιανουαρίου 1974, PRO FCO 9/1883, φάκελος WSC 1/1, Cyprus: Annual Review for 1973, παράγρ. 13.

[5] Πέννυ Πράϊορ προς Ουίλλιαμ Μάλλινσον, 9 Φεβρουαρίου 2005, επιστολή.

[6] Μέχρι προσφάτως, η υπηρεσία αυτή ονομαζόταν «Τμήμα Βιβλιοθήκης και Αρχείων».

[7] Ο αριθμός φακέλου είναι PRO FCO/1195, WSC16/2: Διαπραγματεύσεις περί αμυντικών εδαφών περιλαμβάνουσες την Χρυσή Άμμο και άλλα αναπτυξιακά προγράμματα.