(μέρος τρίτο)

Η Επομένη Ημέρα

Όπως είναι γνωστό, ο Κίσινγκερ και ο Ετσεβίτ είπαν σχετικώς προσφάτως ότι το Κυπριακό επελύθη το 1974. Δεδομένης της συγκεχυμένης, επικίνδυνης και άδικης καταστάσεως που επικρατεί σήμερα, είναι εντελώς απίθανο οποιοσδήποτε εχέφρων μετριοπαθής παρατηρητής να συμφωνήσει με τους Κίσινγκερ και Ετσεβίτ (ο δεύτερος έχει υπάρξει μαθητής του πρώτου)[1]. Πριν ολοκληρώσουμε το σύντομο αυτό απολογισμό, αξίζει να ρίξουμε μια ματιά σε μερικά από τα έγγραφα που συνετάγησαν μετά την εδραίωση της παράνομης τουρκικής κατοχής. Το πρώτο σημείο που προέκυψε ήταν οι συνεχιζόμενες –καίτοι αποτυχημένες- προσπάθειες να κρατηθεί ο Μακάριος έξω από το παιχνίδι. Σε ένα γεύμα στις 10 Σεπτεμβρίου, ο Κίσινγκερ είπε στον Έντουαρντ Χηθ, τον Βρετανό Συντηρητικό ηγέτη της αντιπολιτεύσεως, ότι ήταν απίθανο να ξαναγίνει ποτέ δεκτός ο Μακάριος στην Κύπρο· «αυτό που δεν είχε επιτρέψει στους Αμερικανούς να τον στηρίξουν πιο ξεκάθαρα κατά την πρώτη ημέρα της κρίσεως ήταν ο φόβος μήπως αναζητήσει σοβιετική στήριξη πέραν της δικής τους»[2].

Μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου ο Κίσινγκερ είχε πάψει να προσπαθεί να αποτρέψει την επιστροφή του Μακαρίου. Λίγο καιρό πριν πραγματοποιηθεί η εν λόγω επιστροφή, σε δεύτερη επιστολή του προς τον Κάλλαχαν, ανέφερε τα εξής:

Είναι ξεκάθαρο ότι ο Μακάριος δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα της καταστάσεως στο νησί και δεν είμαι βέβαιος ότι μπορούμε να κάνουμε και πολλά σε αυτήν την φάση για να του ανοίξουμε τα μάτια. Όπως τονίζεται, ο Μακάριος θα έχει συνομιλίες με τον Καραμανλή και τον Κληρίδη στην Αθήνα μετά τις εκλογές στην Ελλάδα. Μας έχουν πει ότι ο Καραμανλής είναι αντίθετος στην επιστροφή του Μακαρίου… Δεν είμαι σίγουρος ότι ο Καραμανλής θα βρίσκεται σε θέση να αποτρέψει την επιστροφή του Μακαρίου… Ευελπιστώ ότι ο Μακάριος θα μπορεί να πεισθεί για τη νέα πραγματικότητα που επικρατεί στο νησί, καθώς και για την ανάγκη να μην κινδυνεύσουν οι εύθραυστες, καίτοι απαραίτητες, διαπραγματεύσεις Κληρίδη-Ντενκτάς[3].

Πέραν της αλαζονικής υποθέσεως ότι ο Μακάριος –αν είναι ποτέ δυνατόν- δεν είχε επαφή με την πραγματικότητα που επικρατούσε στο νησί, οι ίδιες οι διαπραγματεύσεις δεν ήσαν παρά βιτρίνα. Ο Βρετανός Ύπατος Αρμοστής στη Λευκωσία, ανέφερε τον Νοέμβριο:

Αντιλαμβάνομαι ότι η κατάσταση μπορεί να φθάνει σε τέτοιο σημείο που ο Κληρίδης συνειδητοποιεί ότι πρέπει να θέσει υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία του Ντενκτάς ως συνομιλητή, λόγω της συνηθείας αυτού να αναπέμπει όσες λύσεις του προτείνονται στην τουρκική κυβέρνηση/στον στρατό, καθώς και λόγω της σχεδόν παντελούς ελλείψεως ανταποκρίσεως έως τώρα[4].

Είναι ξεκάθαρο ότι τότε, όπως και τώρα, το παρανόμως κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου ουδεμία ανεξαρτησία είχε έναντι της Αγκύρας και δεν θα μπορούσε να πάρει πρωτοβουλία, παρά κατόπιν αδείας εκ μέρους της τουρκικής κυβερνήσεως. Όσο για το συνεχιζόμενο τουρκικό ισχυρισμό ότι είχαν πραγματοποιήσει την εισβολή προκειμένου να προστατεύσουν τους Τουρκοκυπρίους, είναι σημαντικό το ότι μετά την εισβολή, ο Ντενκτάς παρεδέχθη στον Βρετανό Ύπατο Αρμοστή ότι δεν υπήρξε πρόκληση της τουρκοκυπριακής Κοινότητος από τους Ελληνοκυπρίους κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος. Οι μοναδικές απώλειες Τουρκοκυπρίων κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος τις οποίες γνώριζαν οι Βρετανοί, αφορούσαν «ένα νεκρό και δύο ή τρεις τραυματίες από αδέσποτα πυρά στην περιοχή Καϊμακλί, ένα βόρειο προάστιο της Κερύνειας που βρισκόταν σε αναβρασμό, ως επίκεντρο ισχυρών συγκρούσεων μεταξύ φατριών κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος»[5].

Όσο για τον Κίσινγκερ, συνέχισε να διατηρεί έντονο ενδιαφέρον τόσο για την Τουρκία όσο και για την Κύπρο. Στις 19 Δεκεμβρίου, έγραψε στον Κάλλαχαν:

Διεπίστωσα ότι το Κογκρέσο διακατέχεται από έντονα αισθήματα εναντίον της επαναλήψεως παροχής στρατιωτικής βοηθείας στην Τουρκία. Εμείς [σε ποιους ακριβώς αναφέρεται;] όμως πετύχαμε να έρθουμε σε συμφωνία με μέλη-κλειδιά του Κογκρέσου που θα μας επιτρέψουν να επαναλάβουμε και να συνεχίσουμε τις στρατιωτικές αποστολές υλικού προς την Τουρκία τουλάχιστον μέχρι τις 5 Φεβρουαρίου. Αυτό θα επιτρέψει να υπάρξει επαφή μεταξύ Κληρίδη και Ντενκτάς…[6]

Εδώ βλέπουμε περαιτέρω στοιχεία της συμπαιγνίας μεταξύ Κίσινγκερ και της τουρκικής κυβερνήσεως, καθώς και στοιχεία ότι ο τελευταίος χρησιμοποιούσε με κυνικότητα το θέμα των εξοπλισμών ως χαρτί στις «διαπραγματεύσεις» μεταξύ Κληρίδη και Ντενκτάς. Και σε αυτήν την περίπτωση μπήκαν τα περαιτέρω θεμέλια για το μελλοντικό σχέδιο «Αννάν». Η Βρετανία, οι ΗΠΑ και ο Κίσινγκερ προωθούσαν από κοινού την «διζωνική ομοσπονδία», μια ιδέα η οποία θα
«απογοήτευε τον Καραμανλή»[7].

Ανεξαρτήτως διζωνικής ομοσπονδίας, η ουσιαστική εμμονή της Βρετανίας αφορούσε, φυσικά, τα εδάφη που είχε πάρει από την Κύπρο το 1960, δηλαδή τις Κυρίαρχες Περιοχές Βάσεων. Μια συνάντηση στο Υπουργείο Εξωτερικών και Κοινοπολιτείας, πολύ πριν την εισβολή, είχε ήδη αναφερθεί στην ελληνοτουρκική συμπαιγνία ως απειλή για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των βάσεων[8]. Μόλις ένα μήνα μετά την τουρκική εισβολή, οι αμφιβολίες των Βρετανών για τις βάσεις τους φαίνεται να εντείνονται: μια συνοπτική έκθεση επί της συναντήσεως του Υπουργού Εξωτερικών με τον Κίσινγκερ ανέφερε τα εξής:

Εάν ο Δρ. Κίσινγκερ το θίξει [το θέμα της διατηρήσεως των Κυριάρχων Περιοχών Βάσεων], προτίθεται να είναι επιφυλακτικός. Εάν παραστεί ανάγκη, θα μπορούσε να πει ότι, κατά τη διάρκεια της προσφάτου κρίσεως, η παρουσία μας στις Κυρίαρχες Περιοχές Βάσεων απεδείχθη εκ των υστέρων ότι μας έφερε σε δύσκολη θέση. Εάν πιεσθεί να αναφέρει τα συμπεράσματα που βγάζει από αυτό, θα μπορούσε να πει ότι το μέλλον των βάσεων θα συζητηθεί κατά πάσα πιθανότητα στο συγκείμενο της Αμυντικής Ανασκοπήσεως αλλά ότι  η περαιτέρω δράση επί του θέματος έχει ανασταλεί μέχρι μετά την εκλογή. Όπως γνωρίζει ο Δρ. Κίσινγκερ, θα θέλουμε να συζητήσουμε με τους αμερικανούς όσον αφορά σχέδια σε παγκόσμια βάση πριν συνομιλήσουμε με οποιονδήποτε άλλον[9].

Πριν ολοκληρώσουμε, στο σημείο αυτό αρμόζει μια τελευταία αναφορά στο γαλλικό σύνδεσμο, δεδομένου ότι οι ΗΠΑ και η Βρετανία εξακολουθούσαν να ανησυχούν για την ενδεχόμενη μελλοντική κατεύθυνση που θα μπορούσε να πάρει η κυβέρνηση της Ελλάδος, ιδίως σε θέματα αγοραπωλησίας εξοπλισμών, κάτι που αποτελεί πάντοτε μείζονα παράγοντα ο οποίος πρέπει να συνυπολογίζεται στις διεθνείς σχέσεις, και ειδικά μετά την προειδοποίηση του Αϊζενχάουερ το 1961 περί της αυθαιρέτου επιρροής του «στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος». Η πρεσβεία της Βρετανίας έγραψε τον Οκτώβριο:

Σε ορισμένες ομάδες, κυρίως στους τυπικούς οπαδούς της χούντας, η άποψη για τις εξωτερικές σχέσεις φαίνεται να έχει γίνει τόσο αντιαμερικανική και αντιδυτική που υπερκαλύπτει ακόμη και αυτόν το φόβο του Κομμουνισμού. Η κρίση στην Κύπρο φαίνεται να πολλαπλασίασε εκείνους που θεωρούν ότι η Ελλάδα μπορεί να σταθεί από μόνη της –πιθανώς με τη Γαλλία στο ρόλο του προμηθευτή όπλων[10].


[1] Ό.π., O’Malley and Craig.

[2] Κίσινγκερ και Χηθ, 10 Σεπτεμβρίου 1974, PRO FCO 9/1947, φάκελος WSC 3/304/2, πρακτικό συναντήσεως (σε γεύμα).

[3] Κίσινγκερ προς Κάλλαχαν, 16 Νοεμβρίου 1974, PRO FCO 9/1948, φάκελος WSC 3/304/2, μέρος B, επιστολή.

[4] Λευκωσία προς ΓΕΚ, 21 Νοεμβρίου 1974, PRO FCO 9/1931, φάκελος WSC 1/19, τηλεγράφημα υπ’αρ. 1304.

[5] Πέρσεβαλ (Λευκωσία) προς Ουέστον (FCO), 25 Σεπτεμβρίου 1974, PRO FCO 9/1913, φάκελος WSC 1/10, μέρος Y, επιστολή.

[6] Κίσινγκερ προς Κάλλαχαν (μέσω Σπάϊερς της Πρεσβείας των ΗΠΑ στο Λονδίνο), 19 Νοεμβρίου 1974, PRO FCO 9/1948, φάκελος WSC 3/304/2, μέρος B, επιστολή.

[7] ΓΕΚ προς Ουάσιγκτον, 19 Νοεμβρίου 1974, PRO FCO 9/1929, φάκελος WSC 1/16, μέρος C, τηλεγράφημα υπ’αρ. 2366.

[8] Συνάντηση ανασκοπήσεως των αγγλοελληνικών σχέσεων, 6 Σεπτεμβρίου 1973, φάκελος FCO9/1527, φάκελος WSG3/548/3.

[9] Καθοδηγητικό Υπόμνημα για τις συνομιλίες του Υπουργού Εξωτερικών με τον Δρ. Κίσινγκερ στη Νέα Υόρκη, 24 Σεπτεμβρίου 1974, PRO FCO 82/446, φάκελος AMU3/548/8, μέρος B.

[10] Ρίτσαρντς (Αθήναι) προς Κίλλικ (ΓΕΚ), 9 Σεπτεμβρίου 1974, PRO FCO 9/1946, φάκελος WSC 3/303/1, επιστολή.