(Μέρος δεύτερο)

Η Αμηχανία Εξακολουθεί

Παρά το νομικό πόρισμα του ΥΕΚ (βλ. ανωτέρω) ότι το τουρκικό αίτημα για από κοινού δράση φαινόταν να έχει νομική υπόσταση, οι Βρετανοί ανέβαλλαν την λήψη αποφάσεως. Μια σημαντική συνάντηση έλαβε χώρα στην βρετανική πρωθυπουργική κατοικία, το βράδυ της Τετάρτης 17 Ιουλίου, με τη συμμετοχή των βρετανών και τούρκων Πρωθυπουργών, Υπουργών Εξωτερικών και υψηλόβαθμων αξιωματούχων, κατά τη διάρκεια της οποίας ο τούρκος Πρωθυπουργός κ. Ετσεβίτ ζήτησε από τη Βρετανία να δείξει την αλληλεγγύη της προς την Τουρκία, επιτρέποντας την αποστολή τουρκικών ενόπλων δυνάμεων στην Κύπρο μέσω των βρετανικών βάσεων, με μόνη εναλλακτική λύση την ανάληψη μονόπλευρης δράσεως. Παρά το ως άνω πόρισμα, ότι σε περίπτωση αρνήσεως από κοινού δράσεως η Τουρκία θα μπορούσε να αναλάβει μονόπλευρη δράση, η πιθανότης αυτή δεν αναφέρθηκε από τους Βρετανούς κατά τη διάρκεια της συναντήσεως· αντιθέτως μάλιστα, ο Υπουργός Εξωτερικών, με υπευθυνότητα (στη φάση αυτή), αρνήθηκε να προσφέρει τη χρήση των βρετανικών βάσεων και ώθησε τους τούρκους να υποστηρίξουν μια συνάντηση των εγγυητριών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης ως εκ τούτου και της Ελλάδος. Παρά κάποιες προσπάθειες, ο Ετσεβίτ κωλυσιεργούσε, ισχυριζόμενος ότι οι συνομιλίες του με τον Έλληνα πρωθυπουργό Ανδρουτσόπουλο στις Βρυξέλλες δεν είχαν επιτυχία. Τότε, ο Βρετανός Πρωθυπουργός κ. Ουίλσον ρώτησε με νόημα τον κ. Ετσεβίτ εάν το πρόβλημα του να καθίσει με τους Έλληνες στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ήταν πολιτικό και αφορούσε το κοινοβούλιο του. Με τρόπο αποκαλυπτικό, ο Ετσεβίτ συμφώνησε ότι «αυτός ήταν όντως ένας παράγων». Σαφέστατα, στη φάση αυτή, οι Βρετανοί προτιμούσαν να ακολουθήσουν τους κανόνες και να αποκαταστήσουν τη συνταγματική τάξη όπως προέβλεπε η Συνθήκη Εγγυήσεως, ενώ οι Τούρκοι κωλυσιεργούσαν. Κατά τη διάρκεια της συναντήσεως μάλιστα, οι τελευταίοι αρνήθηκαν ακόμη και να αναγνωρίσουν την Ελλάδα ως εγγυήτρια δύναμη. Ορθώς, ο Ουίλσον απέρριψε τουρκικό αίτημα για τουρκο-βρετανική δήλωση η οποία θα κατεδίκαζε την Ελλάδα (η ελληνική κυβέρνηση είχε αρνηθεί σθεναρώς οιαδήποτε συμμετοχή στο πραξικόπημα του Σαμψών και δεν υπήρχαν αποδείξεις για το αντίθετο), δηλώνοντας ότι κάτι τέτοιο «δεν θα αποτελούσε καθόλου σωστό προοίμιο μιας τριμερούς συναντήσεως». Η συνάντηση έληξε στις 12.30 το πρωί της 18ης Ιουλίου χωρίς συμφωνία –πολλώ δε μάλλον κοινό ανακοινωθέν[1].

Οι « Παραξενιές» του Κίσινγκερ και η Βρετανική Συγκαταβατικότης

Εν τω μεταξύ, το τηλέφωνο του Κίσινγκερ (ένα από τα αγαπημένα του διπλωματικά εργαλεία) είχε πάρει φωτιά. Σε ένα αποκαλυπτικό σχόλιο σχετικά με την μεθοδολογία του, ο Βρετανός Πρέσβυς στην Ουάσιγκτον, Ραμσμπόθαμ, ύστερα από τηλεφωνική συνομιλία με τον Κίσινγκερ στις 17 Ιουλίου, έγραψε:

Η συζήτηση με τον Κίσινγκερ προφανώς δεν κατεγράφη στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, και δεχθήκαμε το μάλλον περίεργο αίτημα να μεταφέρουμε τα κεντρικά της σημεία στον Σίσκο [τον Αμερικανό Υφυπουργό Εξωτερικών, ο οποίος επρόκειτο να επιδοθεί σε μια φρενήρη κούρσα από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα, σβήνοντας φωτιές] πριν αυτός αναχωρήσει για Λονδίνο… Φοβούμαι ότι είναι πολύ πιθανόν, δεδομένων των ιδιομόρφων μεθόδων εργασίας του Κίσινγκερ, να μην καταγράψει την τηλεφωνική συνομιλία που έχει με τον Υπουργό Εξωτερικών. Ως εκ τούτου ελπίζω να μπορείτε να μου στείλετε το συντομότερο δυνατόν με τηλεγράφημα τα κυριότερα σημεία της συνομιλίας … ειδάλλως, όσο απίθανο και αν φαίνεται, φοβούμαι ότι θα κινδυνεύσει τόσο το Στέιτ Ντιπάρτμεντ όσο και η Πρεσβεία αυτή να εργάζονται στα τυφλά με όλους τους παρεπόμενους κινδύνους να προκληθεί σύγχυση και παρεξηγήσεις[2].

Αυτό καταδεικνύει τον κίνδυνο που ενέχουν οι προσωπικές ενέργειες στη διπλωματία· ο Κίσινγκερ, όχι μόνο δεν είχε σπουδάσει διπλωματία αλλά συχνά παρέκαμπτε τους προσήκοντες διαύλους επικοινωνίας, με αποτέλεσμα να συσκοτίζει ακόμα και τα δικά του, ιδιωτικώς συμπεφωνημένα σχέδια. Παρ’όλα αυτά, η ως άνω τηλεφωνική επικοινωνία είναι αυτή που αποκαλύπτει τα μυστικά σχέδια του Κίσινγκερ:

Ο Κίσινγκερ έμοιαζε παραξενεμένος ως προς το γιατί εργαζόμασταν τόσο γρήγορα και στηρίζοντας τόσο απόλυτα τον Μακάριο… ήταν σίγουρα λάθος να δεσμευθούμε τώρα με τον Μακάριο και με τον τρόπο αυτό να περιορίσουμε τις επιλογές μας, δεδομένου ότι δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι ο Μακάριος θα επέστρεφε στην εξουσία. Τον Κίσινγκερ επίσης απασχολούσε η γραμμή την οποία υιοθετούσαμε σχετικώς με την αποχώρηση των Ελλήνων αξιωματικών από την Εθνική Φρουρά. Όποιο ρόλο και αν είχαν παίξει, τουλάχιστον είχαν λειτουργήσει ως δύναμη κατά της κομμουνιστικής διεισδύσεως στην Κύπρο. Ο Κίσινγκερ υποψιαζόταν ξεκάθαρα ότι αν ο Μακάριος επέστρεφε στην εξουσία υπ’αυτές τις συνθήκες, δεν θα δίσταζε να θεωρήσει τους Ρώσους [sic] σωτήρες του και να επιτρέψει στο ήδη αρκετά ισχυρό κομμουνιστικό κόμμα να αποκτήσει περαιτέρω δύναμη… ήλπιζε ότι θα συμφωνούσαμε να παίξουμε σε πιο αργούς ρυθμούς[3].

Αυτό δείχνει ξεκάθαρα ότι ο Κίσινγκερ προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο· προσπαθούσε να κρατήσει τον Μακάριο έξω από το παιχνίδι· και ακόμα πιο σημαντικό, υπεστήριζε την Εθνική Φρουρά, ενώ η τελευταία είχε ηγηθεί του πραξικοπήματος. Διαφώνησε με τη βρετανική άποψη ότι θα έπρεπε να αποσυρθούν οι Έλληνες αξιωματικοί της Εθνικής Φρουράς. Εδώ, ο λόγος ήταν ξεκάθαρος: ήθελε να δώσει στην Τουρκία μια δικαιολογία για να εισβάλει. Όλως περιέργως, αντιθέτως προς το ΥΕΚ το οποίο ήταν της απόψεως ότι ο Μακάριος εκτός Κύπρου μπορεί να προσέγγιζε την Σοβιετική Ένωση[4], ο Κίσινγκερ προφανώς πίστευε το ακριβώς αντίθετο, ήτοι ότι εάν ο Μακάριος επέστρεφε στην εξουσία, θα θεωρούσε τη Σοβιετική Ένωση σωτήρα του. Το αν ο Κίσινγκερ πράγματι πίστευε κάτι τέτοιο ή εάν χρησιμοποιούσε το επιχείρημα της «Κομμουνιστικής απειλής» προκειμένου να παρατείνει την κρίση, επαφίεται στην κρίση του αναγνώστη. Σε κάθε περίπτωση, είχε φτάσει να έχει ξεκάθαρες αμφιβολίες για τον Σαμψών και ευχόταν, στη θέση του Μακαρίου, να αναλάβει ο Κληρίδης (ο Πρόεδρος του κυπριακού Κοινοβουλίου)[5].

Όλα αυτά συνέβαιναν ενώ η Τουρκία προετοιμαζόταν προκλητικώς να εισβάλει στην Κύπρο, άνευ τριμερών συνομιλιών. Οι τακτικές καθυστερήσεως του Κίσινγκερ πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την εισβολή, τονίζονται με περίεργο τρόπο σε μήνυμα που απέστειλε στον Κάλλαχαν αμέσως μετά την τουρκική απόβαση τη νύχτα της 19ης προς 20η Ιουλίου:

[…] ορίστε το μήνυμα για το οποίο συζητήσαμε. Είναι για το λεύκωμά σας. Ήμουν έτοιμος να σας το στείλω, όταν οι Οθωμανοί φίλοι μας ξέκοψαν… είναι ουσιώδους σημασίας να εργασθούμε στενά από κοινού σε όλο αυτό το εγχείρημα ούτως ώστε να μην ενεργοποιήσουμε κάποια αλυσιδωτή αντίδραση πριν αποκτήσουμε μια ξεκάθαρη άποψη του τί θέλουμε να επιτύχουμε… εάν δεχθούμε έξωθεν πίεση προκειμένου να επιστρέψει ο Μακάριος στην εξουσία, το μόνο που θα επιτύχουμε είναι παγίωση του καθεστώτος των Αθηνών[6].

Πέραν των προφανών τακτικών καθυστερήσεως, το επιχείρημα ότι η επιστροφή του Μακαρίου θα «παγίωνε το καθεστώς των Αθηνών» είναι ιδιαιτέρως παραπειστικό, δεδομένου ότι θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί εξ ίσου ότι η επιστροφή του Μακαρίου θα επετάχυνε την πτώση του καθεστώτος. Σε κάθε περίπτωση, πρώτον ο Κίσινγκερ δεν αιτιολόγησε την άποψή του, και δεύτερον το καθεστώς βρισκόταν ούτως ή άλλως στα πρόθυρα της καταρρεύσεως, ανεξαρτήτως της θέσεως του Μακαρίου. Για την ακρίβεια, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής («εξόριστος» στο Παρίσι) μάλλον είχε ήδη αρχίσει τις προετοιμασίες για την επιστροφή του στην Αθήνα.

Δύο ημέρες μετά την τουρκική εισβολή, ο Κίσινγκερ περιέργως εξακολουθούσε να κάνει ό,τι μπορεί για να αφήσει στις τουρκικές δυνάμεις όσο χώρο ήθελαν για να κινηθούν και να επιτεθούν άνετα: Στις 22 Ιουλίου τηλεφώνησε στον Κάλλαχαν στις 5.00 το πρωί (ώρα Γκρήνουιτς), μόλις εννέα ώρες πριν την παραίτηση Σαμψών, για να πει ότι οι Αμερικανοί δεν ήθελαν τον Σαμψών μέχρι τέλους αλλά ότι πριν του γυρίσουν την πλάτη ήθελαν να δουν «τη συνολική εικόνα»[7]. Ακόμα πιο σκανδαλωδώς, όταν ο Ραμσμπόθαμ ρώτησε τον Κίσινγκερ στις 23 Ιουλίου «πώς έβλεπε τις επόμενες κινήσεις», ο τελευταίος απήντησε ότι θα ήθελε να χρονοτριβήσει, έως ότου μπορέσει να δει ξεκάθαρα πώς θα διαμορφωνόταν η ισορροπία των δυνάμεων. Μέχρι εκείνο το σημείο, πέραν των όποιων διαφορετικών απόψεων ως προς το στάτους του Μακαρίου, η βρετανική κυβέρνηση ήταν συντονισμένη με τον Κίσινγκερ: ο Ραμσμπόθαμ είπε στον Κίσινγκερ ότι η προσέγγιση της βρετανικής κυβερνήσεως (στην επικείμενη διάσκεψη της Γενεύης) ήταν παρόμοια με εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών[8]. Ακόμα και επί του θέματος της επαναφοράς του Μακαρίου στην εξουσία, οι Βρετανοί δεν ενέμειναν στις θέσεις τους, ιδίως αφού ο Ύπατος Αρμοστής τους στη Λευκωσία είχε αναφέρει ότι οι σε τοπικό επίπεδο επιπτώσεις της επιστροφής του Μακαρίου στην Κύπρο στη θέση του προέδρου «θα ήσαν εξαιρετικά επικίνδυνες»[9]. Η άποψη αυτή, φυσικά, είχε διατυπωθεί ενώ ο Σαμψών και η Εθνική Φρουρά τελούσαν ακόμη υπό έλεγχο. Παρ’όλα αυτά οι Βρετανοί έδειχναν ευχαριστημένοι που κρύβονταν πίσω από τους Αμερικανούς.

Γαλλικός Εκνευρισμός και Ρωσικά Παιχνίδια

Η Γαλλία ορθώς υποπτευόταν ότι η αγγλοσαξονική συμμαχία βρισκόταν εν πλήρη δράσει. Ο Γάλλος υπουργός εξωτερικών Σωβανιάργκ μετέφερε στον Κάλλαχαν, την παραμονή της τουρκικής εισβολής, ότι οι Αμερικανοί του είχαν πει πως ο κύριος στόχος τους ήταν να αποφύγουν την ανάληψη μονομερούς δράσεως εκ μέρους των Τούρκων καθώς και την πιθανότητα να δώσουν στους Ρώσους μια αφορμή για να εισβάλουν. Οι Αμερικανοί, είπε ο Σωβανιάργκ, ήσαν αντίθετοι σε ένα ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας το οποίο θα ζητούσε την αποχώρηση των Ελλήνων αξιωματικών. Πέραν τούτου , ο Σωβανιάργκ είπε στον Κάλλαχαν ότι ενώ οι Γάλλοι πίστευαν ότι οι Αμερικανοί θα έπρεπε να ασκήσουν ισχυρή πίεση στους Έλληνες, δεν ήσαν βέβαιοι ότι κάτι τέτοιο όντως συνέβαινε. Σχετικώς με το θέμα, όμως, ο Σωβανιάργκ είπε ότι η γαλλική Πρεσβεία στο Λονδίνο είχε αντιμετωπίσει κάποιες δυσκολίες στην λήψη πληροφοριών από το ΥΕΚ κατά τις δύο προηγούμενες ημέρες[10]. Αυτή η «λεπτομέρεια» είναι κεφαλαιώδους σημασίας, προσθέτοντας ακόμη περισσότερο βάρος στον τίτλο του βιβλίου των Μάλλεϋ και Κραιγκ Η Συνωμοσία της Κύπρου[11].

Αυτό καταδεικνύει ότι ο Κίσινγκερ είχε περιπαίξει τους Γάλλους: το να τους πει ότι ο κύριος στόχος ήταν να αποτραπούν οι τούρκοι από την ανάληψη μονομερούς δράσεως, ενώ μηχανευόταν να κάνει ακριβώς το αντίθετο, ήταν στην καλύτερη περίπτωση απλώς «αμφίδρομη διπλωματία», ενώ στη χειρότερη, διπροσωπία. Όσο για το φόβο ότι η Σοβιετική Ένωση θα εισέβαλε στην Κύπρο, αυτό μοιάζει περισσότερο με δικαιολογία παρά με πραγματικό φόβο: Ο Κίσινγκερ είχε ήδη συμφωνήσει με τη Μόσχα. Μάλιστα, μόλις δύο μέρες νωρίτερα, ο Κίσινγκερ είχε πει στον Ραμσμπόθαμ ότι δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας για την πιθανότητα «κινήματος από τους Ρώσους [sic] και τους αδεσμεύτους στο Συμβούλιο Ασφαλείας για καταδίκη των Ελλήνων»[12]. Αν ο Κίσινγκερ ήταν ψύχραιμος απέναντι στην απλή απειλή μιας καταδίκης, είναι μάλλον απίθανο να πίστευε ότι η Σοβιετική Ένωση θα έσπευδε να βοηθήσει την Κύπρο, εκτός και αν πίστευε ότι η Κύπρος (εν αντιθέσει προς τις βρετανικές βάσεις) θα εξαναγκαζόταν να καταφύγει στο «δυτικό στρατόπεδο». Οι Σοβιετικοί ήσαν εναντίον της Ενώσεως, είτε απλής είτε διπλής, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο ερχόταν σε αντίθεση με τα συμφέροντά τους στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο Κίσινγκερ προφανώς είχε καθησυχάσει τη Σοβιετική Ένωση, αν και μπορεί κάλλιστα να την είχε παραπλανήσει όσον αφορά στην πραγματική έκταση των τουρκικών επεκτατικών βλέψεων.

Ως αποτέλεσμα της τακτικής χρονοτριβών του Κίσινγκερ, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις ήσαν ελεύθερες να συνεχίσουν ανενόχλητες την προέλαση τους μετά την κατ’επίφασιν κατάπαυση πυρός, που συνεφωνήθη να ισχύσει από τις 22 Ιουλίου. Για την τουρκική κυβέρνηση, και τον Κίσινγκερ, η κατάπαυση του πυρός ήταν μάλλον ακαδημαϊκού χαρακτήρος, και η τουρκική επίθεση εξακολούθησε ακόμη και κατά τη διάρκεια των αγγλο-ελληνο-τουρκικών συνομιλιών στη Γενεύη, από τις 25 έως τις 30 Ιουλίου. Στις 25 Ιουλίου, ο βρετανός Ύπατος Αρμοστής στη Λευκωσία, Όλιβερ, έδινε αναφορά σχετικώς με τις τουρκικές ενισχύσεις και την τουρκική εδραίωση σε διάφορες περιοχές, προσθέτοντας (ίσως με μια δόση αφελείας, δεδομένης της θέσεως του Κίσινγκερ), ότι «τα αποτελέσματα τόσο προκλητικών παραβιάσεων θα μπορούσαν να έχουν πολύ σοβαρές πολιτικές επιπτώσεις»[13]. Ο Πρέσβυς των ΗΠΑ στην Αθήνα, Τάσκα, ήταν ήδη «πυρ και μανία με την Τουρκική διπροσωπία», περιγράφοντας την τουρκική συμπεριφορά ως «εξοργιστική», ιδίως μάλιστα αφού η τουρκική κυβέρνηση είχε καθυστερήσει υπέρμετρα να δώσει άδεια προσγειώσεως στο αεροσκάφος που επέβαινε ο Σίσκο, πετώντας προς την Άγκυρα[14].

Η προσωρινή συμφωνία που υπεγράφη στη Γενεύη προκειμένου να «παύσουν οι εχθροπραξίες» φαίνεται να υπήρξε απλώς θεωρητική για την τουρκική κυβέρνηση: Στις 4 Αυγούστου, μόλις τέσσερις ημέρες πριν το νέο γύρο συνομιλιών στη Γενεύη, ένας εξαγριωμένος Κάλλαχαν έγραφε στον Ετσεβίτ:

Ενοχλούμαι όλο και περισσότερο από αναφορές προερχόμενες από διάφορες πηγές στην Κύπρο περί [ελληνοκυπρίων] χωρικών οι οποίοι απομακρύνονται δια της βίας από τα σπίτια τους στην περιοχή της Κερύνειας –η οποία βρίσκεται υπό τον έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων σας- και ότι οι άνδρες κρατούνται ως όμηροι… Σας διαβεβαιώ ότι η Κυβέρνηση της Α.Μ. θα εξακολουθήσει να ασκεί την επιρροή της προκειμένου να διασφαλίσει ότι αμφότερες οι κοινότητες τυγχάνουν ανθρωπιστικής αντιμετωπίσεως. Σε αντίθετη περίπτωση φοβούμαι ότι ο επόμενος γύρος στη Γενεύη δεν θα καταλήξει πουθενά[15].

Πίεση στην Ελλάδα, Βρετανική Αγανάκτηση και Περαιτέρω Χρονοτριβή

Ήδη από την 20η Ιουλίου, μετά την τουρκική εισβολή, ο Κίσινγκερ είχε πει στον Πρέσβυ του να ενημερώσει την ελληνική κυβέρνηση ότι εάν η τελευταία πραγματοποιούσε την απειλή της να κηρύξει πόλεμο στην Τουρκία και υλοποιούσε την Ένωση, οι ΗΠΑ θα διέκοπταν αμέσως την στρατιωτική βοήθεια[16]. Πάντως η πλέον έντονη πίεση ασκήθηκε στην νέα κυβέρνηση Καραμανλή αμέσως μετά την «δεύτερη» τουρκική εισβολή, τη νύχτα της 14ης Αυγούστου: σε ένα περιέργως Κισινγκερικό μήνυμα προς τον Καραμανλή, ο Κάλλαχαν δήλωνε:

Η άφιξη των ελληνικών δυνάμεων [στην Κύπρο], ανεξαρτήτως λόγου και αιτίας, θα αυξήσει τον κίνδυνο αποστολής επί πλέον τουρκικών δυνάμεων στο νησί καθώς και περαιτέρω προέλαση των ήδη υφισταμένων. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε δολοφονικές επιθέσεις εναντίον των Ελληνοκυπρίων της περιοχής –η οποία βρίσκεται υπό τον έλεγχο των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων. Επίσης θα ήγειρε το φάσμα μιας καταστροφικής επεκτάσεως της διαμάχης και εκτός Κύπρου, με ελάχιστες προοπτικές έξωθεν επεμβάσεως για την προστασία των ελληνικών συμφερόντων[η πλαγιογράμμιση δική μου][17].

Από διπλωματικής απόψεως, αυτή ήταν μία ξεκάθαρη απειλή προς την Ελλάδα ότι, αν έσπευδε να βοηθήσει την Κύπρο, δεν θα είχε υποστήριξη, ακόμη και εάν απειλούντο ελληνικά εδάφη. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αμερικανική απειλή στην προηγουμένη κυβέρνηση της Ελλάδος, ήταν ταυτόσημο με επικρότηση της τουρκικής επιθετικότητος. Δεν είναι να απορεί κανείς που ακόμη και οι σημερινές ελληνικές κυβερνήσεις –και ιδίως τα ΜΜΕ- διακατέχονται από καχυποψία για τις αμερικανικές (και βρετανικές) πολιτικές ως προς την Κύπρο.

Οι Βρετανοί τουλάχιστον υπελόγισαν τις στρατιωτικές τους επιλογές, έχοντας πλήρη συναίσθηση των διπροσώπων τουρκικών θέσεων στις συνομιλίες της Γενεύης. Ένα Άκρως Απόρρητο μνημόνιο του Υπουργείου Αμύνης προς τον Κάλλαχαν με ημερομηνία 10 Αυγούστου ανέφερε τα εξής:

Ο τουρκικός στρατός ψάχνει για δικαιολογία να συνεχίσει τις επιχειρήσεις… Ζήτησα από τον Επιτελάρχη να υπολογίσει επειγόντως τις δυνάμεις εκείνες που θα μπορούσαν να διατεθούν ως ενισχύσεις καθώς και τα πιθανά χρονοδιαγράμματα αλλά πιστεύω ότι δεν υπάρχει τρόπος να προσφερθούν οι επί πλέον 5.000 ανδρών χωρίς μείωση των δυνάμεων της Βορείου Ιρλανδίας και ταυτόχρονη απόσυρση δυνάμεων από τον Βρετανικό Στρατό του Ρήνου. Κατά την εκτίμησή μου, η ανάπτυξη των δυνάμεων θα χρειαζόταν έως και ένα δεκαπενθήμερο και δεν θα με εξέπληττε εάν ο Επιτελάρχης εξέφραζε την επιθυμία να συμπεριλάβει και αεράμυνα εν όψει της υπολογίσιμης απειλής από την Τουρκική Πολεμική Αεροπορία[18].

Η Κύπρος δεν ήταν Ιράκ

Την ίδια ημέρα, Βρετανοί αξιωματούχοι αμύνης στη Γενεύη σε Άκρως Απόρρητο τηλεγράφημα προς το ΥΕΚ, ανέφεραν ότι τον Κάλλαχαν «απασχολούσε η στάση τηρήσεως σκληρής γραμμής που υιοθετήθηκε από την τουρκική αντιπροσωπεία στη Γενεύη καθώς και οι ισχυρές ενδείξεις ότι η τελευταία θα επιχειρούσε συντόμως να ξεφύγει». Και συνέχισε:

Η δύναμη [αναφέρεται στην UNFICYP –Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών για την Διατήρηση της Ειρήνης στην Κύπρο] θα έπρεπε να είναι αρκετά μεγάλη και τόσο οπλισμένη ώστε να δικαιώσει την φήμη της, αλλά έχω τονίσει ότι δεν μπορούμε να ελπίζουμε παρά σε αποτροπή και ότι δεν υπάρχει περίπτωση να συγκρατηθούν οι Τούρκοι με τα επίπεδα ενόπλων δυνάμεων που εκτιμάται ότι διαθέτουν για να μην αναφερθώ στην αεροπορία τους [sic]… Ο Υπουργός των Εξωτερικών ζήτησε να σταθμεύσουν αεροσκάφη τύπου Phantom στο Ακρωτήρι… Θα ήταν πολύ χρήσιμο αν είχαμε μια ιδέα για το είδος των ενισχύσεων που θα μπορούσαν να διατεθούν καθώς και για τον χρονικό ορίζοντα[19].

 Πέραν όλου αυτού του παρασκηνιακού «σχεδιασμού αντιμετωπίσεως απροόπτων», οι «διαπραγματεύσεις» εξακολούθησαν στη Γενεύη, με αποκορύφωμα –όπως είναι γνωστό- την τουρκική προθεσμία και την επίθεση. Περιέργως, ο Κάλλαχαν ζήτησε από τον Κίσινγκερ να ρωτήσει τον Ετσεβίτ πόσο νοτίως σκόπευαν να προελάσουν οι Τούρκοι· ο Κίσινγκερ ισχυρίσθηκε ότι «δεν τον έβρισκε στο τηλέφωνο» και ζήτησε με τη σειρά του από τον Πρέσβυ των ΗΠΑ στην Άγκυρα να ρωτήσει εκ μέρους του[20]. Ο Κίσινγκερ γνώριζε πολύ καλά περίπου πόσο νοτίως σχεδίαζαν να προελάσουν οι Τούρκοι. Σε κάθε περίπτωση, η βρετανική κυβέρνηση είχε ξεκάθαρα υποκύψει στην πολιτική των ΗΠΑ, ασχέτως της ευλόγου αγανακτήσεώς της για την τουρκική συμπεριφορά.

Πιο αποκαλυπτικά, στις 11.30 (ώρα Γκρήνουιτς) τη νύχτα της 14ης Αυγούστου, όταν ο Κάλλαχαν ρώτησε τον Κίσινγκερ εάν, σε περίπτωση που συγκαλούσε συμβούλιο υπουργών του ΝΑΤΟ, θα προτίθετο να παραστεί, ο τελευταίος συνεφώνησε «υπό την προϋπόθεση να μην συγκληθεί πριν την Δευτέρα 19 Αυγούστου»[21].

Αυτή η σκανδαλώδης τακτική χρονοτριβής εκ μέρους του Κίσινγκερ αποκαλύπτει πάνω απ’όλα πόσο απελπισμένα προσπαθούσε να δώσει στην τουρκική κυβέρνηση όσο περισσότερο χρόνο μπορούσε για να επιτύχει τους στόχους της. Η Βρετανία ακολουθούσε πλέον τη γραμμή των ΗΠΑ, αν και θα έπρεπε να καταπιεί όση υπερηφάνεια της είχε απομείνει. Ο Κάλλαχαν δεν προτίθετο καν να συναντήσει τον Καραμανλή «πριν (ο Καραμανλής) μιλήσει με τους Αμερικανούς»[22]. Η Βρετανία πλέον ακολουθούσε πειθήνια τις ΗΠΑ στο θέμα της Κύπρου. Για να υπογραμμίσει ακόμη περισσότερο το ζήτημα, η ακόλουθη αναφορά μιας (ακόμη) τηλεφωνικής συνομιλίας της 15ης Αυγούστου μεταξύ του Κίσινγκερ και του Κάλλαχαν, αποκαλύπτει την επιμελέστατη και σκοπίμως παρελκυστική προσέγγιση του πρώτου:

[…] Εξέφρασα [μιλάει ο Κάλλαχαν] την ανησυχία μου για τις προθέσεις της Τουρκίας ως προς το υπόλοιπο Αιγαίο… Μακάρι οι Αμερικανοί να είχαν σκεφτεί τι θα έκαναν σε περίπτωση που οι Τούρκοι επιχειρούσαν να εξαπλωθούν και εκτός Κύπρου… ο Κίσινγκερ είπε ότι σ’αυτήν την περίπτωση θα εστρέφετο εναντίον των Τούρκων. Του είπα πως δεν ήμουν σίγουρος ότι θα μπορούσαμε να περιμένουμε μέχρι να δράσουν οι Τούρκοι. Εάν, φερ’ειπείν, δημιουργούσαν μία κατάσταση όπου η ντε φάκτο θέση της νήσου είχε ως αποτέλεσμα την ένωση –είτε διπλή είτε οιασδήποτε άλλης μορφής-, οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν παρά να είναι δυσάρεστες. Ενδεχόμενη συμμαχία μεταξύ Μακαρίου και Παπανδρέου θα οδηγούσε σε ουδετερόφιλη κυβέρνηση στην Ελλάδα. Ο Κίσινγκερ είπε ότι θα ζητούσε από το επιτελείο του να μελετήσει τα ζητήματα που είχα θέσει [η πλαγιογράμμιση δική μου][23].



[1] Ομοίως, Πρακτικό Συνομιλίας της 22ας Ιουλίου 1974 μεταξύ του Πρωθυπουργού, Υπουργού Εξωτερικών και Κοινοπολιτείας και ανωτάτων αξιωματούχων με Τούρκους ομολόγους τους, 27 Ιουλίου 1974.

[2] Ομοίως, Ουάσιγκτον προς ΓΕΚ, 17 Ιουλίου 1974, τηλεγράφημα υπ’αρ. 2416.

[3] Ομοίως, Ουάσιγκτον προς ΓΕΚ, 17 Ιουλίου 1974, τηλεγράφημα υπ’αρ. 2414.

[4] Ό.π., Κίλλικ προς Γκούντισον, 17 Ιουλίου 1974.

[5] Ό.π., Ουάσιγκτον προς ΓΕΚ, 17 Ιουλίου 1974, τηλεγράφημα υπ’αρ. 2414.

[6] Ουάσιγκτον προς ΓΕΚ, 20 Ιουλίου 1974 PRO FCO 9/1895, φάκελος WSC 1/10, μέρος F, τηλεγράφημα υπ’αρ. 2445.

[7] Άκλαντ, 22 Ιουλίου 1974, PRO FCO 9/1897, φάκελος WSC 1/10, μέρος A, σημείωση για τα πρακτικά.

[8] Ουάσιγκτον προς ΓΕΚ, 23 Ιουλίου 1974, PRO FCO 9/1898, φάκελος WSC 1/11, μέρος I, τηλεγράφημα υπ’αρ. 2476.

[9] Λευκωσία προς ΓΕΚ, 17 Ιουλίου, PRO FCO 9/1892, φάκελος WSC 1/10, part C, τηλεγράφημα υπ’αρ. 230.

[10] Κάλλαχαν και Σωβανιάργκ, 19 Ιουλίου 1974, PRO FCO 9/1894, φάκελος WSC 1/10, μέρος E, πρακτικό συνομιλίας.

[11] O’ Malley, Brendan and Craig, Ian, The Cyprus Conspiracy, I. B. Tauris, Λονδίνο και Νέα Υόρκη, 1999.

[12] Ό.π., Ουάσιγκτον προς ΓΕΚ, 17 Ιουλίου 1974, τηλεγράφημα υπ’αρ. 2414.

[13] Λευκωσία προς ΓΕΚ, 25 Ιουλίου 1974, PRO FCO 9/1900 WSC 1/10, μέρος K, τηλεγράφημα υπ’αρ. 416.

[14] Αθήναι προς ΓΕΚ, 20 Ιουλίου 1974, PRO FCO 9/1895, φάκελος WSC 1/10, μέρος F, τηλεγράφημα υπ’αρ. 242.

[15] ΓΕΚ προς Άγκυρα, 4 Αυγούστου 1974, PRO FCO 9/1907, φάκελος WSC 1/10, μέρος R, τηλεγράφημα υπ’αρ. 920.

[16] ΓΕΚ προς Ουάσιγκτον, 20 Ιουλίου 1974, PRO FCO 1895, φάκελος WSC 1/10, μέρος F, τηλεγράφημα υπ’αρ. 153.

[17] ΓΕΚ προς Αθήνα, 16 Αυγούστου 1974, PRO FCO 9/1911, φάκελος WSC 1/10, μέρος V, τηλεγράφημα υπ’αρ. 274.

[18] Μέλλερς προς Υπουργό Εξωτερικών, 10 Αυγούστου 1974, PRO FCO 9/1915, φάκελος WSC 1/10, μέρος Z, μνημόνιο.

[19] Ομοίως, Γενεύη προς ΓΕΚ, 10 Αυγούστου 1974, τηλεγράφημα υπ’αρ. 806.

[20] ΓΕΚ προς Άγκυρα, 15 Αυγούστου 1974, PRO FCO 9/1910, φάκελος WSC 1/10, μέρος U, τηλεγράφημα υπ’αρ. 975.

[21] Αρχείο του ΓΕΚ, 14 και 15 Αυγούστου 1974, PRO FCO 9/1909, φάκελος WSC 1/10, μέρος T, diary.

[22] ΓΕΚ προς Ουάσιγκτον, 15 Αυγούστου 1974, PRO FCO 9/1910, φάκελος WSC 1/10, μέρος U, τηλεγράφημα υπ’αρ. 1709.

[23] Ομοίως, ΓΕΚ προς Ουάσιγκτον, telno. 1713.