Οι κάτοικοι της Χαοχώρας είχαν μείνει άναυδοι.
Κάποιοι «νουνεχείς», ψύχραιμοι και ρεαλιστές, «πολιτικώς ορθοί», ορθοτομούντες τον λόγον της εαυτών ανοησίας έλεγαν:
«Αν σκύψετε, δεν θα σας πειράξουν. Μια αβλαβή διέλευση από την υφαλοτρυπίδα σας θα επιχειρήσουν».
Αυτοί ήταν εθισμένοι στο ψυχραίμως κωλοπροβάλλειν.
Άλλοι, σίγουροι για τον εαυτό τους, με δόση κυνικής μοιρολατρίας έλεγαν:
«Χωνέψτε το, πάρτε το απόφαση. Μην το παίρνετε κατάκαρδα. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Η σωτηρία της Πατρίδας είναι μονόδρομος».
Ήταν οι πατριδέμποροι, που έσκουζαν για να φοβηθούν οι πατριώτες.
Οι «σώφρονες», με «καύκαλα μ’ άχυρα γεμάτα», ( Θ. Σ. Έλιοτ «Κούφιοι Άνθρωποι» Μετάφραση Γ. Σεφέρης)
«χωρὶς στὸ μυαλὸ μία ρυτίδα» ( Μ. Αναγνωστάκης) είπαν:
«Είστε υπερβολικοί. Και δεν έχετε το δικαίωμα να μπερδεύεστε στα πόδια της εξουσίας. Αφήστε την να κάνει τη δουλειά της. Είναι τελείως κουτό να μην θέλετε να σωθείτε».
Έτσι κανοναρχούσαν οι σωτήρες, σφουγγοκωλάριοι κάθε εξουσίας.
Τέλος, κάποιοι «λογικοί», με λογικό καρούμπαλο στο κούτελο, έβγαλαν το συμπέρασμα:
«Δεν έχετε επιχειρήματα. Είστε παθιασμένοι. Τόσο έξαλλοι. Συμπλεγματικοί ακτιβιστές. Δεν κάνετε διάλογο. Διασαλεύετε την τάξη».
Αυτοί ήταν οι κωλορεβερέντζηδες: εδαφιαίως υποκλινόμενοι μετά προβολής των οπισθίων, του προσχηματικού διαλόγου της «φιλολαϊκής» εξουσίας.
«Όταν ακούς ‘τάξη’, ανθρώπινο κρέας μυρίζει»
(Οδ. Ελύτης)
«Ο διάλογος, με αυτόν που διαφωνείς, είναι αδύνατος. Με αυτόν που συμφωνείς, δεν έχει νόημα»
(Παναγιώτης Κονδύλης)
Kι’ ο «αγράμματος» Μακρυγιάννης:
«Πρόσθες ακόμη τα ανυπόφορα κακά όπου καθημερινώς δοκιμάζουσιν από τους αχρείους επιστάτας του τυράννου […] όπου κράζονται προεστοί και άρχοντες, οίτινες από την βρομερά συνήθειαν έχασαν σχεδόν την εντροπήν των ανθρώπων και τον φόβον του Θεού […] Η αιτία του κακού είναι οι άρχοντες όχι φιλότιμοι, ουδέ τόσο φιλόδοξοι, όσον φιλόπλουτοι. […] και κοντά εις τούτο σφετερίζονται και όλα της Πατρίδος τα δικαιώματα».
«Σαφῆ δ’ ἀκούεις ἐξ ἐλευθεροστόμου γλώσσης» (Αισχύλος)…
«τὸ σῶφρον τοῦ ἀνάνδρου πρόσχημα» (Θουκυδίδης) σ’ αυτές τις περιπτώσεις, που «χαίσετο ή μαχαίσετο: θα χεζότανε αν μαχότανε» (Αριστοφάνης).
«Τόλμησον φρονεῖν».
«Είμαστε ρεαλιστές, επιδιώκουμε το αδύνατο!: Seamos realistas, pidamos lo imposible!» ( Ερνέστο Τσε Γκεβάρα),
γιατί έτσι μόνο θα μπορέσουμε να πετύχουμε το καλύτερο δυνατό…
«Έλληνα! Ε, ‘Ελληνα! Του κάμω, τι ζητάς εδώ;
Είμαι νεκρός, μου κάμει» (Ν. Εγγονόπουλος).
Ποιος σκότωσε τον Έλληνα;
Εσείς τον σκοτώσατε, πολιτικατζήδες, χαλασοχώρηδες, που δημιουργήσατε μια πολιτεία που σκοτώνει τους πολίτες της, με όπλο τους άχρηστους ασύδοτους, ανίκανους κυβερνήτες της και άρχοντές της.
«Που κατά βάθος έγιναν σαν ένα είδος υπηρέται των Ρωμαίων.» (Κ. Καβάφης).
«Μέτριοι άψυχοι μεγαλοκατεργάρηδες με το δέος της οικονομίας. Μιλούν για τη μεγάλη κρίση με το στόμα. Στην ψυχή τους καμία αλλοίωση. Μένουν όπως πάντα οι άνθρωποι της πλατείας Συντάγματος, οι άνθρωποι του Κολωνακίου» (Γ. Σεφέρης)
Εσύ, τον σκότωσες τον Έλληνα. Εσύ, Στρουθοκαμήλα της εξουσίας, που άφησες τους παρατρεχάμενούς της αυλής σου «μπάτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικά μη δώστε», με predator παρακολουθήσεις αρχηγών άλλων κομμάτων αλλά και δικών σου Υπουργών, ου μην αλλά και αρχηγών του στρατού και βάλε… Και όταν η μπόχα ξέφυγε από το υπόγειο της αυλής σου, τώρα κάνεις τον ανήξερο.
«Δεν απαριθμώ άλλα κυβερνητικά σου προσόντα, τα οποία σου λείπουν, οὐ μόνον ἐκ φόβου μακρηγορίας, ἀλλά καὶ διότι εἶναι ὡς νὰ ἐξήταζα πόσα ἄλλα, πλὴν τῶν ποδῶν, ἐλλείπουσιν εἰς χωλόν, ὅπως διαπρέψει ὡς χορευτής». (Ροΐδης)
Γίνεται να είναι τόσο τυφλός και κωφός ο Κυβερνήτης;
«Γίνεται να συχωρεθείς απολαμβάνοντας το άδικο;»
(Οδ. Ελύτης).
Εσύ, πολιτικατζή, σκότωσες τον ¨Ελληνα, εσύ, ψηφοθήρα της ψήφου των αναγκεμένων ανθρώπων, του μαζοχυλού των ψηφοφόρων σου, που τους κατάντησες σαν τα μούτρα σου
«Το της πόλεως όλης ήθος, ομοιούται τοις άρχουσιν» (Ισοκράτης)
Εσύ, σκότωσες τον Έλληνα. Εσύ, Χρυσαυγίτη, Ελληνέμπορα, κενόκρανε, με το κούφιο νταηλίκι
«Κι ο άνθρωπος κατάντησε πραμάτεια» (Γ. Σεφέρης),
Κι εσύ, Διανοούμενε, σκότωσες τον Έλληνα, που μόνη σου έγνοια είναι να καθίσεις την έδρα σου πάνω στην έδρα της Ακαδημίας.
«Κοιτάχτε τον Καραμπουζούκη, ακαδημαϊκός!
Άλλος δεν είναι στο σινάφι πιο μηδενικός.
Γιατί λοιπόν στρογγυλοκάθεται κάτω απ’ το θόλο;
Γιατ’ έχει κώλο!» (Κ. Βάρναλης)
Κι εσύ, διεφθαρμένε πλουτοκράτη, βουλιμικέ κοιλιόδουλε, αναίσχυντε μεταπράτη κάθε αξίας. Εσύ, και τα χρυσοκωλόπαιδα (golden boyς) της αμεριμνησίας και της διαφθοράς, σκοτώσατε τον Έλληνα. Εσύ, που θησαυρίζεις στον θάνατο του εμποράκου.
Κι εσύ, Ελληναρά, σκότωσες τον Έλληνα. Ελληναρά, οπαδέ του σταρχιδισμού, οπαδέ του «ό,τι φάμε, ότι πιούμε, και ό,τι αρπάξει ο κώλος μας» και του «Πούστευε και μην ερεύνα» (Τζίμης Πανούσης).
Εσύ, ο πουλημένος στη γκλαμουράτη Εσπερία των Νεοευρωπέων, (δεν είναι λάθος), που λησμόνησαν τις πανανθρώπινες αξίες του Ελληνοευρωπαϊκού πολιτισμού, και αλέθουν τις σάρκες και τις ψυχές των λαών στη μηχανή του νεοφιλελεύθερου δόγματος της Νέας Οικονομικής Ιδεολογίας των ασύδοτων αγορών της κερδοσκοπίας.
Εσύ, Νεοελληναρά, σκότωσες τον Έλληνα.
Εσύ που έγινες για τους Ευρωπαίους, που τόσο θαυμάζεις και ευλαβικά προσκυνάς,
«The Greek malaka»
«Μας μεταχειρίστηκαν σαν ανθρώπους άλλης φυλής που τους κάνουν ελεημοσύνη… Μας σκοτώνουν με μικρές δόσεις πολύ ταχτικά πολύ σιωπηλά, πολύ σοφά. […] Ευρωπαϊκός πολιτισμός μπιχλιμπίδι. Να χέσω τον ευρωπαϊκό πολιτισμό je m’en fous de la civilisation europeenne […] Δεν έχουμε να σώσουμε τίποτα σ αυτόν τον πολιτισμό» (Γ. Σεφέρης)
«Κοράκοι, όλοι κοράκοι αληθινοί, χειρότεροι από τον κόρακα όπου βγήκε από την Κιβωτό και εθρέφοταν από τα λείψανα, όπου είχε αφήσει ο κατακλυσμός του κόσμου» (Σολωμός).
Οι Ερινύες πλησιάζουν.
Το νιώθετε; «Ευνουχισμένοι διανοούμενοι, μικροί ανίκανοι και τυφλοί κυβερνήτες» (Γ. Σεφέρης).
Πατριδέμποροι, Χριστέμποροι, Θεομπαίχτες, λαομπαίχτες, δεν μπορείτε να κρυφτείτε από το μάτι των Ερινυών.
Αυτές δεν μπερδεύουν το ηθικό με το νoμιμοφανές.
Και θα ζητήσουν και θα πάρουν εκδίκηση.
Μέχρι τότε, όσοι όρθιοι στέκονται θα κραυγάζουν μαζί με τον Άρη Αλεξάνδρου:
«Τήδε ίσταμαι τοις ένδον ρήμασι πειθόμενος.»,
κι όχι στα κούφια λόγια των δημοπιθήκων της εξουσίας, που χτυπούν την πόρτα.
«Μην ανοίγεις όσο κι αν χτυπούν
φωνάζουν μα δεν έχουν τί να πουν»
(Σεφέρης)