Προ ολίγων ημερών, με αθροιστικό πρόστιμο 41,7 εκατ. ευρώ σε πέντε τράπεζες και την Ενωση Τραπεζών έληξε η υπόθεση των ελέγχων που έγιναν το 2018 στον κλάδο από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, για εναρμονισμένη πρακτική στα διατραπεζικά συστήματα και στις υπηρεσίες πληρωμών και ηλεκτρονικών συναλλαγών.
Επιπλέον, υποχρεώνονται οι τράπεζες να μειώσουν από την 1η Ιανουαρίου 2024 το ύψος της προμήθειας DAF ανά συναλλαγή ανάληψης μετρητών από ΑΤΜ με τη χρήση καρτών, που έχουν εκδοθεί από άλλα ιδρύματα και το ανώτατο όριο να διατηρηθεί για χρονικό διάστημα τριών ετών.
Είχαν προηγηθεί δύο διοικητικά πρόστιμα, συνολικού ύψους €670.000, σε ισάριθμες εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις από το υπουργείο Ανάπτυξης, σε εφαρμογή του άρθρου 13α του νόμου 2251/1994.
Μετά τα αλλεπάλληλα διοικητικά πρόστιμα της εποπτεύουσας αρχής, του υπουργείου ανάπτυξης, ανοίγει ο δρόμος για την κατάθεση αγωγών αποζημίωσης και αδικοπρακτικη ευθύνη τραπεζών. Σύμφωνα με την 221/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραια επιδικάζεται αποζημίωση σε βάρος πιστωτικού ιδρύματος για αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο δανειολήπτης από παράνομες χρεώσεις και ανατοκισμούς αυτών, καθώς και αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της παράνομης συμπεριφοράς.
Το Δικαστήριο αρχικά επαναλαμβάνει την πάγια νομολογία για την διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ (“όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει”) και τα κριτήρια υπαγωγής στον ανωτέρω κανόνα.
Κατόπιν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ειδικότερη μορφή παραβίασης των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων εκτίμησης των συμφερόντων του πελάτη, διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης αυτού.
Η Απόφαση, εν συνεχεία, κάνει μνεία στον Ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή ο οποίος έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον «προμηθευτή» – και στις τράπεζες – την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου «καταναλωτή» – και του ιδιώτη επενδυτή – ώστε αυτός να λαμβάνει τεκμηριωμένα τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία διαφορετικά δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει.
Οι υποχρεώσεις αυτές του «προμηθευτή» προβλέπονται ιδίως, στα άρθρα 9γ – 9ε του νόμου, που αναφέρονται σε «απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών». Εμμέσως, ωστόσο, προκύπτουν από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α, τα οποία αναφέρονται μεν, ευθέως σε «εμπορία υπηρεσιών από απόσταση», αφορούν όμως αυτονόητα κάθε συναλλαγή με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσομένων.
Στον απόηχο της επιβολής από την Επιτροπή Ανταγωνισμού του πρώτου προστίμου στις τράπεζες για εναρμονισμένη πρακτική στις διατραπεζικές προμήθειες (το 2008, σε ανάλογη υπόθεση, οι τράπεζες είχαν αποφύγει τα πρόστιμα αναλαμβάνοντας δεσμεύσεις για σεβασμό του νόμου για τον ανταγωνισμό), ο αποχωρών πρόεδρος της Επιτροπής, Ιωάννης Λιανός, έκρινε σκόπιμο να θυμίσει, με ανάρτηση στο “X” (πρώην Twitter) ότι εκτός από τις κυρώσεις που επιβάλλει η ανεξάρτητη αρχή, οι θιγόμενοι καταναλωτές μπορούν να διεκδικήσουν και αποζημιώσεις δια της δικαστικής οδού(νομος 4529/2018 και ενωσιακή νομολογία).
Ο νόμος 4529/2018, που αναφέρει ο πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού, αφορά την «ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας 2014/104/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Νοεμβρίου 2014, σχετικά με ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού των κρατών – μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο νόμος δίνει το δικαίωμα σε θύματα των παραβατών του δικαίου για τον ανταγωνισμό να διεκδικήσουν δικαστικά την αποζημίωσή τους, ανεξάρτητα από τα πρόστιμα που μπορεί να επιβληθούν από τις αρχές στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις.
Η παραβατική συμπεριφορά εκ μέρους των τραπεζών και της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών είναι αδιαμφισβήτητη, δεδομένου ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού ακολούθησε τη Διαδικασία Διευθέτησης Διαφοράς, βάσει της οποίας οι επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε μια υπόθεση καταστρατήγησης του νόμου για τον ανταγωνισμού μπορούν να έχουν μια έκπτωση στο πρόστιμο που θα τους επιβληθεί, υπό τον όρο ότι θα αποδεχθούν την ενοχή τους.
Οι τράπεζες και οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων, εκτός από ιδιωτικές επιχειρήσεις διαμεσολάβησης και διαχείρισης στην κυκλοφορία του χρήματος, παραλλήλως ασκούν και δημόσια λειτουργία, υπό την ευρύτερη έννοια του όρου, αφού η δραστηριότητά τους αντανακλά ευθέως στην εθνική οικονομία (Μάνεσης – Μανιτάκης, Κρατικός παρεμβατισμός και Σύνταγμα – Έλεγχος τραπεζών βάσει αν. 1665/1951 και ν. 431/1976 ΝοΒ 1981. 1199 επ. και Κοτσίρης, Πρόβλημα αστικής ευθύνης τραπεζών έναντι τρίτων κατά την άσκηση της πιστωτικής λειτουργίας, Αρμ ΛΗ. 601 επ. και Γεωργιάδης, Ευθύνη τράπεζας κατ’ ΑΚ 919, ΝοΒ 1992. 485 επ.). Εξάλλου, οι τράπεζες και οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων κατά την εκπλήρωση των συναφών υποχρεώσεών τους απέναντι στους αντισυμβαλλόμενούς τους, πρέπει να επιδεικνύουν καλή πίστη και να τηρούν τα συναλλακτικά χρηστά ήθη (άρθρο 288 ΑΚ) και τις αποκαλούμενες υποχρεώσεις προνοίας, επειδή έχουν αυξημένη δυνατότητα να επεμβαίνουν στην περιουσιακή σφαίρα των δανειοληπτών (ΕφΑθ 9460/1999 ΕλλΔνη 41. 1428). Δεκτή έγινε από το Ειρηνοδικείο Μυτιλήνης αγωγή αποζημίωσης κατά Τράπεζας σε υπόθεση ηλεκτρονικής απάτης (ΕιρΜυτ 24/2023)
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, η παράνομη συναλλαγή αμφισβητήθηκε εγγράφως από τον καταθέτη, επί του έγγραφου δε αυτού αιτήματος η τράπεζα αποφάνθηκε ότι η αμφισβητούμενη συναλλαγή εγκρίθηκε με Push Notification, μέσω εφαρμογής, για την εγκατάσταση της οποίας χρησιμοποιήθηκαν οι Προσωπικοί Κωδικοί Αναγνώρισης στο e-Banking. Επεσήμανε, επιπλέον, ότι η ενεργοποίηση των Push Notifications προϋποθέτει το δέσιμο της συσκευής/συσκευών, στην οποία αποστέλλονται οι ειδοποιήσεις για την έγκριση των συναλλαγών, με την e-Banking συνδρομή και πως η γνωστοποίηση των Προσωπικών Κωδικών Αναγνώρισης και των κωδικών ενεργοποίησης, συνιστά παράβλεψη από μέρους του δικαιούχου του λογαριασμού, η οποία οδήγησε στην ολοκλήρωση της παράνομης συναλλαγής.
Ωστόσο, όπως έγινε δεκτό από το δικαστήριο, ο δικαιούχος του λογαριασμού δεν έλαβε τους σχετικούς κωδικούς στο κινητό του τηλέφωνο, αλλά τρίτο πρόσωπο αιτήθηκε και έκανε χρήση των ως άνω κωδικών εισόδου και ασφαλείας στο σύστημα e-banking της εναγομένης, αφού εισήλθε στο σύστημα, αμέσως μετά ενεργοποίησε και την υπηρεσία Push Notification της εναγομένης για την έγκριση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, αλλά σε νέα συσκευή, με σκοπό να μπορεί το τρίτο αυτό πρόσωπο να εκτελεί παρανόμως συναλλαγές εν αγνοία τους, αλλά σε χρέωση του δικού τους κοινού λογαριασμού, κάνοντας χρήση της ειδοποίησης Push Notification, για την έγκριση των συναλλαγών, την οποία θα λάμβανε πλέον στη δική του συσκευή μέσω της εγκατασταθείσας σ’ αυτήν εφαρμογής. Πέρα όμως από τα δικαστήρια , τον συνήγορο του καταναλωτή , την γενική γραμματεία καταναλωτή , τον εισαγγελέα και τον εκάστοτε υπουργό ανάπτυξης : η τράπεζα της Ελλάδος ως κεντρική τράπεζα της χώρας , οφείλει να ελέγχει και να εποπτεύει τις τράπεζες και τις εταιρείες διαχείρισης τραπεζών ως προς την διαφάνεια και την νομιμότητα ( τήρηση των νόμων του κράτους). Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι η αρμόδια αρχή για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στη χώρα. Στόχος αυτής της λειτουργίας, η οποία διεξάγεται σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο πλαίσιο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού, είναι η σταθερότητα και η εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Για το σκοπό αυτό διεξάγει επιτόπιες επιθεωρήσεις (επιτόπιους ελέγχους) σε περιοδική ή έκτακτη βάση στα εποπτευόμενα ιδρύματα.
Το ελληνικό δημόσιο με τα χρήματα των φορολογουμένων, έχει προβεί αρκετές φορές στην ανακεφαλαιοποιηση τραπεζών, δηλαδή στην διάσωση των τραπεζών με κρατικά χρήματα, χωρίς να επιβάλει στις τράπεζες με νόμο την διαγραφή μέρους δανείων των πολιτών.
Οι εισπρακτικές εταιρείες των τραπεζών, παρενοχλούν διαχρονικά τους πολίτες δανειολήπτες σε ακατάλληλες ώρες, εκβιάζοντας στην εξόφληση του δανείου τους, κατά παράβαση της εθνικής νομοθεσίας, χωρίς ουσιαστική κρατική παρέμβαση.
Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αποφάνθηκε (1/2023) ότι οι διαχειριστές των funds που εδρεύουν στην Ελλάδα μπορούν να ενεργούν δικαστικές πράξεις (να γίνονται διάδικοι) και να προβαίνουν σε πλειστηριασμούς με τη δική τους επωνυμία και όχι ως πληρεξούσιοι των funds. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με βάση την νομιμοποίηση των funds το 2015, αποφάνθηκε ότι κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν. 4354/2015 και Ν. 3156/2003, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π) έχουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισής τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων.
Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών έχει καταθέσει από τα τέλη Ιουλίου στο Πρωτοδικείο Αθηνών έγκλιση και μηνυτήρια αναφορά κατά των εισπρακτικών εταιρειών για το αδίκημα της αντιποίησης του δικηγορικού λειτουργήματος.
Περιπτώσεις παράνομων – απαγορευμένων πρακτικών εισπρακτικών εταιριών:
* Αν εμφανίζονται ή λειτουργούν ως δικηγορικά γραφεία και απειλούν με κατασχέσεις και φυλάκιση.
* Αν απειλούν με κατασχέσεις οφειλών σε στεγαστικά και καταναλωτικά για ποσά λιγότερα των 20.000 ευρώ χωρίς ξεκαθαρίζουν τις προϋποθέσεις που θέτει ο πρόσφατος νόμος για του πλειστηριασμούς.
* Να αναζητούν προσωπικά δεδομένα μέσω τρίτων προσώπων και μέσω της απόρρητης φορολογικής δήλωσης.
* Να ενημερώνουν τρίτα πρόσωπα για τις οφειλές καθώς και στην περίπτωση αυτή έχουν παράβαση του νόμου για τα προσωπικά δεδομένα.
* Να μην εξηγούν επακριβώς το ποσό της οφειλής και επιβάλουν με εκβιαστικούς τρόπους για να καταβληθεί η οφειλή.
Σε περίπτωση παραβίασης των ανωτέρω υποχρεώσεων-απαγορεύσεων από τις εισπρακτικές εταιρείες επιβάλλεται με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού, σε βάρος των εταιρειών (καθώς και σε βάρος των τραπεζών – δανειστών οι οποίες συνεργάζονται με αυτές αν κριθεί ότι φέρουν κι αυτές ευθύνη) πρόστιμο από πέντε χιλιάδες (5.000) έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ. Σε περίπτωση υποτροπής μάλιστα, το ανώτατο αυτό όριο προστίμου διπλασιάζεται (ήτοι 1.000.000€).
Η επιβολή των ως άνω διοικητικών κυρώσεων είναι ανεξάρτητη από κάθε άλλη αστική, ποινική ή πειθαρχική κύρωση που τυχόν προβλέπεται σε βάρος των εταιρειών αυτών στην κείμενη νομοθεσία.
Αρκετές είναι πλέον οι περιπτώσεις που έχει κληθεί να αντιμετωπίσει η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα οφειλετών που κατέφυγαν τόσο κατά εισπρακτικών εταιρειών όσο και κατά των ίδιων των Τραπεζών, ζητώντας αποζημίωση για την παράνομη συμπεριφορά τους να χρησιμοποιούν πιεστικά και με απόλυτα καταχρηστικό τρόπο τηλεφωνικές κλήσεις κατά των οφειλετών, με τους Δικαστές να δικαιώνουν τους πολίτες – οφειλέτες και να επιδικάζουν σε αυτούς χρηματικές αποζημιώσεις ως αποκατάσταση της ηθικής βλάβης την οποία υπέστησαν από τις παράνομες αυτές ενέργειες. Μερικές από τις πιο πρόσφατες αποφάσεις και μάλιστα με μεγάλο νομολογιακό ενδιαφέρον είναι οι εξής:
-ΜΠρΑθ 1566/2017: Η απόφαση έκρινε τελεσίδικα ότι τα επανειλημμένα τηλεφωνήματα από εισπρακτικές εταιρείες προς οφειλέτες, υπερβαίνουν το επιβαλλόμενο μέτρο που οφείλεται στις συναλλαγές και επομένως προσβάλουν την προσωπικότητα των οφειλετών, οι οποίοι για τον λόγο αυτό δικαιούνται αποζημιώσεως. Επιδικάστηκε στον ενάγοντα-οφειλέτη ως αποζημίωση για αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης ποσό 3.000€.
-ΕιρΑθ 415/2016: (Από το κείμενο της απόφασης) «Ο ενάγων (οφειλέτης), δεν γνώριζε ότι τα προσωπικά του δεδομένα θα διαβιβαστούν στην άνω συγκεκριμένη εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών (εισπρακτική εταιρεία). Ούτε τους λοιπούς αποδέκτες κατά το όνομα, διεύθυνση και λοιπά στοιχεία εξατομίκευσης αυτών και των τυχόν εκπροσώπων, που θα έπρεπε (βάσει νόμου) να γνωρίζει… Ούτε υπήρξε η ειδική και ρητή συναίνεση του ενάγοντα προς αυτά… Η εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών (εισπρακτική), εξάλλου, με την οποία συμβλήθηκε η εναγομένη (Τράπεζα), ήταν γνωστή μεν σε εκείνη, όχι όμως στον ενάγοντα (οφειλέτη), που δεν συμβλήθηκε μαζί της… Ως συνέπεια, υπήρξε παραβίαση των όρων του νόμου και των δικαιωμάτων ενημέρωσης και χρόνου αντίδρασης του ενάγοντα (οφειλέτη)….
…Κατ` ακολουθία, εφόσον αποδείχτηκε η βασιμότητα της αγωγής στην ουσία της, θα πρέπει, να γίνει δεκτή η αγωγή, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό 5.869,40€».
Το 2015 καταργήθηκε το διαβόητο άρθρο 938 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας το οποίο επέτρεπε την αναστολή της εκτέλεσης (δηλαδή την παύση κάθε ενέργειας που προωθεί την εκτέλεση κι άρα τον πλειστηριασμό) μέχρι την έκδοση απόφασης επί της Ανακοπής κατά της Κατασχετήριας Έκθεσης. Σήμερα, δε, το ίδιο άρθρο επιτρέπει Αίτηση Αναστολής Εκτέλεσης κατά ακινήτου μόνο σε δεύτερο βαθμό, δηλαδή προϋποθέτει να έχει βγει απορριπτική απόφαση επί της Ανακοπής κατά της Κατασχετήριας Έκθεσης, να έχει ασκηθεί Έφεση και μόνον κατόπιν είναι επιτρεπτή η Αίτηση Αναστολής – προϋποθέτοντας ότι ο οφειλέτης έχει το χρόνο να προβεί στις ανωτέρω ενέργειες, όπως παραπάνω αναφέραμε.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν έμμεσες οδοί που επιτρέπουν την αναστολή του πλειστηριασμού. Ειδικότερα, συνεχίζει να ισχύει η Αίτηση Αναστολής που αφορά την Ανακοπή κατά της Διαταγής Πληρωμής, η οποία προϋποθέτει την νομότυπη άσκηση της Ανακοπής αυτής, ήδη με την πρώτη κοινοποίηση της Διαταγής Πληρωμής και δυνάμει της οποίας υπάρχει δυνατότητα αναστολής με ασφαλιστικά μέτρα.
Δεκτή έγινε ανακοπή κατ’ άρθρο 933 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, λόγω καταχρηστικής επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της ανακόπτουσας, με την επιβολή κατάσχεσης και επίσπευση πλειστηριασμού επί ακίνητης περιουσίας της (ΕιρΑθ 1036/2022)Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η προφανής αντίθεση της επισπευδόμενης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ.Η εκτέλεση είναι καταχρηστική, όταν υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, ασκούμενου του σχετικού δικονομικού δικαιώματος με κακοβουλία, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη ή όταν η άσκηση της αντίστοιχης αξίωσης χωρεί κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, ώστε οι επαχθείς συνέπειες που δημιουργούνται από την άσκηση του να δημιουργούν για τον υπόχρεο έντονη εντύπωση αδικίας.
Έχει κριθεί πολλές φορές άκυρη ως καταχρηστική η επίσπευση πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας σε σχέση με την απαίτηση του δανειστή, καθώς μία τέτοια ενέργεια παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, με απλά λόγια θεωρείται ως ένα υπερβολικά επαχθές μέτρο συγκριτικά με τον σκοπό που επιδιώκεται.
Άκυρη λόγω καταχρηστικότητας είναι και η κατάσχεση που επιβάλλεται σε περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη ασήμαντης αξίας σε σχέση με την απαίτηση της οποίας επιδιώκεται η ικανοποίηση, ιδίως όταν έχει ως συνέπεια την εξουθένωση του οφειλέτη φυσικού προσώπου ή επιχείρησης.
Επιβολή κατάσχεσης σε περιουσιακό στοιχείο, από τον πλειστηριασμό του οποίου δεν θα ικανοποιηθεί ο δανειστής που επιβάλλει την κατάσχεση, διότι προηγούνται άλλοι δανειστές:
Η εν λόγω περίπτωση αφορά οφειλέτες που έχουν οφειλές έναντι περισσότερων δανειστών, συνήθως πιστωτικών ιδρυμάτων. Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να κριθεί ως καταχρηστική η κατάσχεση που επιβάλλει δανειστής στην περιουσία του οφειλέτη, όταν δεν προσδοκά να ικανοποιήσει την απαίτησή του, είτε επειδή επί του κατασχόμενου περιουσιακού στοιχείου υπάρχουν ήδη εξασφαλίσεις (συνήθως προσημείωση υποθήκης) υπέρ άλλου δανειστή είτε επειδή ο οφειλέτης έχει υψηλά χρέη προς δανειστές που προηγούνται έναντι του επισπεύδοντος στον πλειστηριασμό (π.χ. Δημόσιο ή Ασφαλιστικά Ταμεία).
Μάλιστα η αρεοπαγιτική νομολογία έχει κρίνει καταχρηστική την τραπεζική κατάσχεση ακινήτου πολύ ακριβότερου από το ποσό οφειλής και ενώ υπήρχε δυνατότητα κατάσχεσης άλλου ακινήτου μικρότερης αξίας που αντιστοιχούσε στο ύψος του χρέους, υπερκαλύπτοντάς το.
Οι κυριότερες τακτικές άμυνας κατά της κατάσχεσης και του πλειστηριασμού είναι, μεταξύ άλλων:
-Σφάλματα της τράπεζας κατά τη σύνταξη της κατασχετήριας έκθεσης και της διαδικασίας πλειστηριασμού [π.χ. λανθασμένη περιγραφή του ακινήτου, ζητήματα που αφορούν την περιαφή του εκτελεστήριου τύπου, ζητήματα αρμοδιότητας, μη ακριβής περιγραφή του εκτελεστού τίτλου κ.α.]
-Η πραγματική εμπορική αξία του κατασχεμένου ακινήτου είναι μεγαλύτερη από την τιμή πρώτης προσφοράς.
-Καταχρηστική επίσπευση πλειστηριασμού όταν υπάρχει και άλλη περιουσία ή το ποσό της απαίτησης είναι αναλογικά μικρό [π.χ. ενώ ο οφειλέτης διαθέτει διάφορα ακίνητα εκπλειστηριάζεται η ά κατοικία του]
-Καταχρηστική επίσπευση πλειστηριασμού [π.χ. κατά τις διαπραγματεύσεις ρύθμισης της οφειλής, συμπεριφορά ενάντια στην καλή πίστη]
-Έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης [όταν έχουν μεσολαβήσει πολλαπλές μεταβιβάσεις του δανείου χωρίς τη σωρευτική τήρηση των προϋποθέσεων]
-Λοιπά δικονομικά σφάλματα.
Η νομολογία έχει πλούσιο υλικό να επιδείξει από περιπτώσεις δανειοληπτών που δικαιώθηκαν ύστερα από άσκηση Ανακοπής και σταμάτησαν έτσι την εκτέλεση σε βάρος τους. Αναφέρουμε τις πιο συνηθισμένες άμυνες, υπάρχουν δε πολλές ακόμη εξειδικευμένες τακτικές άμυνας, που εξαρτώνται από την εκάστοτε περίπτωση δανείου: – Έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της τραπεζικής εταιρίας, όταν έχουν μεσολαβήσει πολλαπλές μεταβιβάσεις χωρίς να τηρηθούν σωρευτικά όλες οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος.
-Ένσταση παραγραφής συμβατικών τόκων και τόκων υπερημερίας.
-Λανθασμένος υπολογισμός των τόκων της δανειακής σύμβασης.