Ό,τι κάνει τη ζωή πολύτιμη, ποθητή και ανεκτή είναι το γεγονός ότι είναι εφήμερη.

Και το πιο εφήμερο μέσα στην προσωρινότητά της είναι η δόξα. Όταν, εξαιτίας κάποιας δεξιότητάς σου, γίνεις αναγνωρισμένος και αναγνωρίσιμος είναι σαν να μεταπηδάς από τον πραγματικό κόσμο σ’ έναν κόσμο παραισθήσεων. Ένα ολόκληρο πλήθος πονηρών και υπεραφελών συνωστίζεται γύρω σου να σε υμνήσει και να σε εξυπηρετήσει ιδιοτελώς ή μη. Δεν πατάς πια. Αιωρείσαι. Γι’ αυτό το τέλος της δόξας πονά. Γιατί σου τραβούν τον αιωρούμενο θρόνο και τσακίζεσαι στη γη.

Είμαι 45 χρόνια στο κουρμπέτι, σαν δημοσιογράφος, σαν στιχουργός και είδα πολλές ανθρώπινες «μονοκρατορίες» να ανατέλλουν, να μεσουρανούν μικρό ή μεγάλο διάστημα και να δύουν με όλα τα λυπηρά συμπαρομαρτούντα.

Γνώρισα όμως και μια εξαίρεση. Γνώρισα έναν άνθρωπο που η δόξα τον ακολούθησε σε όλη του τη ζωή και εξακολουθεί να τον ακολουθεί και μετά το θάνατό του.

Και ήταν ένας άνθρωπος που πολύ λίγο νοιάστηκε γι’ αυτήν. Πολύ λίγο έως καθόλου.

Ήταν! Είναι! Και με κάποιο τρόπο θα είναι! Ο Στέλιος Καζαντζίδης. Τον γνώρισα το 1991. Κάναμε δύο L.P το «Βραδιάζει» σε μουσική Χρήστου Νικολόπουλου και το «Και πού Θεός» με τον Τάκη Σούκα. Υπήρξαμε εγκάρδιοι συνεργάτες. Τον άκουσα κάποτε στην τηλεόραση να εκφράζεται με πολύ κολακευτικά λόγια για μένα. Εγώ μέχρι τώρα δεν μίλησα πότε δημόσια για εκείνον, παρόλο που μου ζητήθηκε δύο φορές. Στη δεκαετία του ΄90 από τη Σεμίνα Διγενή και το 2007 από το Δήμο Νέου Ηρακλείου σε μια συναυλία για τη μνήμη του.

Αλλά δεν μίλησα. Γιατί ή θα έλεγα πολύ λίγα ή θα έλεγα πάρα πολλά. Και διαφορετικά από όσα έχουν ειπωθεί ή γραφτεί για το Στέλιο.

Μιλάνε συνήθως για τη σπάνια φωνή του. Η μικρή μου κόρη που είναι μια ταλαντούχα μουσικός μου είπε κάποτε που τον άκουσε ζωντανά:

-Μαμά, κουρντίζεις κιθάρα ακούγοντάς τον. Είναι τέλειος!

Παρόλα αυτά δεν ήμασταν φαν του. Γενικά ακούμε κλασσική μουσική και καλή ρόκ. Και φυσικά δεν ακούμε ούτε Τσώτου!!!

Αν θα έπρεπε να μιλήσω για το ρεπερτόριό του, θα έμενα μετεξεταστέα. Ξέρω πολύ λίγα και τα πιο γνωστά από τα τραγούδια του. Αλλά θα μπορούσα να μιλώ ώρες για το «Φαινόμενο Καζαντζίδης». Σχεδόν εξωγήινο. Σχεδόν μεταφυσικό.

Ο άνδρας αυτός, που από τα 35 περίπου χρόνια του, περιφρονώντας χρήμα και δόξα απομακρύνθηκε ή σωστότερα αυτοεξορίσθηκε σε ένα παραθαλάσσιο σπιτόπουλο στον Αγ. Κωνσταντίνο, λατρεύτηκε όσο κανείς. Άνθρωποι σημαντικοί, πλούσιοι, μορφωμένοι τον ακολούθησαν, όπου και αν ήταν, έτοιμοι να ικανοποιήσουν κάθε επιθυμία του.

Να σας πω, όμως, ποια κατά τη γνώμη μου ήταν η πραγματική επιθυμία του Στέλιου;

Ήταν να τον αφήσουν ήσυχο!

Αυτόν, τη θάλασσα του, τη βάρκα του και την Κυρά Βάσω. Τώρα που γράφω, έχω αραδιασμένες μπροστά μου καμιά δεκαριά φωτογραφίες του. Βρέθηκαν στα χέρια μου από ένα κοινό μας φίλο που δεν είναι ζει πια. Τον Ανδρέα Καϊάφα. Ιδρυτή και διευθυντή της δισκογραφικής μας εταιρείας, της M.B.I.

Οι περισσότερες είναι στη θάλασσα. Με μαγιό ή όχι. Με σορτς, και ανοιχτό στο στήθος πουκάμισο και τζόκεϊ καπελάκι. και στο βάθος της φωτογραφίας η βάρκα του: «Η κυρά Γεσθημανή».  Το όνομα της μάνας του, που την υπεραγαπούσε.

Στις πιο πρόσφατες φωτογραφίες, που έχει αφήσει γενειάδα, μου θύμισε λίγο Χέμινγουεϊ. Ναι! Το ο «Γέρος και η θάλασσα».

Παρατηρώ την έκφρασή του. Έχει την έκφραση του ανθρώπου, που τα έχει καλά με τον εαυτό του και δε θέλει τίποτα περισσότερο από λίγο κρασί στο ποτήρι του και λίγο φρέσκο ψάρι στο πιάτο του και την ευχέρεια να ορίζει το χρόνο του, μακριά από αναγκαιότητες και συμβάσεις.

Αλλά δεν τον αφήνανε ήσυχο. Σε όλες τις φωτογραφίες είναι μαζί του φίλοι που λάμπουν από ευτυχία, γιατί είναι πλάι του και φουσκώνουν από περηφάνια, γιατί φωτογραφίζονταν μαζί του.

Γιατί δεχόταν αυτόν το χείμαρρο θαυμασμού;

Κατά τη γνώμη μου γιατί ήταν φοβερά ευγενής. Οι έννοιες βεντετισμός και Καζαντζίδης δεν συναντήθηκαν ΠΟΤΕ. Δεν ήθελε να χαλάσει το χατίρι κανενός.

Θα σας διηγηθώ ένα παράδειγμα της πολύ καλής αγωγής του. Όταν τον γνώρισα ήμουν 48 χρονών και εκείνος 59. Όταν μπήκα στο σαλόνι του Ανδρέα Καϊάφα σηκώθηκε όρθιος, με χαιρέτησε θερμά και περίμενε να καθίσω για να καθίσει.

Στην απονομή του χρυσού δίσκου για το «Βραδιάζει», εξήρα αυτήν την ευγένεια, που αληθινά με εξέπληξε. Γι’ αυτόν, όμως, τον τελευταίο ιππότη θα συνεχίσω στο επόμενο «Θυμάμαι».

Ως τότε, να είστε καλά.