Σας είπα στο «Θυμάμαι» της περασμένης Κυριακής, ότι σήμερα κλείνοντας το σύντομο χρονικό της οικογένειας Παναγούλη, θα σας μιλούσα για τον Αλέκο.

-Τον προδικτατορικό Αλέκο

-Τον Αλέκο της εποχής του 114

-Του αντιβασιλικού αγώνα

-Τον δικό μας Αλέκο. Τον Αλέκο της παρέας. Της εποχής που σχεδιάζαμε όλοι τις ζωές μας και τις φανταζόμασταν αλλιώς. Ο Αλέκος ήταν σίγουρος υποψήφιος στις εκλογές του 1967. Εκλογές που δεν έγιναν ποτέ. Έγινε βουλευτής επτά χρόνια αργότερα. Το 1974. Επτά χρόνια όμως που ήταν μαρτυρικά για αυτόν το γενναίο άντρα. Του έμελε να ζήσει άλλο ενάμιση χρόνο και την Πρωτομαγιά του 1976 να φύγει για το Αλλού ή το Πουθενά, απρόσμενα παράλογα μ’ ένα μυστηριώδες ατύχημα, που για μένα ήταν εν τέλει το τέλειο έγκλημα.

Οι περισσότεροι τον ξέρετε από τις δικτατορικές φωτογραφίες που δημοσιεύτηκαν εκατοντάδες φορές και που έδειχναν έναν τριανταπεντάρη μουστακαλή με μακριά μαλλιά  και ένα τσιμπούκι  σχεδόν μόνιμα στα χείλη. Φορούσε γκρίζα μπλουζάκια εμφάνιση  ταιριαστή για ένα επαναστάτη.                         

Ο προδικτατορικός Αλέκος που ήταν όμως το ίδιο επαναστάτης και συχνός «φιλοξενούμενος» της οδού Μπουμπουλίνας- που ήταν η Γενική Ασφάλεια την εποχή εκείνη- κυκλοφορούσε πάντα με κοστούμι και γραβάτα συνήθως σκούρα, μπλε ή μαύρη, μ’ ένα μικρό κοκκινάκι «για να μην με περάσουν για χήρο», όπως έλεγε χαριτολογώντας.

Θα πρέπει να ήταν 23- 24 χρονών όταν τον γνώρισα, αλλά χάρη στο παιδικό καλοξυρισμένο πάντα πρόσωπο του έδειχνε πολύ νεώτερος. Ήταν πάντα ευδιάθετος με ανεξάντλητη ενεργητικότητα κι ένα καταλυτικό χιούμορ. Ένα χιούμορ που τον έκανε πολύ αγαπητό στις συντροφιές και κυρίως στις γυναίκες. Αυτό το χιούμορ μας έσωσε κάποτε τη ζωή και θα σας διηγηθώ το «πώς»  στο τέλος του σημερινού «Θυμάμαι».

Πώς το γνώρισα;

Απίστευτο και όμως αληθινό και για κείνον και για μένα. Μας κάναν  προξενιό. Μια από τις πιο στενές μου φίλες ήταν η Ρία η Μόσχου. Ένας από τους παιδικούς φίλους του Αλέκου ήταν ο Κώστας ο Κόλιας, δημοσιογράφος στα «Νέα».

Όταν η Ρέα κι ο Κώστας έγιναν ζευγάρι  αποφάσισαν ότι το δύσκολο μποέμ Αλέκο θα τον «έκανε ζάφτι» μια γυναίκα του τύπου μου. Και το ίδιο θα «έκανε ζάφτι» και μένα ένας άνδρας με το δυναμισμό του Αλέκου. Και γνωριστήκαμε στον αρραβώνα των κοινών μας φίλων. Και με κέρδισε με εκείνο το πανέξυπνο: «Το μεν κρασί οδηγεί εις το κέφι, η δε μπύρα εις την τουαλέτα».

Στα 26 του χρόνια αποφάσισε να διακόψει την αναβολή λόγω σπουδών και να υπηρετήσει τη θητεία του. Ήταν τόσο επεισοδιακή η σχέση του με τους επαγγελματίες καραβανάδες που στους δύο πρώτους μήνες της θητείας του, είχε χρεωθεί ήδη δύο χρόνια φυλάκισης. Με το ρυθμό αυτό υπολόγιζε ότι θα έπαιρνε απολυτήριο γύρω στα πενήντα του.

Σ’ ένα ραντεβού μας λοιπόν ήρθε με τριαντάφυλλα και μου είπε ότι θα ήταν χαρά του να με παντρευτεί, αν είχα την υπομονή να τον περιμένω. 25 χρόνια να πάρει το απολυτήριο.

Στα 23 του χρόνια που απέκτησε νόμιμα το δικαίωμα του «εκλέγεσθαι», έβαλε υποψηφιότητα για δήμαρχος Γλυφάδας. Είχε γεννηθεί πολιτικός. Ήταν δεινός ρήτορας και επιπλέον η φυσική εντιμότητά του «έφτασε» κάτω. Έχασε την εκλογή για μία μόνο ψήφο. Αυτή η μία χαμένη ψήφος γινότανε αιτία για πολλά κωμικά επεισόδια.

Όταν κυκλοφορούσαμε στη Γλυφάδα και κάποιος ζητούσε τη φωτιά του ή κάποιος τον ρωτούσε για κάποιο δρόμο ή κάποιος ζητούσε να τον βοηθήσει να σπρώξουν το αμάξι του, που είχε μείνει από βενζίνη έθετε το… καυτό ερώτημα:

–          Να τον βοηθήσω;

–          Να τον βοηθήσεις;

–          Και αν είναι αυτός ο ένας μασκαράς που δεν με ψήφισε; Και γελάγαμε!!!

–          Αχ, γλυκά της νιότης χρόνια! Αχ, γλυκέ μου Αλέκο!

Επειδή και η μάνα μου και η μάνα του ήταν θρησκευόμενες, την έβαζε να διαγωνισθούν από τηλεφώνου στα… θρησκευτικά. Χώριζε τις ερωτήσεις σε τρεις κατηγορίες. Α) Νηπιαγωγείου, Β) Δημοτικού, γ) Γυμνασίου. Τι ευτυχισμένα χρόνια κι εκείνα. Να βλέπεις τις δύο μεσήλικες γυναίκες να παίρνουν σοβαρά το ρόλο τους και να προσπαθούν να κερδίσουν την εκτίμηση του κριτή Αλέκου και το αστείο συνεχιζόταν, όταν τσακωνόμαστε με τον Αλέκο, κάτι που γινόταν πολύ – πολύ συχνά, λόγω ομοιότητος χαρακτήρων.

Τον ρωτούσαν οι φίλοι:

-Τι έγινε πάλι με τη Σώτια;

Και απαντούσε:

-Δεν αντέχεται! Έχει σηκώσει μύτη, γιατί η μάνα της είναι πιο καλή στα θρησκευτικά από τη δική μου.

Το χιούμορ δεν τον εγκατέλειψε ούτε κατά την πεντάχρονη φυλάκισή του στο Μπογιάτι.

Κάποτε ο Παττακός τον επισκέφτηκε στο κελί του σε μία προσπάθεια της Χούντας να τον πείσουν να ζητήσει χάρη, γιατί επιθυμούσαν διακαώς να τον αποφυλακίσουν.

Η φήμη των μαρτυρίων του και της γενναιότητάς του είχε αρχίσει να διαδίδεται ευρέως στην Ευρώπη.

Ο Αλέκος ήταν ευγενέστατος με τον δικτάτορα και είπε ότι περνούσε θαυμάσια στο ειδικό κελί, που είχαν κτίσει γι αυτόν στη μέση της αυλής της φυλακής. Ζήτησε μόνο μία μικρή χάρη:

–          Να μου ασπρίσετε το κελί

–          Δεν είναι τίποτα αυτό αγόρι μου, του λέει ο Παττακός. Γιατί όμως;

–          Για να είναι έτοιμο. Γιατί σε λίγο θα μπείτε εσείς.

 

Και θα κλείσω το σημερινό «Θυμάμαι» με ό,τι υποσχέθηκε στην αρχή. Πώς η ετοιμότητα και το χιούμορ του Αλέκου μας έσωσε κάποτε τη ζωή.

Βρισκόμαστε στα τέλη Μαΐου του 1967. Η Χούντα «καλά κρατεί» και ο Αλέκος έχει λιποτακτήσει από την Βέροια, που υπηρετούσε, φέρνοντας όση αναστάτωση μπορούσε στο στρατόπεδό του και γενικά στο Β. Σώμα Στρατού που ανήκε η Βέροια.

Εκτός από την οικογένεια του και εμένα κανείς δεν ήξερε ότι λιποτάκτησε. Κυκλοφορούσε με πολιτικά και σε όλους λέγαμε ότι είναι αδειούχος. Οπλοφορούσε αποφασισμένος να μην αφήσει να τον πιάσουν ζωντανό, αν τον έπαιρναν χαμπάρι.

Ένα βράδυ τρώμε στην πλατεία Μεταξουργείου με το ζευγάρι που μας γνώρισε. Η Ρία είναι μία πολύ χαρούμενη κοπέλα με ένα χαρακτηριστικό δυνατό, γάργαρο γέλιο. Λατρεύει τον Αλέκο και είναι η πιο φανατική θαυμάστρια των αστείων του. Το φιλικό μας ζευγάρι δεν ασχολείται με την πολιτική και είναι ξένοιαστο. Ο Αλέκος κι εγώ μόλις που αντέχουμε να προσποιούμαστε. Και ξαφνικά παρουσιάζεται στην πλατεία μία ομάδα Ασφαλιτών… και κάνουν έλεγχο ταυτοτήτων. Ήταν από τις χειρότερες στιγμές της ζωής μου. Μιας ζωής που ποτέ δεν ήταν και πολύ ασφαλής. Ο Αλέκος θα πυροβολούσε… Εκείνοι θα ανταπέδιδαν τους πυροβολισμούς και θα πηγαίναμε και οι τέσσερεις να συναντήσουμε τον… Δημιουργό μας.

Ο Αλέκος μου πάτησε κάτω από το τραπέζι το πόδι μου που έτρεμε σαν κομπρεσέρ κι άρχισε να λέει ένα ανέκδοτο… Ήταν κάτι σόκιν με τον Μπόμπο… Ούτε που το θυμάμαι, γιατί απλά ούτε που το άκουγα. Η Ρία γέλασε με εκείνο το ανεπιτήδευτο γάργαρο γέλιο της και…

… Και έγινε το θαύμα: Οι Ασφαλίτες μας προσπέρασαν και πήγαν στο διπλανό τραπέζι… Τους φανήκαμε τέσσερεις αθώοι νέοι που διασκέδαζαν στη δενδρόφυτη πλατεία εκείνο το γλυκό Μαγιάτικο βράδυ. Δεν φοβάμαι το θάνατο… όσοι με ξέρουν, όσοι με ζούνε, μπορούνε να σας το επιβεβαιώσουν… έχω πάρει τρεις φορές αναστολή… δεν ζητάω άλλες χάρες. Άλλωστε είναι κάτι που μου έμαθε ο Αλέκος. Τη ζωή την απαιτείς! Δεν τη ζητιανεύεις!

Αυτά. Καλή Κυριακή και καλή εβδομάδα.