Αφιερωμένα στην οικογένεια Παναγούλη τα δύο προηγούμενα «Θυμάμαι» και με το σημερινό που είναι αφιερωμένο στο πρόσωπο που έκανε πανευρωπαϊκά γνωστή την οικογένεια, στον Αλέκο, κλείνω το σύντομο χρονικό αυτών των πέντε παράξενων γενναίων ανθρώπων. Δεν ξέρω πώς νοιώσατε εσείς διαβάζοντάς τα. Θα σας πω όμως πώς ένοιωσα εγώ που τα έγραψα:

Τα έγραφα. Έστελνα τα χειρόγραφα στα γραφεία της «Ζούγκλας» και έπειτα πήγαινα να παίξω μπιρίμπα. Και ξαφνικά στη μέση του παιχνιδιού, έτσι απρόσκλητα, χωρίς φανερό λόγο ερχόταν η κυρά – ντροπή. Καθόταν σαν βαρίδι στο στομάχι στην αρχή. Έπειτα, ανηφόριζε στην καρδιά και την έσφιγγε σαν μέγγενη… Και μετά ανέβαινε στα μάτια… Δεν της επέτρεπα να γίνει δάκρυα. Γιατί αυτό ήθελε να γίνει.

Οι Παναγούληδες τα έδωσαν όλα στα Πέτρινα Χρόνια της Χούντας! Εμείς τι κάνουμε σε τούτα τα Ατσάλινα Χρόνια;

Τι κάνω εγώ;

Τι κάνουν τα παιδιά μου;

Τι κάνουν οι φίλοι μου;

Τι κάνουν τα παιδιά των φίλων μου;

Κάποτε είχε τεθεί για την Ελλάδα το ερώτημα «Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;». Τώρα η ερώτηση είναι «Ποιος κυβερνά αυτόν τον κόσμο»; Ποια είναι αυτά τα μυστηριώδη κέντρα αποφάσεων που αποφασίζουν ακόμα και με ποιο τρόπο θα πεθάνουμε;

Από 01.01.2010 απαγορεύεται και στην Ελλάδα το κάπνισμα σε δημόσιους χώρους. Δηλαδή μας λένε:

Όχι, κύριοι (λάθος λέξη το «κύριοι», σκλαβάκια ήθελα να γράψω). Όχι, σκλαβάκια, δεν θα πεθάνετε από το κάπνισμα.

Θα πεθάνετε από έμφραγμα λόγω του συνεχούς άγχους.

Θα πεθάνετε στο δρόμο από τη βόμβα του καταπιεσμένου τρομοκράτη.

Θα πεθάνετε από τη σφαίρα του ευκαιριακού πεινασμένου ληστή.

Θα πεθάνετε από την κατακεφαλιά που θα σας δώσει για να σας αρπάξει την τσάντα ο στερημένος αλητάκος.

Θα πεθάνετε από την κόκα που μπορείτε να την παίρνετε άνετα… Λίγη σκονίτσα στο νύχι και ποιος θα προσέξει τη «μυτιά»; Η κόκα και η ηρωίνη δεν μυρίζουνε; Το τσιγαράκι που κάνεις κρυφά στην τουαλέτα του τρένου ή του αεροπλάνου μυρίζει το δόλιο και σε προδίδει… Τέρμα το τσιγάρο… Δεν συμφέρει στην παγκόσμια οικονομία.      

Να είμαστε και λογικοί. Τι θα γίνουν οι έμποροι της κοκαΐνης και τα τσιράκια τους; Κλέφτες; Και η κατακλείδα  των ελευθεριών που μας προσφέρει το σύστημα;

Εν τέλει, μπορείτε να πεθαίνετε από πείνα!

Και πάπαλα!!!

Αναρωτιέμαι τι θα έλεγε για όλα αυτά ο Αλέκος αν ζούσε; Τι θα έκανε; Και αναρωτιέμαι τι κάνουν όλοι αυτοί οι ακτιβιστές και οι «Γένοβες»; Λαμπίρη βλέπουνε; Είμαι θυμωμένη, ναι! Και μιλάω συνέχεια με θυμωμένους ανθρώπους. Ψάχνω τον «καλά» και δεν τον βρίσκω. Πολλά μεγάλα βάσανα και πολλοί μικροί θυμοί. Ένας λαός που μουρμουρίζει. Περιμένω αυτόν που θα ουρλιάξει. Περιμένω το μεγάλο «ασειχτήρι». Από όπου να’ ναι.

Από την Ελλάδα

Από την Τουρκία

Από τη Γαλλία

Από την Ιταλία

 Από την Αγγλία

Από τα Σκόπια εν τέλει.

Γιατί δεν με χωρίζει τίποτα με τις Σκοπιανές μάνες, με τις Σκοπιανές στιχουργούς, με τις Σκοπιανές δημοσιογράφους. Δε μας χωρίζει τίποτα με τους Σκοπιανούς εν τέλει. Τους αποπροσανατολίζουν και τους τρελαίνουν με εθνικιστικές παλαβομάρες. Ντελίριο παλιανθρωπιάς.

Οι Σκοπιανοί ζουν μια περίοδο ανάλογη με εκείνη που πέρασε και η γενιά μου στις αρχές της δεκαετίας του 1950.

Έχουν τη φέτα το ψωμί. Έχουν τη ρίγανη. Έχουν  το αλάτι. Αλλά δεν έχουν το λάδι.

Τους δίνουν λοιπόν τη ρίγανη, αλάτι και αντί για λάδι υπόσχεση μεγαλείου. Καλή όρεξη κουτορνίθια!

Τελειώνει και αυτό το «θυμάμαι» κι ακόμα δε σας μίλησα για τον Αλέκο. Νομίζετε!

Γιατί γι’ αυτόν σας μιλάω με τον δικό μου τρόπο. Σας τον ανασταίνω και σας τον βάζω ενώπιόν σας. Και παράλληλα μας βάζω όλους ενώπιον των ευθυνών μας σ’ αυτούς τους σκοτεινούς καιρούς που μας θυμίζουν περισσότερο εφιαλτική επιστημονική φαντασία, παρά πραγματικότητα.

Θα  σας μιλήσω για τον Αλέκο με το καταλυτικό χιούμορ του την άλλη εβδομάδα.

Σαν «ορεκτικό» θα σας πω την πρώτη φράση που μου είπε, όταν γνωριστήκαμε. Ήταν σε ένα οικογενειακό γλεντάκι. Καθόμουν πλάι. Εκείνος έπινε κρασί και εγώ μπύρα. Πήρε την μπύρα από μπροστά μου, γέμισε ένα άδειο ποτήρι κρασί και μου το πρόσφερε λέγοντας:

-Να αποφεύγεις την μπύρα και να προτιμάς το κρασί.

-Γιατί;

-Γιατί το μεν κρασί οδηγεί εις το κέφι, η δε μπύρα εις την τουαλέτα.

Αυτός είναι ο δικός μου, άγνωστος, Αλέκος. Σας υπόσχομαι ένα απολαυστικό «Θυμάμαι» με πολύ Αλέκο την άλλη Κυριακή. Μέχρι τότε να είστε καλά.