Στο προηγούμενο «Θυμάμαι» είχα αρχίσει να σας εξιστορώ πώς γράφτηκε το «Αεροπλάνο». Αλλά επειδή πίσω από κάθε ιστορία υπάρχει μία προϊστορία σας μίλησα για το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου και τις επιπτώσεις που είχε στον ασήμαντο προσωπικό μου μύθο. Θέλω να σας πω και κάμποσα άλλα, για εκείνες τις μέρες και για όλους εμάς τους δημοσιογράφους που μείναμε άνεργοι εξαιτίας της Χούντας.

Μην διαμαρτύρεσθε! Πρέπει! Την ιστορία του «Αεροπλάνου» αφορούν! Πώς να το κάνουμε; Θες να πας από την Ομόνοια στο Σύνταγμα, θα ανέβεις την Σταδίου, θέλεις δεν θέλεις. Λοιπόν, 4-5 μέρες μετά το πραξικόπημα, οι συνταγματάρχες επέτρεψαν να πάμε στα γραφεία μας που είχαν σφραγισθεί, για να πάρουμε τα προσωπικά μας αντικείμενα. Υπήρχε τόση θλίψη και σερβιριζόντουσαν τόσοι καφέδες, ώστε αν ερχόταν κάποιος επισκέπτης από τη χώρα του «Πουθενά» θα ρώταγε: «Ποιος πέθανε;»

Απομονωμένος από τους πολλούς ένας συντάκτης γύρω στα 60, που τον ήξερα ελάχιστα, μάζευε τα πράγματά του από το γραφείο του και έκλαιγε με λυγμούς. Ήταν ο αθλητικός μας συντάκτης, ένας ευγενέστατος μπεκιάρης. Αγγελική καλοσύνη; Δαιμονική περιέργεια; Δεν αντέχω να δω άνθρωπο να κλαίει. Σπεύδω να παρηγορήσω και να μάθω! Κι έμαθα.

Είχε γεννηθεί το 1910. Δημοσιογραφούσε από το 1930-32. Ήταν έτοιμος να μπει στη Ε.Σ.Η.Ε.Α και έγινε η δικτατορία του Μεταξά. Η εφημερίδα του έκλεισε κι έμεινε άνεργος.

Βρίσκει ξανά δουλειά το 1938 και γίνεται ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος . Στρατεύεται. Πλάι στην ξιφολόγχη το μολύβι … Πολεμικός ανταποκριτής. Η Ελλάδα νικιέται από τον Άξονα. Στις 27 Απριλίου του ’41 οι γερμανοί μπαίνουν στην Αθήνα. Η εφημερίδα του κλείνει. Άνεργος πάλι.

Ξαναδημοσιογραφεί από το 1944 που έγινε η απελευθέρωση μέχρι το 1946 που άρχισε ο Εμφύλιος. Άνεργος πάλι.

Και η 21η του Απρίλη τον βρίσκει πάλι «στην απ’ έξω». Ένα χρόνο προτού συμπληρώσει τα ένσημά του για να συνταξιοδοτηθεί ( ε ναι! «Την ώρα που γεννιότανε σχολάγανε οι μοίρες», όπως έγραψε η φίλη μου η Λίνα η Νικολακοπούλου). Όσο τον άκουγα, τόσο μαύριζε το τοπίο. Όχι δεν ήταν ο Γ. Παπαδόπουλος στα εξώφυλλα των εφημερίδων. Ήταν ο Φράνκο, 30 χρόνια δικτάτορας στη Ισπανία. Και μετά θα γινόταν ο … 3ος Παγκόσμιος Πόλεμος. Και κατόπιν, πάλι, εμφύλιος… ο περίφημος «τρίτος γύρος» που ακόμα περιμένουν από το Κ.Κ.Ε (καλά κρασά!!!). Κι επειδή μου άρεσε πολύ και η επιστημονική φαντασία, πρόσθεσα και μια τυχόν εισβολή εξωγήινων. Όλα «παίζονται» σε τούτον τον πλανήτη των εκπλήξεων. Τα «έπαιξα». Ήμουν και είμαι παρορμητική σε βαθμό επικινδυνότητας και έκανα κάτι που θα σηματοδοτούσε τη ζωή μου και θα γινόταν η αιτία να γίνω στιχουργός. Έβγαλα απ’ την τσάντα μου την δημοσιογραφική μου ταυτότητα και της έβαλα φωτιά. Εκείνη κάηκε λίγο αλλά κάηκε για τα καλά το χέρι μου, από το πλαστικό που έλιωνε και κυλούσε στα δάχτυλά μου. Το 1995 ο Λευτέρης Παπαδόπουλος μου αφιέρωσε δύο Κυριακές στην τηλεοπτική του εκπομπή «Η άλλη μεριά του φεγγαριού». Το διαφημιστικό τρέιλερ έδειχνε ένα κοριτσίστικο χέρι να καίει μία δημοσιογραφική ταυτότητα. 28 χρόνια μετά και το θυμόταν ο αθεόφοβος. Αλλά για τον φίλο μου Λευτέρη και πόσα του οφείλω, θα σας μιλήσω στον επόμενο «Θυμάμαι».

Ε, ναι, έχετε δίκιο..Μην φωνάζετε..Κοντεύει να τελειώσει η στήλη μου και ακόμα περιμένετε την ιστορία του «Αεροπλάνου» (που από αεροπλάνο κοντεύει να γίνει πύραυλος και να βγει απ’ την στρατόσφαιρα). Αρχίζω, λοιπόν…

Επειδή ανήκα σε αριστερή οικογένεια, επειδή είχα από τα 14 μέχρι τα 25 κοιμηθεί τουλάχιστον δέκα φορές στα κρατητήρια της Ασφάλειας, επειδή συνδεόμουν με τον Αλέκο Παναγούλη. Επειδή σαν δημοσιογράφος όσο με έπαιρνε τα έβαζα με την Αυλή και το παρακράτος, επειδή ήμουν από τους πρώτους Λαμπράκηδες ήξερα πως κάποια μέρα θα με επισκεπτότανε η Ασφάλεια. Έκαψα γράμματα του Αλέκου και φωτογραφίες με συντροφάκια της Ε.Δ.Α. Έκρυψα στο υπόγειο της πολυκατοικίας, το «Λενινισμό- Μαρξισμο», το «Κεφάλαιο» και τον Καούτσκι. Άφηνα και την μάνα μου να προσεύχεται και να λιβανίζει και περίμενα, ελπίζοντας πως μπορεί και να την γλίτωνα. Και μια μέρα ήρθε στο σπίτι μου ο καλοθελητής. Όταν βάζετε στο σπίτι σας και στη ζωή σας κάποιον να μη ζητάτε απόσπασμα του ποινικού του μητρώου αλλά να ρωτάτε τον δείκτη νοημοσύνης του. Απ’ τον κακό μπορεί να γλιτώσετε, απ’ τον ηλίθιο ποτέ. Και μου είπε ο καλοθελητής: «Ο Γρηγόρης πήγε με τη Χούντα. Είναι πανίσχυρος και ζητάει την «κεφαλή σου επί πίνακει». Δεν θα σας πω ποιος ήταν ο καλοθελητής, παρόλο που συνέχισε να δημοσιογραφεί και έγινε πολύ γνωστός. Δεν ζει πια. Ας πούμε το πολυφορεμένο «οι θανόντες δεδικαίονται» και ας τελειώνουμε με αυτόν. Θα σας πω ποιος ήταν ο Γρηγόρης… Ήταν ο Γρηγόρης Μιχαλόπουλος αυτός ο ιδιόρρυθμος, αμφιλεγόμενος εκδότης, καναλάρχης, συγγραφέας, δημοσιογράφος και δεν συμμαζεύεται. Συνάδελφοι στην «Ελευθερία» και στο ίδιο γραφείο, άσπονδοι φίλοι. Τη μια μου έκανε ακριβά δώρα και την επόμενη έβαζε στο γραφείο μου ταβανόπροκες για τα «καρφιά» που του είχα πετάξει την προηγούμενη. Ήμασταν 50-50 συνέταιροι σε ένα Γραφείο Τύπου στην Φιλελλήνων που είχε φτιάξει εκείνος με δικά του κεφάλαια. Πάντα ο Γρηγόρης τα κατάφερνε με τα λεφτά. Και μια ακόμα βασική μας κόντρα, τα πολιτικά. Εγώ ήμουν αριστερή. Εκείνος ήταν στα δεξιά της Δεξιάς. Στις 20 του Απρίλη είχαμε κάνει ένα γενναίο καυγά, χωρίς να φανταζόμαστε πως ήταν η τελευταία μέρα που θα δουλεύαμε μαζί στον ίδιο χώρο. Επειδή το μέλλον έδειξε ότι ήταν κάτι παραπάνω από αθώος, αναφέρω το όνομά του. Αλλά τότε πίστεψα τον καλοθελητή. Και τρομοκρατήθηκα. Έπρεπε να κρυφθώ. Στην Αθήνα δεν υπήρχε ούτε ένα ασφαλές συγγενικό ή φιλικό σπίτι. Απέμενε η επαρχία. Στα δύσκολα μετριούνται οι φιλίες και οι ανθρωπιές. Ή καταποντίζονται ή δαφνοστεφανώνονται στο βάθρο της μεγαλοσύνης. Μία φιλική οικογένεια Εβραίων στη Θεσσαλονίκη έκανε και χαρούλες που θα με κρύβανε. Οι Εβραίοι ξέρουν από κυνηγητό. Ίσως γι’ αυτό όταν είπα στην κυρά του σπιτιού τι συνέπειες θα είχαν, που δεν θα με δήλωναν στο οικείο παράρτημα Ασφαλείας, μου απάντησε: «Ποιος αδειάζει να τους ….» (και έβαλε πλάι εκείνο το ρήμα που γίνεται αλλά δεν γράφεται).

Κι έτσι βρέθηκα ένα πρωί στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Τέλη του Ιούνη πρέπει να ήτανε. Λίγος κόσμος μπροστά στο γκισέ των δελτίων επιβίβασης. Κι εγώ να πλέω σε πελάγη ευτυχίας μετά από δύο μελαγχολικούς μήνες. Δεν πήγαινα Θεσσαλονίκη. Χαβάη ένιωθα ότι πήγαινα και τότε ήρθαν τα τέρατα, οι γίγαντες. Δύο Εσατζήδες με ύψος 1.90 και ύφος δέκα αρχιστρατήγων και ένα επιτακτικό: «Ακολουθείσθε μας, ήσυχα». Να με περιγράψω μια στιγμή; Βάρος: τότε δεν πρέπει να ζύγιζα παραπάνω από 45 κιλά. Ύψος; 1,58 λέει η ταυτότητά μου αλλά δεν παίρνω και όρκο ότι δεν σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου όταν με μετράγανε στην Ασφάλεια, τότε που έβγαλα την ταυτότητα. Με πήγαν σε ένα μικρό γραφείο. Εκεί με υποδέχθηκαν ένας ένστολος και δύο με πολιτικά. Ήξεραν για εμένα  περισσότερα από όσα ήξερα εγώ για την αφεντιά μου, μα ο καλός διάβολος τους είχε αποκρύψει και άλλα πιο επικίνδυνα και για εμένα και για τους δικούς μου και για τους φίλους μου. Εκείνο που τους απασχολούσε ήταν γιατί πήγαινα στη Θεσσαλονίκη. Δεν είχα προετοιμαστεί ούτε για σύλληψη, ούτε για ανάκριση αλλά με έσωσε το βασικό προσόν του δημοσιογράφου. Η ετοιμότητα.

–     Γιατί πηγαίνεις στην Θεσσαλονίκη;

–     Πηγαίνω να ζητήσω δουλειά στο συγκρότημα Βελλίδη.

–     Σε περιμένουν;        

–     Όχι.

–     Γιατί δεν τηλεφώνησες πρώτα;

–     Γιατί φοβόμουν τυχόν αρνητική απάντηση από το τηλέφωνο. Αλλιώς είναι η προσωπική επαφή.

–     Πήγαινες να τους επιβληθείς με το μπόι σου;

Αυτό το είπε ο ένστολος και βρήκε πολύ χαριτωμένο το αστείο του.

–     Δεν την ξέρεις καλά, είπε ο ένας από τους μυστικούς. Είχα γίνει Τσε Γκεβάρα και δεν το ήξερα.

Κρατιόμουν να μην κλάψω γιατί απ’ έξω ακουγόταν η τελευταία αναγγελία για την πτήση μου. Το αεροπλάνο για την «προσωπική» μου Χαβάη έφευγε. Θα με κράτησαν πάνω από μία ώρα στο γραφείο. Έπειτα κάπου τηλεφώνησαν. Κι ήρθε μια γυναίκα γύρω στα 45 με γκρι φούστα και θαλασσί πουκάμισο. Με πήγε στο δωματιάκι και μου έκανε σωματική έρευνα. Με έψαξε με γάντια και σε εκείνο το σημείο του ανθρώπινου σώματος που η χρήση και η κατάχρηση έκαψε τα Σόδομα και τα Γόμορρα. Δάκρυσα από πόνο, από θυμό και από φόβο. Θεός αν είναι!

Έπειτα πάλι στο γραφείο, όπου με περίμενε ο Ασφαλίτης που με είχε προβιβάσει σε Τσε Γκεβάρα. Μπορεί να μείναμε και δύο ώρες εκεί. Δεν μιλάγαμε. Στο δείκτη του δεξιού του χεριού γυρνούσε το όπλο όπως κάναμε παιδιά με κοκκάλινους κρίκους. Φοβόμουν! Σε κάθε κλικ του όπλου έτρεμα. Δεν είναι γενναία. Όσο με θέλω τουλάχιστον.. Να σας πω μια δική μου φιλοσοφία για την γενναιότητα. Είναι η εκτίναξη του καπακιού σε μία χύτρα που μέσα κοχλάζει το νερό. Το νερό που βράζει είναι η καταπίεση, η προσβολή, η ταπείνωση. Το καπάκι είναι ο φόβος. Πολύς φόβος σημαίνει βαρύ μαντεμένιο καπάκι. Αλλά κάποιοι είναι καπάκια φτιαγμένα από φλούδα αλουμινίου. Εκτινάσσονται με το παραμικρό. Γνώρισα ένα τέτοιο ανθρώπινο καπάκι. Τον Αλέκο Παναγούλη. Όχι τον μεταδικτατορικό Αλέκο που ξέρετε όλοι. Αλλά και τον προδικτατορικό. Τον δικό μας Αλέκο. Αν ο Χριστός ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος χριστιανός, ο Αλέκος ήταν ο πρώτος και τελευταίος γενναίος της γενιάς μου.

Αλλά ας έρθω στην ιστορία μου. Ήταν περασμένες πέντε το απόγευμα όταν ο Ασφαλίτης με συνόδευσε σε ένα αεροπλάνο που οι επιβάτες του είχαν ήδη  επιβιβαστεί. Είχα παράθυρο και είδα ότι στην πίστα του αεροδρομίου υπήρχαν αρκετά άρματα μάχης.

Κι έπειτα σιγά σιγά το αεροπλάνο άρχισε να ξεκολλά από το έδαφος. Και καθώς έπαιρνε ύψος, ο θυμός και η ντροπή με πνίξανε. Απ’ το παράθυρο μόλις που ξεχώριζα πια τα άρματα μάχης και τον Ασφαλίτη μου, που ποιος ξέρει για ποιον λόγο έμενε ακόμα στην πίστα. Μοιάζουν τα σπίτια με σπιρτόκουτα και τα κανόνια με παιχνίδια. Από ψηλά δεν ξεχωρίζουνε οι ομορφιές και τα στολίδια.

Κι όλοι αυτοί που σε πικράνανε από ψηλά αν τους κοιτάξεις, θα σου φανούνε τόσο ασήμαντοι που στην στιγμή θα τους ξεγράψεις.

Ποιο είναι το δίδαγμα της εβδομάδας; Να γίνουμε πιο ελαφριά καπάκια.. Με την πρώτη βράση να εκτινασσόμαστε. Μήπως βάλουν μυαλό μερικοί, μερικοί… ονόματα δεν λέμε.