Αν με ρωτούσαν στην εφηβεία μου (τότε που νόμιζα πως θα κατέπληττα με το λογοτεχνικό μου τάλαντο τον κόσμο), με ποιους τέσσερις συγγραφείς ήθελα να ζήσω μία εβδομάδα της ζωής μου, θα απαντούσα:

–          Με την Πηνελόπη Δέλτα

–          Τον Φρειδερίκο Νίτσε

–          Το Μπραμ Στούκερ ( που έγραψε το «ο Βρικόλακας των Καρπαθίων»)

–          Και την Αγκάθα Κρίστι.

Αχταρμάς, έτσι; Συμφωνώ! Ακόμα και τώρα που… παραωρίμασα παραμένω κάπως έτσι. Θα πρέπει στο «εργοστάσιο των ψυχών» με φτιάξανε από εναπομείναντα υλικά άλλων προσωπικοτήτων. Για κάτι πρέπει να μην… «πηγαίνει καλά» όταν αφήνεις «Το παραμύθι χωρίς όνομα» για να ανεβάσεις, νυχτιάτικα, την αδρεναλίνη σου στα ύψη, με τον αιμοδιψή κόμη Δράκουδα και την επομένη να νομίζεις πως εμβαθύνεις στην ανθρώπινη φύση με το «Ιδέ ο Άνθρωπος». Και τελευταία καταφυγή(;) η Αγκάθα Κρίστι και η αγγλική ειρηνική εξοχή του μεσοπολέμου, που μόνο ειρηνική και μόνο αναίμακτη δεν ήταν.

Επειδή, λοιπόν και η Δέλτα και ο Νίτσε και ο Στόουκερ δεν ζούσαν, βίωσα αρκετό καιρό με την ελπίδα ότι θα αξιωνόμουνα να ζήσω μία εβδομάδα, κοντά στην Αγκάθα Κρίστι.

Και τα χρόνια περνούσαν… και τελείωσα το Γυμνάσιο και πήγα στο Πάντειο και άρχισα την επαγγελματική μου σταδιοδρομία σαν δημοσιογράφος. Τώρα διάβαζα Καραγάτση και Λουντέμη και Διδώ Σωτηρίου, Μυριβήλη, Βενέζη, Άγγελο Τερζάκη, αλλά η Αγκάθα ήταν πάντα η αγαθότητα ή αγκάθι στην καρδιά μου, ερμηνεύοντας και παρερμηνεύοντας το όνομα της και μία μέρα χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ήταν ο «άνθρωπος» μου, η πηγή μου από το ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρετανίας».

Η Αγκάθα Κρίστι ήταν στην Αθήνα.

Είχε έρθει ινκόγκνιτο, αλλά και με «μπάντες» να είχε έρθει, δεν νομίζω πως στις αρχές της δεκαετίες του ’60 θα νιαζόταν και πολύ ο κόσμος για τον ερχομό της.

Για τους περισσότερους η Αγκάθα Κρίστι ήταν μία επιτυχημένη συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, αλλά για μένα ήταν πολλά περισσότερα. Ήταν μία αξιόλογη ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής και στα βιβλία της βρήκα παραγράφους που αξίζει να γραφούν και να αναρτηθούν σε δημόσιους χώρους, γιατί περιέχουν πολλή(;) σοφία.

Το «μότο» στα βιβλία της ήταν ότι η κλωστή που θα οδηγήσει στο δολοφόνο ξεκινά από το θύμα του. Αν εξετάσεις την διαδρομή ζωής του θύματος θα καταλάβεις ποιος είναι ο δράστης που πολλές φορές είναι εκείνος το αληθινό θύμα.

Στη μεγάλη διαδρομή ζωής που έχω διανύσει είναι πολλές φορές τις απόψεις της Αγκάθας να επιβεβαιώνονται.

Εμείς με τις πράξεις μας και τις παραλήψεις μας, την προκλητικότητα ή την ανοχή μας δημιουργούμε τους δυνάστες μας, του ορκισμένους εχθρούς και στην εσχάτη των περιπτώσεων τους δολοφόνους μας.

Δεν ξέρω αν οι σημερινοί νέοι διαβάζουν Αγκάθα Κρίστι. Θα τους συμβούλευα να το κάνουν . Ακόμα και αν δεν βρουν στις αφηγήσεις της την σοφία που της προσδίδω εγώ, θα περάσουν πολύ ευχάριστα. Θα γυρίσουν το ρολόι του κόσμου πίσω, σε μία εποχή λιγότερο ή καθόλου αγχωτική, θα ξενυχτίσουν ευχάριστα μέχρι να βρουν το δολοφόνο, στις τελευταίες σελίδες και θα ταξιδέψουν στην Μέση Ανατολή των μέσων του 20ου αιώνα, τη μυστηριώδη και γοητευτική, όπου διαδραματίζονται αρκετά από τα μυθιστορήματα της.

Είχαν περάσει πολλά χρόνια μετά που την γνώρισα, δεν ήμουν πια δημοσιογράφος, αλλά τραγουδοποιός, όταν διάβασα το τελευταίο της βιβλίο, το «Διεθνές Αεροδρόμιο». Η Αγκάθα είναι πια πολύ ηλικιωμένη. Ξέρει πως το «ταξίδι» της τελειώνει. Δεν γράφει, πια, αστυνομικό μυθιστόρημα. Γυναίκα έξυπνη, πολυταξιδεμένη, με πολλές εμπειρίες και παραστάσεις αφήνει στις σελίδες του να ξεχυθεί η αγωνία της για το μέλλον της ανθρωπότητας, στην οποία θα πάψει σε λίγο να ανήκει. Γίνεται προφητική. Θυμίζει περισσότερο Όργουελ.

Αλλά γι’ αυτήν την παράξενη γυναίκα που και τον καιρό που τη συνάντησα είχε περάσει ήδη τα 70, θα σας μιλήσω στο επόμενο «Θυμάμαι».

Ήταν από τις συνεντεύξεις που θυμάμαι το κάθε δευτερόλεπτο που διήρκησε, σαν τώρα.

Τότε ήμουν πολύ νέα, πολύ άπειρη, ο χώρος που μου δόθηκε ήταν πολύ περιορισμένος και δεν μπόρεσα, παρά να παραθέσω τις απαντήσεις της κλασικά, χωρίς ελευθερία, κλισεδάτο ερωτηματολόγιο. Να γράψω τα ασήμαντα και να αποσιωπήσω τα ουσιαστικά και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, που ήταν «όλα τα λεφτά». Γιατί η Αγκάθα Κρίστι ήταν η πιο παράξενη και η πιο γλυκιά… παλιόγρια που γνώρισα!

Την άλλη Κυριακή, λοιπόν. Ως τότε να είστε καλά.