Ο 20ος αιώνας συμπεριφέρθηκε σκληρά στη Θεσσαλονίκη. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα η Θεσσαλονίκη ήταν η μεγαλύτερη και η πολυεθνικότερη πόλη των Βαλκανίων, με εξαίρεση βεβαίως την Κωνσταντινούπολη. Αντίθετα όμως με την ανατολίτικη ατμόσφαιρα της πρωτεύουσας των σουλτάνων η Θεσσαλονίκη είχε σαφέστατα έναν πιο «ευρωπαϊκό αέρα», έναν κοσμοπολιτισμό και μια αρχοντιά, που ζήλευαν και εποφθαλμιούσαν οι νέες πρωτεύουσες των μικρών βαλκανικών χωρών (Αθήνα, Σόφια, Βελιγράδι και Βουκουρέστι), ο πληθυσμός των οποίων κυμαίνονταν τότε μεταξύ 50.000-100.000 κατοίκων. Με πληθυσμό 170.000 (το 1900), αποτελούμενο κυρίως από Εβραίους, Έλληνες και Τούρκους (μουσουλμάνους) και μ’ ένα μεγάλο λιμάνι, που το ορέγονταν οι πάντες, η Θεσσαλονίκη ήταν από κάθε άποψη η πιο σημαντική στρατηγικά πόλη των Βαλκανίων. Αποτελούσε το γεωοικονομικό και γεωπολιτικό κλειδί της χερσονήσου μας. Η δύναμη και η ευημερία της ήταν ωστόσο συνδεδεμένη με την πολιτικοοικονομική ενότητα των Βαλκανίων, έστω κι αν αυτή επιβαλλόταν από μια καταπιεστική κι αναχρονιστική αυτοκρατορία, την Οθωμανική.

Η άνοδος των βαλκανικών εθνικισμών και ο κατακερματισμός, που ακολούθησε τους Βαλκανικούς Πολέμους(1912-1913) στέρησε από τη Θεσσαλονίκη την ενδοχώρα της. Ακολούθησε η ανταλλαγή των πληθυσμών, ο ερχομός των προσφύγων (1923) και τέλος ο εκτοπισμός και η εξόντωση του πολυάριθμου εβραϊκού στοιχείου από τους Ναζί (1943), για να χάσει η πόλη την αρχοντιά, τον πλούτο και το κοσμοπολίτικο χρώμα της και να υποβιβαστεί σε «φτωχομάνα» πόλη. Για ένα διάστημα η Θεσσαλονίκη βρέθηκε στο επίκεντρο γεωπολιτικών αβεβαιοτήτων, που δημιούργησε ο Εμφύλιος Πόλεμος (1944-1949). Ακολούθησε ο Ψυχρός Πόλεμος, που χώρισε τα Βαλκάνια σε δύο αντίπαλα πολιτικοοικονομικά στρατόπεδα, γεγονός που στέρησε οριστικά από τη Θεσσαλονίκη την ενδοχώρα της. Στο εξής η πόλη θ’ αναπτύσσονταν στα πλαίσια ενός αποδυναμωμένου ελληνικού βορρά και στη σκιά πάντα της Αθήνας…

Γιατί η φράση «Θεσσαλονίκη, Μητρόπολη των Βαλκανίων» κατάντησε ανέκδοτο;

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 υπήρχε μια αισιόδοξη εκτίμηση πως η Βόρεια Ελλάδα, με τη Θεσσαλονίκη στο επίκεντρο της, θα μετατρέπονταν σε οικονομική «ατμομηχανή», που θα ρυμουλκούσε και την υπόλοιπη χώρα προς τον 21ο αιώνα. Ωστόσο οι πόλεμοι στη Γιουγκοσλαβία, η αναβίωση του «Μακεδονικού ζητήματος», το εμπάργκο κατά της Σερβίας και των Σκοπίων (το ελληνικό), η οικονομική κατάρρευση των βαλκανικών χωρών και –κυρίως– η έλλειψη σωστής στρατηγικής, πολιτικής και υποδομών εκ μέρους της Ελλάδας, κατέστησαν αυτό το όραμα «όνειρο θερινής νυκτός». Και όχι μόνον αυτό, όχι μόνον η Βόρεια Ελλάδα δεν απέκτησε τον οικονομικό δυναμισμό που υπόσχονταν, αλλά άρχισε σταδιακά να μαραζώνει.

Ως αποτέλεσμα η Θεσσαλονίκη δεν κατάφερε να αρπάξει τις μεγάλες γεωπολιτικές ευκαιρίες που ανοίχθηκαν μπροστά της. Αντίθετα ένα σύννεφο απαισιοδοξίας ενέσκηψε πάνω από την πόλη, προσδίδοντας στους ορίζοντες της μιαν έντονη απόχρωση του γκρι. Παρ’ ότι διαφημίζεται συχνά από τις ελληνικές κυβερνήσεις ως η «μητρόπολη» και η γεωοικονομική και πολιτιστική «πρωτεύουσα των Βαλκανίων», η πόλη απαξιώνεται, περιθωριοποιείται, και μετατρέπεται σε μια κλειστοφοβική μεγαλούπολη, σε μια «πρωτεύουσα της ανεργίας» και της νέας φτώχειας, που πλήττει τους πτυχιούχους, σε μια «χαμηλοτάβανη πόλη» χωρίς, υποτίθεται, προοπτικές και μέλλον. Αυτό οδηγεί πολλούς Θεσσαλονικείς σε μια μόνιμη γκρίνια και μια μίζερη αντιπαράθεση τους με την Αθήνα και το λεγόμενο «αθηνοκεντρικό κράτος», που απομυζεί βεβαίως όχι μόνον τη Θεσσαλονίκη αλλά ολόκληρη την ελληνική περιφέρεια, γι’ αυτό δεν θα πρέπει να αντιδρούν μόνον οι Θεσσαλονικείς αλλά και τα υπόλοιπα 5,5 εκατομμύρια των Ελλήνων της περιφέρειας.

Παραπονεμένα Καρντάσια

Οι Θεσσαλονικείς έχουν δίκιο όταν παραπονιούνται για εγκατάλειψη από το κέντρο, για την καθυστέρηση στην πραγματοποίηση των μεγάλων έργων και υποδομών που τόσο έχει ανάγκη η πόλη (τη στιγμή μάλιστα που έχουν επενδυθεί στην Αθήνα σχεδόν 10 δισεκατομμύρια ευρώ με την τέλεια δικαιολογία των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004). Από την άλλη όμως οι Αθηναίοι δημοσιογράφοι και Opinion Makers δεν έχουν τελείως άδικο όταν βλέπουν τη σημερινή Θεσσαλονίκη ως την «πρωτεύουσα» του ελληνικού εθνολαϊκισμού, εφόσον συντηρητικοί και σκοταδιστικοί κύκλοι της πόλης εκμεταλλεύτηκαν την απογοήτευση των Θεσσαλονικέων και προσπάθησαν να διαχειριστούν τους φόβους τους ποντάροντας π.χ. στις ανασφάλειες που προκαλούσε το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων κ.α.

Για ένα διάστημα λοιπόν δόθηκε η εντύπωση πως η Θεσσαλονίκη δεν ήταν η ανοικτή και κοσμοπολίτική πόλη του πρόσφατου παρελθόντος της, αλλά μια «συντηρητική» και «κλειστοφοβική» πόλη, εφόσον πολιτική, τοπική αυτοδιοίκηση, οικονομία, Εκκλησία και διάφοροι κρατικοδίαιτοι θεσμοί καταλήφθηκαν τα τελευταία χρόνια από μια σκληροπυρηνική μειοψηφία εθνολαϊκιστών, που έχουν το μυαλό τους στραμμένο μονίμως σε στείρες εθνοκεντρικές και πατριδοκάπηλες εμμονές. Πως όμως έφτασε σ’ αυτή την κατάσταση;

Εθνολαϊκισμός, τοπικισμός και η σύγκρουση με το «αθηναϊκό κατεστημένο»

Είναι αξιοπερίεργο το πως η Θεσσαλονίκη, γνωστή σε παλιότερες εποχές για την ανεκτικότητα της, κατάντησε στη σύγχρονη ελληνική ιστορία να είναι η πόλη των πολιτικών δολοφονιών (π.χ. δολοφονία Λαμπράκη), του φανατισμού, της μισαλλοδοξίας και των ακροτητών. Αυτή η πόλη, αλλοτινό υπόδειγμα αρμονικής συμβίωσης διαφορετικών πολιτισμών και εθνοτήτων –ένα πραγματικό «βαλκανικό melting pot» που  μόνο με τη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο μπορούσε να συγκριθεί– κατέληξε στις αρχές του 21ου αιώνα χώρος όπου ενδημούν παραθρησκευτικές οργανώσεις, και υπερεθνικιστικές ομάδες, που επιδίδονται με την πρώτη ευκαιρία σε φασαριόζικες ακρότητες.

Για τα αθηνοκεντρικά ΜΜΕ, που φημίζονται για την τάση τους προς τα στερεότυπα και τις υπεραπλουστεύσεις, η Θεσσαλονίκη ήταν η «πόλη του Ψωμιάδη», ο οποίος εκλέχθηκε δύο φορές Νομάρχης ποντάροντας στα φοβικά και τοπικιστικά συναισθήματα μιας σημαντικής μερίδας απογοητευμένων Θεσσαλονικέων –κυρίως απώτερης προσφυγικής καταγωγής (το περίεργο πάντως είναι πως σε όλες τις χώρες του κόσμου μετά από δύο 2-3 γενιές δεν υπάρχουν πλέον «πρόσφυγες», διότι γίνονται όλοι τους πλέον ντόπιοι)– καθώς και σε μια κοντόφθαλμη και καιροσκοπική κόντρα με το «αθηνοκεντρικό κατεστημένο».

Είναι γεγονός πάντως πως η Θεσσαλονίκη εκλύει ευκολότερα τα πάθη ή απλώς, επειδή δεν είναι το κέντρο αποφάσεων της Ελλάδας, λειτουργεί ως ακίνδυνη «βαλβίδα» εκτόνωσης υποβόσκουσων εντάσεων και συναισθηματικών εκρήξεων διάφορων περιθωριακών ομάδων, που υπάρχουν ασφαλώς και στην Αθήνα. Στη Θεσσαλονίκη οι υπερβολές και τα πάθη εκδηλώνονται ευκολότερα, επειδή οι κάτοικοι της είναι πιο συναισθηματικοί και ίσως πιο «άμεσοι», δηλαδή εκφράζονται άμεσα και χωρίς να θέσουν σε λειτουργία το μηχανισμό της «δεύτερης σκέψης». Οι περίτεχνοι αντίθετα μηχανισμοί επιρροών και διαμόρφωσης εξουσίας της πρωτεύουσας αναγκάζουν τους κατοίκους της, ιδιαίτερα μάλιστα την ελίτ της, να εκφράζεται κυρίως με έμμεσους τρόπους και με διπλωματικά μέσα.

Η σημερινή ελίτ της Θεσσαλονίκης, αν και βασίστηκε πάνω σ’ ένα κοσμοπολίτικο ιστορικό υπόβαθρο, εντούτοις ανδρώθηκε μέσα από την αντιπαλότητα της με την ελίτ της Αθήνας. Αυτόνομη εξαρχής χρειάστηκε ωστόσο να δώσει σε δύσκολες εποχές σκληρό αγώνα για να διατηρήσει την αυτονομία της. Παρά τις όποιες κατά καιρούς αντιπαραθέσεις η ελίτ της Θεσσαλονίκης υπήρξε μια «δεξαμενή», πρόθυμη πάντα να τροφοδοτήσει με νέο «αίμα» και νέες ιδέες την ελίτ της Αθήνας. Έδωσε πολλούς μεγάλης εμβέλειας πολιτικούς (ανάμεσα τους και η «δυναστεία Καραμανλή»), καλλιτέχνες κι επιχειρηματίες, αρκετοί εκ των οποίων αφομοιώθηκαν από το αθηναϊκό κατεστημένο και κάποιοι από αυτούς έγιναν μάλιστα και φανατικοί υποστηρικτές του «αθηναϊκού κράτους»!

Ποιοι συντηρούν και εκμεταλλεύονται την τεχνητή αντίθεση Βορρά-Νότου;

Η πληθυσμιακή και οικονομική εξέλιξη της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα εισέπραξε, όπως ήταν αναμενόμενο, τις συνέπειες των πολιτικών λαθών του εθνικού κέντρου και του γεωπολιτικού κατακερματισμού που επακολούθησε. Όπως επισήμανε και ο Γιώργος Πρεβελάκης, καθηγητής της Γεωπολιτικής στη Σορβόννη: «Η συμπεριφορά του αθηναϊκού πολιτικού κατεστημένου έναντι της Θεσσαλονίκης μετά το 1922, δίνει μια ιδέα του τραύματος που προκάλεσε η Μικρασιατική Καταστροφή και του αισθήματος της αβεβαιότητας που κυριάρχησε τότε στην Ελλάδα».

Ήδη από το 1912 η Θεσσαλονίκη αντιμετωπίστηκε από την Αθήνα ως «ειδική περίπτωση». Η εθνική ανομοιογένεια του πληθυσμού της και η αδυναμία της ελληνικής κοινότητας στην πόλη, συνδυασμένες με τη δράση των συνδικάτων, έκαναν ευπρόσδεκτους από την κρατική εξουσία τους παρακρατικούς μηχανισμούς «εθνικοφρόνων», που έδερναν Εβραίους και κομμουνιστές. Τη μετεμφυλιακή περίοδο και τη δεκαετία του 1960 η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε προνομιακό χώρο δράσης παρακρατικών, ακροδεξιών και φασιστικών στοιχείων, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη.

Την τελευταία δεκαετία, κυρίως λόγω της τεχνητής έξαρσης του «Μακεδονικού», αλλά και την παρότρυνση και τη συνδρομή πολιτικών, θρησκευτικών και άλλων «παραγόντων», παρατηρήθηκε μια έξαρση της δράσης των εθνικιστικών ομάδων και οργανώσεων. Αυτή τη νεοεθνικιστική έξαρση υποβοήθησαν και οι συγκυρίες: τα ανοικτά μέτωπα στα εθνικά θέματα και η συρροή πολυάριθμων μεταναστών και λαθρομεταναστών, πράγμα που εκμεταλλεύτηκαν οι ακροδεξιοί και αντιδραστικοί κύκλοι. Η δράση τους όμως έρχεται σε έντονη αντίθεση την κοσμοπολίτικη ιστορία της Θεσσαλονίκης, ως τόπου συνάντησης και σύνθεσης διαφόρων πολιτισμών και παραδόσεων, και προσβάλει την ανεκτικότητα και δημοκρατική ευαισθησία της συντριπτικής πλειοψηφίας των Θεσσαλονικέων. Όπως είχε πει χαρακτηριστικά και ο Παρασκευάς Παρασκευόπουλος, πρώην διευθυντής του Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων και πρώην Βουλευτής: «Οι κύκλοι αυτοί χρησιμοποιούν ως όχημά τους πολλές φορές υπαρκτά προβλήματα, όπως είναι η ανισόμετρη ανάπτυξη λόγω του συγκεντρωτικού κράτους, ερμηνεύοντάς τα και προβάλλοντάς τα σαν αντίθεση Βορρά-Νότου. Εκμεταλλεύονται την ευαισθησία διαφόρων ομάδων του πληθυσμού, όπως είναι οι Πόντιοι και άλλοι με ευαισθησία στο ζήτημα της Μακεδονίας. Προβάλλουν έντεχνα μια δήθεν πατριωτική στάση, διεκδικώντας για τον εαυτό τους, αλλά και για λογαριασμό της Βόρειας Ελλάδας, μια μεγαλύτερη σε σχέση με τους πολίτες της υπόλοιπης Ελλάδας ευαισθησία στα εθνικά θέματα και το ρόλο του θεματοφύλακα των εθνικών δικαίων». Είναι προφανές πως αν η Θεσσαλονίκη δεν αποτινάξει από πάνω της το φάντασμα του εθνολαϊκισμού που την στοιχειώνει δεν θα μπορέσει να αδράξει τις ευκαιρίες και να διαδραματίσει το ρόλο της πολιτισμικής και γεωοικονομικής μητρόπολης των Βαλκανίων.

Η «Πορτοκαλί Επανάσταση» των Θεσσαλονικέων

 Τα πράγματα ωστόσο αλλάζουν. Τελευταία όλο και πληθαίνουν οι ενδείξεις πως το φάντασμα του εθνολαϊκισμού αρχίζει να πνέει τα λοίσθια και να περιορίζεται στα σκοτεινά σημεία, όπου ανέκαθεν ενδημούσε. Στο πολιτικό σκηνικό της πόλης συντελείται ήδη μια σημαντική πολιτική ανατροπή καθώς το κυβερνών συντηρητικό κόμμα, που θεωρούσε την πόλη προπύργιο του, σημείωσε τη δεύτερη μεγαλύτερη πανελλαδικώς πτώση των ποσοστών του στις Εθνικές Εκλογές του 2007. Σήμερα οι δημοσκοπήσεις (φανερές και μυστικές) δίνουν ακόμη λιγότερα ποσοστά στις συντηρητικές δυνάμεις και αντίστοιχα μια σημαντική ενίσχυση των πολιτικών δυνάμεων που τις αμφισβητούν. Την ίδια περίοδο η κοινωνία της πόλης βράζει, οι δημιουργικές της δυνάμεις ενεργοποιούνται και πάλι, ετοιμάζοντας τη δική τους «πορτοκαλί επανάσταση». Το ζητούμενο είναι να βρεθούν τα κατάλληλα πρόσωπα για να συσπειρώσουν όλους αυτούς τους ανήσυχους πολίτες, να τους εμπνεύσουν και να δώσουν και πάλι ελπίδα. Οι Θεσσαλονικείς, κάνοντας τη δική τους εσωτερική επανάσταση, διεκδικούν πλέον έναν άλλο ρόλο, εκείνο που αρμόζει στην κοσμοπολίτικη ιστορία αλλά και στο λαμπρά υποσχόμενο μέλλον της πόλης.

Η γεωπολιτική και η γεωοικονομία συνωμοτούν για ένα καλύτερο μέλλον της Θεσσαλονίκης. Τα πράγματα αλλάζουν και, όπως φαίνεται, αλλάζουν προς όφελος της Θεσσαλονίκης και των κατοίκων της. Σύμφωνα με τον Βρετανό ιστορικό Μαρκ Μαζάουερ, συγγραφέα του βιβλίου Θεσσαλονίκη: Πόλη των Φαντασμάτων (2004): «Μέχρι το 1990 η Ελλάδα ήταν στο περιθώριο. Αυτή η γεωπολιτική και οικονομική θέση έχει πλέον αλλάξει. Η Ελλάδα έχει ανακτήσει λίγο-πολύ τη θέση που είχε επί Οθωμανών. Βρίσκεται εκ νέου σε σταυροδρόμια και διεκδικεί τον χώρο στον οποίο επί αιώνες διακινούσε εμπορεύματα… Η περίοδος 1917-1989 ήταν για την Ελλάδα η περίοδος της ‘’περιφέρειας’’. Τώρα η σημασία των ορίων αλλάζει. Τα όρια δεν εξαφανίζονται αλλά γίνονται περισσότερο ευλύγιστα και σταδιακά αλλάζουν ρόλο, όπως θα συμβεί στα Βαλκάνια». Το μέλλον της Θεσσαλονίκης είναι ωστόσο γεμάτο υποσχέσεις, όπως παραδέχεται ο ίδιος: «Η Θεσσαλονίκη από ‘’πόλη των Συνόρων’’ γίνεται κέντρο των Βαλκανίων… Οι δυνατότητες της πόλης θα είναι πολύ μεγάλες στο εγγύς μέλλον. Η πόλη σήμερα βρίσκεται σε μεταβατική περίοδο, αλλά γενικά όμως είμαι αισιόδοξος για το μέλλον της».

Το ίδιο αισιόδοξοι πρέπει να είμαστε κι εμείς οι Θεσσαλονικείς, που ζούμε,  δημιουργούμε κι ονειρευόμαστε σ’ αυτή την πόλη. Η δύσκολη «μεταβατική περίοδος» σύντομα θ’ αποτελεί παρένθεση. Θα καλεστούμε λοιπόν σε λίγα χρόνια να επιστρατεύσουμε τον καλύτερο εαυτό μας, να απελευθερώσουμε τις πιο υγιείς, δημιουργικές, κοσμοπολίτικες και ευφυείς δυνάμεις της κοινωνίας μας, ώστε με μια «νοοτροπία τυφώνα» να καλύψουμε μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα το χαμένο έδαφος των προηγούμενων ετών και να αδράξουμε τις ευκαιρίες του μέλλοντος, ώστε η Θεσσαλονίκη να αποκτήσει τον ιστορικά κεντρικό της ρόλο στη μεγάλη βαλκανική ενδοχώρα, που θα αποτελέσει σε λίγα χρόνια οργανικό και ταχέως αναπτυσσόμενο τμήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

* Ο Γιώργος Στάμκος (stamkos@post.com) είναι συγγραφέας και εκδότης-διευθυντής του περιοδικού ΖΕΝΙΘ.