«Ήρθε η ώρα μου.

Έκανα το καλύτερό μου όταν με αφήναν.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Σκεφτόμενη πάντα πως αν φύγω όλα φεύγουν.

 

Εκατό φροντίδες,

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

δεκάτη από μπελάδες

και υπάρχει κανείς να με καταλαβαίνει;

Ένα στα χίλια χρόνια των νυκτών;

 

Όλη μου τη ζωή έζησα ανάμεσά τους

μα τώρα μου γίνονται αντιπαθητικοί.

Και σιχαίνομαι τα μικρά θαλπερά τους  κόλπα.

Κι’ απεχθάνομαι τις μέτριες βολικές επιστροφές τους.

Κι όλα τα άπληστα ξεσπάσματα μέσα από τις μικρές ψυχές τους.

Και όλες τις νωθρές εκκρίσεις από τα ασθενικά κορμιά τους.

 

Πόσο μικρά είναι όλα!

Κι εγώ να μιλάω στον εαυτό μου πάντα.

Και τραγουδώντας πάντα.

 

Νόμιζα πως άστραφτες ολόκληρος

με την αριστοκρατικότερη άμαξα.

Είσαι μοναχά μια κολοκύθα.

 

Σε νόμιζα τον μεγάλο σε όλα τα πράγματα,

στη δόξα και στην ενοχή.

Δεν είσαι παρά ένας ασήμαντος.

 

Οι δικοί μου δεν ήταν δικής του πάστας

πέρα εκεί όσο μπορώ να ξεχωρίσω μέχρι τώρα.

 

Για όλες τις θρασύτητες και τα κακά και τα θολά

που κατηγορούνται, οι κακές μάγισσες.

Όχι!

Ούτε για τους άγριους χορούς μας

σ’ όλη την άγρια χλαπαταγή τους.

 

Μπορώ να δω τον εαυτό μου ανάμεσά τους,

ανναξανανεαλίβια ομορφηόμορφη.

 

Πόσο όμορφη ήταν,

η άγρια Αμαζόνα,

όταν αρπαζόταν πάνω στο άλλο μου το στήθος!

 

 

Και τόσο πολύτιμη, η αγέρωχη Νειλοσελήνη,

που θα κρεμιόταν απ’ τα τίμια μαλλιά μου!

 

Γιατί αυτές είναι οι ανταροϊστορίες.

Ωπ κρεμάσου! Κρεμάσου Ωπ!

 

Και η κλαγγή από τις κραυγές μας

μέχρι να τιναχτούμε ελευθερωμένοι.

 

Αυροπετώντας, λένε,

ποτέ δεν ακούγεται τ’ όνομά σου!

 

Αλλά τους σιχαίνομαι που είναι εδώ

και όλα τα σιχαίνομαι.

Μοναξιά στη μοναξιά μου.

Για όλα τους τα λάθη.

 

Πεθαίνω.

Ο πικρό τέλος!

 

Θα χαθώ πριν ξυπνήσουν.

Ποτέ δεν θα το δουν.

Ούτε θα ξέρουν.

Ούτε θα τους λείψω.

 

Κι είναι γερατειά 

και τα γερατειά

είναι θλιβερά και κουραστικά.

 

Θα γυρίσω πίσω σε σένα,

παγωμένε μου πατέρα,

παγωμένε μου τρελέ πατέρα,

παγωμένε μου τρελέ φοβερέ πατέρα,

 

μέχρι που η κοντινή θωριά και μόνο του μήκους του,

τα μίλια και μίλια του,

μονοτονοβογγώντας,

να μου φέρει

λασποθαλασσινή θαλασσοναυτία

και θα χιμήξω, μοναχή μου, στην αγκαλιά σου.

 

Τους βλέπω να σηκώνονται!

Σώσε με απ αυτές τις τριαινοτρομερές περόνες!

 

Δυο ακόμη.

Μιαδυό στιγμές ακόμη.

 

Λοιπόν.

Γεια σας

αντίο.

 

 

Τα φύλλα μου σκόρπισαν μακριά μου.

Όλα.

Αλλά ένα γαντζώνεται ακόμα.

 

Θα το πάρω μαζί μου.

Να μου θυμίζει τον. Λφφ!

 

Τόσο βροχερό τούτο το πρωινό μας.

Ναι.

 

Κουβάλησε με πέρα,

μπαμπάκα,

όπως στο πανηγύρι των παιχνιδιών!

 

Εάν βλέποντάς τον να πλέει προς τα μένα

μ’ ασπρανοιγμένα πανιά

σαν να ερχόταν από τους Κιβωτοαρχάγγελους,

 

θαρρώ θα αργόσβηνα πάνω στα πόδια του,

ταπεινά σιωπηλά,

μόνο για να εξαφανιστώ.

 

Ναι, ώρα.

Να που.

Πρώτα.

 

Διασχίζουμε το γρασίδι σιωπηλά

προς τον ερημότοπο.

 

Σιωπή!

 

Ένας γλάρος.

Γλάροι.

 

Ο πατέρας καλεί!

Έρχομαι, πατέρα!

 

Τέλος εδώ.

Εμείς τότε.

 

Τέλος, ξανά!

 

Παρ’ το.

 

Τα φιλιά σου,

 

να με αγαπονεροθυμάσαι.

 

Μέχρι χίλια χρόνια.

Χείλια.

 

Τα κλειδιά. Δοσμένα!

Μακριά μοναχική τελευταία αγαπημένη μακρόσυρτη η»

 

Εδώ τελειώνει ο μονόλογος της Άννας Λίβυα Πολυόμορφης και μαζί τελειώνει και η τελευταία σελίδα του  έργου του Τζέιμς Τζόυς, Η «Αγρύπνια των Φίννεγκαν».

 

«Τελειώνει» σε μια ημιτελή φράση, για να ξαναρχίσει στην πρώτη σελίδα. Αέναος κύκλος, χαλασμού του παλιού κόσμο και δημιουργίας του νέου, μέσα σε μια νύχτα, στο όνειρο του πρωταγωνιστή του έργου Να Ο Καθένας.

 

Μέσα στο όνειρο, τα πράγματα γίνονται ασαφή και ελευθέρια, όπου τα πάντα επιτρέπονται και τα πάντα κρύβονται, γιατί η ενοχή, η πανανθρώπινη ενοχή, καραδοκεί να το διακόψει.

 

Αυτή η νυχτερινή σκοτεινιά, που θολώνει το περίγραμμα των πραγμάτων, και η ονειρική ασάφεια και ελευθεριότητα είναι η «Αγρύπνια». Δεν γίνεται με αυτά. Είναι αυτά.

 

Η «Αγρύπνια» είναι καμωμένη με λογοπαίγνια και λέξεις ετεροσύνθετες, πορτμαντό: δυο λέξεις πακεταρισμένες σε μία λέξη, που εμπεριέχει τις δύο, αλλά και τις υπερβαίνει, δημιουργώντας νέα, με νέο νόημα, λέξη.

 

«In the buginning is the woid», γράφει στην Αγρύπνια ο Τζόυς. Φράση που παραπέμπει στο «in the beginning is the word: Εν αρχή ην ο λόγος» του ευαγγελιστή Ιωάννη.

 

Ο Τζόυς συντήκει τη λέξη word (λόγος) με τη λέξη void (κενό) και δημιουργεί τη λέξη στη λέξη woid (κενολόγος). Αυτό συμβαίνει σε όλη την «Αγρύπνια».

 

Από τη σύντηξη των λέξεων προκύπτει, με την διάσπασή τους, η εκρηκτική ενέργεια και η πολυμορφία και η ομορφιά της «Αγρύπνιας».

 

Όλες οι δυνατότητες ενυπάρχουν, συνυπάρχουσες, στην «Αγρύπνια».

 

Το πόσες και ποιές θα πραγματοποιηθούν εξαρτάται από τον αναγνώστη.

 

«Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους, για τους γεν-

ναίους, τους δυνατούς

Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα, τα γεν-

ναία, τα δυνατά

 

…γιατί σταθήκανε…

μονάχοι πάντα, κι’ ελεύθεροι, μεγάλοι και γεν-

ναίοι και δυνατοί.». Ν. Εγγονόπουλος

 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης