Έμεινε στην ιστορία ως η «Σιδηρά Κυρία». Εφήρμοσε από το 1979 έως το 1990 ως πρωθυπουργός της Βρετανίας την πιο ακραία μορφή νεοφιλελευθερισμού. Έπαιξε καταλυτικό ρόλο κατά την περίοδο της Πτώσης του Τείχους του Βερολίνου και τη μετέπειτα επανένωση των δύο Γερμανιών. Έκανε ένα αιματηρό πόλεμο στα Φώκλαντς όχι τόσο για στρατηγικούς λόγους όσο για το κύρος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Στη Βρετανία και την Ευρώπη θα τη θυμούνται για τη σκληρή της διαπραγματευτική στάση και την απόλυτη προσήλωσή της σε συντηρητικές απόψεις. Στην Αργεντινή θα τη θυμούνται για την εθνική ήττα της χούντας του Βιντέλα απέναντι στον βρετανικό στόλο και για τους νεκρούς στα παγωμένα κύματα του Νότιου Ατλαντικού. Στην Αγγλία θα τη θυμούνται για την καταλυτική ήττα των ανθρακωρύχων και των συνδικάτων τους.
Σήμερα το πρωί – Δευτέρα 8 Απριλίου – η «Σιδηρά Κυρία», Μάργκαρετ Θάτσερ, απεβίωσε σε ηλικία 88 ετών έπειτα από εγκεφαλικό επεισόδιο, όπως ανακοίνωσε ο εκπρόσωπός της, Λόρδος Μπελ.
«Με μεγάλη μας λύπη σάς ενημερώνουμε ότι ο Μαρκ και η Κάρο Θάτσερ ανακοίνωσαν τον θάνατο της μητέρας τους, Βαρόνης Θάτσερ, η οποία πέθανε έπειτα από εγκεφαλικό επεισόδιο που υπέστη σήμερα το πρωί. Αργότερα εντός της ημέρας θα ακολουθήσει συμπληρωματική ανακοίνωση».
Η Μάργκαρετ Θάτσερ γεννήθηκε στις 13 Οκτωβρίου του 1925 και μεγάλωσε στην πόλη Grantham της κομητείας Λίνκολνσαϊρ.
Το 2011, στην ταινία «Τhe Iron Lady» η Μέριλ Στριπ την υποδύθηκε αποσπώντας – μεταξύ άλλων βραβείων – το Όσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου.
Πατήστε εδώ για να δείτε live από το δίκτυο BBC
Η Μέριλ Στριπ σε στιγμιότυπο της ταινίας «Τhe Iron Lady»
Η Ελισάβετ Β’ αποχαιρετά ακόμη μία φίλη
Τη λύπη της για τον θάνατο της Μάργκαρετ Θάτσερ εξέφρασε το μεσημέρι της Δευτέρας η βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ Β’. Όπως ανακοίνωσε το Μπάκιγχαμ, η βασίλισσα αναμενόταν να στείλει συλλυπητήριο τηλεγράφημα στην οικογένεια της Θάτσερ.
H Ελισάβετ Β’ είναι βασίλισσα της Αγγλίας από το 1952 και κατά τη διάρκεια της μοναρχίας της έχει αποχαιρετήσει οκτώ διατελέσαντες πρωθυπουργούς με τελευταία τη Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία έμεινε στην Ντάουνινγκ Στριτ από το 1979 έως το 1990.
Κάμερον: Χάσαμε μία καταπληκτική ηγέτη
Ο Bρετανός πρωθυπουργός David Cameron δήλωσε για το θάνατο της Θάτσερ: Σήμερα είναι μία πραγματικά λυπηρή ημέρα για την χώρα μας. Χάσαμε μία καταπληκτική πρωθυπουργό, μία καταπληκτική ηγέτη, μία καταπληκτική Βρετανή.
Η ζωή της
Το πατρικό της όνομα ήταν Margaret Hilda Roberts. Γεννήθηκε στις 13 Οκτωβρίου του 1925 και μεγάλωσε στην πόλη Grantham της κομητείας Λίνκολνσαϊρ. Ο πατέρας της ήταν παντοπώλης και αναμειγνυόταν στην τοπική πολιτική ζωή, ενώ ήταν και ιερέας εκκλησίας μεθοδιστών. Η οικογένειά της ανήκε στο Εργατικό Κόμμα. Είχε και μια μεγαλύτερη αδελφή, την Muriel (1921-2004). Ανατράφηκε ως ευσεβής μεθοδίστρια.
Η Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν καλή μαθήτρια. Φοίτησε στο Κολέγιο Σόμερβιλ και το 1944 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης για να σπουδάσει χημεία και ειδικά κρυσταλλογραφία. Το 1946 εκλέχθηκε πρόεδρος της Συντηρητικής Ένωσης του Πανεπιστημίου Οξφόρδης. Μετά την αποφοίτησή της εργάστηκε σε διάφορες εταιρείες ως ερευνήτρια χημικός.
Το 1951 παντρεύτηκε τον Ντένις Θάτσερ, έναν διαζευγμένο πλούσιο επιχειρηματία, ο οποίος χρηματοδότησε τις νομικές σπουδές της Μάργκαρετ. Το 1953 γεννήθηκαν τα δίδυμα παιδιά τους, την ίδια χρονιά που η ίδια τελείωσε τις σπουδές της, ειδικευόμενη στο φορολογικό δίκαιο.
Πολιτική σταδιοδρομία
Στο Συντηρητικό Κόμμα
Το 1959 εξελέγη στη Βουλή των Κοινοτήτων και το 1965 ορίστηκε εκπρόσωπος του Συντηρητικού Κόμματος. Υποστήριξε προτάσεις νόμου για την αποποινικοποίηση της ανδρικής ομοφυλοφιλίας, τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων, τη διατήρηση της θανατικής ποινής, αλλά ψήφισε ενάντια στη χαλάρωση των νόμων περί διαζυγίου. Άσκησε σκληρή κριτική στην πολιτική υψηλής φορολογίας των Εργατικών, θεωρώντας την βήμα «όχι προς τον σοσιαλισμό, αλλά προς τον κομμουνισμό». Διετέλεσε σκιώδης υπουργός Μεταφορών και κατόπιν Παιδείας, πριν από τις εκλογές του 1970.
Υπουργός Παιδείας
Μετά τη νίκη των Συντηρητικών υπό τον Έντουαρτ Χιθ το 1970, η Θάτσερ έγινε υπουργός Παιδείας και Επιστήμης. Κατά τη διάρκεια της θητείας της, περιέκοψε τον προϋπολογισμό για την παιδεία, ενώ κατήργησε τη χορήγηση δωρεάν γάλακτος στα σχολεία για παιδιά επτά έως έντεκα ετών. Οι αποφάσεις της αυτές προκάλεσαν κύμα διαμαρτυριών, κατά το οποίο της αποδόθηκε το σύνθημα «Thatcher Thatcher, Milk Snatcher» (Θάτσερ, Θάτσερ, άρπαγας του γάλακτος). Παρά ταύτα, όταν ύστερα από 30 χρόνια δημοσιεύτηκαν δημόσια έγγραφα εκείνης της περιόδου, όπως συνηθίζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο, αποδείχθηκε ότι η ίδια είχε ταχθεί κατά αυτών των κινήσεων, αλλά επρόκειτο για συλλογική πολιτική του κόμματός της.
Αρχηγός της αντιπολίτευσης
Μετά την ήττα των Συντηρητικών στις εκλογές του 1974, τοποθετήθηκε σκιώδης υπουργός Περιβάλλοντος. Στις 11 Φεβρουαρίου 1975 εξελέγη πρόεδρος του Συντηρητικού Κόμματος. Στις 19 Ιανουαρίου 1976, σε μια ομιλία της, καταφέρθηκε εναντίον της ιμπεριαλιστικής πολιτικής της Σοβιετικής Ένωσης. Σε απάντηση, σοβιετική εφημερίδα, όργανο του Υπουργείου Άμυνας, της απέδωσε το παρατσούκλι «Σιδηρά Κυρία», το οποίο τη συνόδεψε σε όλη την πολιτική της καριέρα.
Πρωθυπουργός
Μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης Κάλαχαν, την άνοιξη του 1979, προκηρύχθηκαν εκλογές και οι Συντηρητικοί κέρδισαν πλειοψηφία 44 εδρών στο Κοινοβούλιο. Στις δημοσκοπήσεις που προηγήθηκαν των εκλογών φαινόταν ότι οι Συντηρητικοί είχαν το προβάδισμα, όχι όμως και η Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία υστερούσε σε δημοτικότητα έναντι του αντιπάλου της, Τζέιμς Κάλαχαν.
Η Μάργκαρετ Θάτσερ έγινε πρωθυπουργός στις 4 Μαΐου 1979, με βασικό καθήκον την αναστροφή της πτωτικής πορείας της οικονομίας, τον περιορισμό του ρόλου του κράτους στην οικονομία, καθώς και την ανάδειξη του ρόλου της Μεγάλης Βρετανίας στη διεθνή σκηνή, ο οποίος έδινε την εντύπωση ότι συνεχώς έφθινε, από την εποχή της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Ιδεολογικά βρισκόταν πολύ κοντά με τον Ρόναλντ Ρήγκαν, ο οποίος το 1980 εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ, θέση στην οποία παρέμεινε έως το 1988. Μαζί, οι δύο ηγέτες αποφάσισαν να εφαρμόσουν τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές συνταγές του οικονομολόγου Milton Friedman – διδάγματα τα οποία είχε ακολουθήσει μοναχά ο δικτάτορας της Χιλής και μετέπειτα φίλος της Μ. Θάτσερ, Αουγκούστο Πινοσέτ.
Η Θάτσερ ακολούθησε σφικτή νομισματική πολιτική, αυξάνοντας τα επιτόκια, προκειμένου να χαμηλώσει τον πληθωρισμό. Έδειξε προτίμηση προς την έμμεση φορολογία έναντι της φορολογίας εισοδήματος και αύξησε τον ΦΠΑ στο 15%. Οι αποφάσεις αυτές αύξησαν πολύ την ανεργία, η οποία διπλασιάστηκε ξεπερνώντας τα 2 εκατομμύρια. Το 1982, ο πληθωρισμός είχε πέσει στο 8,6% από 18%, αλλά οι άνεργοι είχαν υπερβεί τα 3,6 εκατομμύρια.
Στις 2 Απριλίου 1982, η δικτατορική κυβέρνηση της Αργεντινής εισέβαλε στα Νησιά Φώκλαντς, τα οποία αποτελούσαν έδαφος της Μεγάλης Βρετανίας, επί του οποίου όμως η Αργεντινή ήγειρε αξιώσεις ήδη από το 1830. Ξεκίνησε έτσι ο λεγόμενος «Πόλεμος των Φώκλαντς», καθώς η Μάργκαρετ Θάτσερ αντέδρασε σθεναρά, στέλνοντας επί τόπου ναυτική δύναμη για να επανακαταλάβει τα νησιά. Η επιχείρηση, παρά τη μεγάλη απόσταση, στέφθηκε από επιτυχία, προκαλώντας πατριωτική έξαρση στη Μεγάλη Βρετανία.
Ο Πόλεμος των Φώκλαντς, μαζί με μια οικονομική ανάπτυξη που παρατηρήθηκε στις αρχές του 1983, ανέβασε τη δημοτικότητα της κυβέρνησης. Εκμεταλλευόμενοι τον διχασμό του Εργατικού Κόμματος της εποχής εκείνης, οι Συντηρητικοί πέτυχαν νέα νίκη στις εκλογές του Ιουνίου 1983, κερδίζοντας 42,4% των ψήφων, έναντι 27,6% των Εργατικών. Στη δεύτερη τετραετία της, η Θάτσερ θέλησε να εφαρμόσει τις νεοφιλελεύθερες/νεοσυντηρητικές της αντιλήψεις και, για να γίνει αυτό, έπρεπε να μειώσει τη δύναμη των συνδικάτων και των επαγγελματικών ενώσεων. Ακολούθησαν απεργίες, με σημαντικότερη αυτή των ανθρακωρύχων, η οποία διήρκεσε έναν ολόκληρο χρόνο, χωρίς όμως αποτέλεσμα, αφού η κυβέρνηση παρέμεινε ανυποχώρητη και τα περισσότερα ανθρακωρυχεία έκλεισαν. Η ήττα του συνδικαλιστικού κινήματος των ανθρακωρύχων άνοιξε τον ασκό του Αιόλου για τις ιδιωτικοποιήσεις πάρα πολλών δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών, για τη δραστική περικοπή των δημοσίων δαπανών, τη δραματική συρρίκνωση του κράτους Πρόνοιας κ.λπ..
Τα ξημερώματα της 12ης Οκτωβρίου 1984 από τύχη διέφυγε τραυματισμό, καθώς η παράνομη οργάνωση των Ιρλανδών εθνικιστών IRA επιτέθηκε στο ξενοδοχείο όπου διέμενε κατά τη διάρκεια του συνεδρίου του κόμματός της στην πόλη Μπράιτον (Brighton). Από την επίθεση εκείνη σκοτώθηκαν πέντε άτομα και τραυματίστηκαν πολλά άλλα. Η ίδια, σε μια επίδειξη ψυχραιμίας, δεν άλλαξε καθόλου το πρόγραμμά της και την άλλη μέρα εκφώνησε κανονικά την προγραμματισμένη της ομιλία στο Συνέδριο.
Η οικονομική της πολιτική σημαδεύτηκε από τη ριζική μείωση του κρατικού παρεμβατισμού, την απελευθέρωση των αγορών, την προώθηση της επιχειρηματικότητας και τις ιδιωτικοποιήσεις. Οι περισσότερες δημόσιες επιχειρήσεις πωλήθηκαν, με πρώτη την εταιρεία τηλεπικοινωνιών British Telecom, η οποία ήταν κρατική από τα τέλη της δεκαετίας του 1940.
Από την άλλη πλευρά, το 1985, το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης αποφάσισε να μην ανακηρύξει τη Μάργκαρετ Θάτσερ επίτιμο διδάκτορά του (όπως συνέβη με όλους τους Βρετανούς πρωθυπουργούς που ήταν απόφοιτοί του), σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την περικοπή των δαπανών προς την ανώτατη εκπαίδευση.
Οι Συντηρητικοί κέρδισαν και τις βουλευτικές εκλογές του 1987. Το 1988 εκφώνησε ομιλία με θέμα την υπερθέρμανση του πλανήτη, την καταστροφή του όζοντος και την όξινη βροχή. Την ίδια χρονιά αντιτάχθηκε σθεναρά στη διαφαινόμενη συγκεντροποίηση της λήψης αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία κατά τη γνώμη της θα οδηγούσε σε ομοσπονδιακές δομές, ενώ η ίδια υποστήριζε ότι ο ρόλος της Ε.Ε. έπρεπε να περιοριστεί στη διασφάλιση του ελεύθερου εμπορίου και του ανόθευτου ανταγωνισμού. Η αντιευρωπαϊκή της πολιτική άρχισε να διχάζει το κόμμα της, δημιουργώντας δύο αντίπαλες τάσεις, μία φιλοευρωπαϊκή και μία αντιευρωπαϊκή. Ο διχασμός αυτός έμελλε να αποβεί μοιραίος και για την ίδια.
Από το 1989, η δημοτικότητά της έφθινε πάλι, λόγω των υψηλών επιτοκίων που έπλητταν τη βρετανική οικονομία. Η θητεία της Μάργκαρετ Θάτσερ άρχισε και τελείωσε με βία. Το 1990 το Λονδίνο γνώρισε τις μεγαλύτερες ταραχές που είδαν πολλές γενιές στο κέντρο του, εξαιτίας του απεχθούς φορολογικού σχεδίου της. Στις 22 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, η Θάτσερ διαβαίνει για τελευταία φορά το κατώφλι του Μπάκινγχαμ ως πρωθυπουργός της χώρας. Συνεργάτες της τής έθεταν όρους για την προσχώρηση της στερλίνας στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, ενώ ένας βουλευτής έθεσε υποψηφιότητα για την προεδρία του κόμματος τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς. Η υποψηφιότητα δεν είχε επιτυχία, αλλά 60 βουλευτές ψήφισαν τον αντίπαλό της ή απείχαν, γεγονός που χαρακτηρίστηκε πρωτοφανές. Άλλοι συνεργάτες της επέμεναν ότι, έπειτα από 10 χρόνια πρωθυπουργίας, ακόμη και αυτό ήταν επιτυχία.
Την ίδια χρονιά, η Μάργκαρετ Θάτσερ πολέμησε με σφοδρότητα την ταχύτατη Επανένωση της Γερμανίας, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Πτώση
Στην εκλογή νέου προέδρου του, το 1990, το κόμμα των Συντηρητικών ήταν βαθιά διχασμένο, τόσο για το θέμα της Ευρώπης όσο και για ζητήματα εσωτερικής φορολογικής πολιτικής. Με αντίπαλο τον πρώην υπουργό της, Michael Heseltine, η Θάτσερ δεν κατόρθωσε να εκλεγεί από τον πρώτο γύρο και, κατόπιν διαβούλευσης με συνεργάτες της, ανακοίνωσε την πρόθεσή της να μην είναι υποψήφια στον επόμενο γύρο. Στήριξε τον Τζων Μέιτζορ, ο οποίος και εξελέγη. Η ίδια παρέμεινε βουλευτής έως τις εκλογές του 1992.
Μετά την παραίτησή της, δημοσκόπηση έδειξε ότι το 52% των ερωτηθέντων θεωρούσε ότι «έκανε καλό στη χώρα», ενώ το 48% διαφωνούσε. Μετά την απόσυρσή της από την πολιτική, το 1992, η Μάργκαρετ Θάτσερ έλαβε τον τιμητικό τίτλο της Βαρόνης από τη βασίλισσα Ελισάβετ, ο οποίος της εξασφάλισε διά βίου συμμετοχή στη Βουλή των Λόρδων.
Το 2002, ανακοινώθηκε ότι οι γιατροί της τής συνέστησαν να μην προβαίνει πλέον σε δημόσιες ομιλίες, για λόγους υγείας. Μικρο-εγκεφαλικά επεισόδια είχαν προκαλέσει ζημιά στην πρόσφατη μνήμη της.
Στις 26 Ιουνίου 2003 πέθανε ο σύζυγός της. Έκτοτε, οι δημόσιες εμφανίσεις της αραίωσαν αρκετά. Τον Ιούνιο του 2004 παρακολούθησε την κηδεία του Ρόναλντ Ρήγκαν και εκφώνησε μαγνητοσκοπημένο λόγο. Στις 13 Οκτωβρίου 2005 γιόρτασε τα 80ά της γενέθλια με πάρτι σε ξενοδοχείο, ενώ στις 11 Σεπτεμβρίου 2007 παρέστη στις εκδηλώσεις μνήμης στην πέμπτη επέτειο από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη. Τον Φεβρουάριο του 2007 παρέστη σε αποκαλυπτήρια ανδριάντα της στο Βρετανικό Κοινοβούλιο, ενώ στις 13 Σεπτεμβρίου 2007 προσεκλήθη από τον πρωθυπουργό Γκόρντον Μπράουν για τσάι στην πρωθυπουργική κατοικία στο νούμερο 10 της Ντάουνινγκ Στριτ.
Οι σταθμοί της πολιτικής της καριέρας:
– βουλευτής, 1959-1992
– μέλος της Βουλής των Λόρδων ως Βαρόνη, 1992- μέχρι σήμερα
– κοινοβουλευτική εκπρόσωπος στο Υπουργείο Συντάξεων, 1961-1964
– υπουργός Παιδείας και Επιστημών, 1970-1974
– ηγέτις της αντιπολίτευσης στη Βουλή των Κοινοτήτων, 1975-1979
– πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, 1979-1990
– υπουργός Οικονομικών, 1979-1990
– υπουργός Δημοσίων Υπηρεσιών, 1979-1990.
Με τιμές αρχηγού κράτους η κηδεία της Θάτσερ
Επίσημη κηδεία με στρατιωτικές τιμές αρχηγού κράτους θα γίνει για την Μάργκαρετ Θάτσερ. Ωστόσο η τελετή της κηδείας της πρώην πρωθυπουργού δεν θα είναι καθ’ ολοκληρία οργανωμένη από το κράτος, όπως είχε ζητήσει η οικογένειά της.
Η τελετή θα γίνει στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Παύλου. Δεν ορίστηκε η ημερομηνία. Οι λεπτομέρειες αναμένεται να δοθούν στην δημοσιότητα εντός των επόμενων ημερών.
«Ένα ευρύ και διαφορετικό φάσμα ανθρώπων και οργανώσεων που συνδεόταν με την βαρόνη Θάτσερ θα προσκληθεί», επισήμανε το γραφείο του Βρετανού πρωθυπουργού-και ηγέτη του Συντηρητικού κόμματος, στο οποίο ανήκε η εκλιπούσα-σε μια σύντομη ανακοίνωσή του.
«Την επιμνημόσυνη τελετή θα ακολουθήσει μια ιδιωτική τελετή καύσης. Όλες οι διευθετήσεις γίνονται με βάση τις επιθυμίες της οικογένειας» της Θάτσερ, προστέθηκε στο κείμενο της ανακοίνωσης του αριθμού 10 της Ντάουνινγκ Στριτ.
Πρώτη καταχώρηση με έκτακτη ανάρτηση 14:53 – Απεβίωσε η Μάργκαρετ Θάτσερ