«Βάπτισε το κρέας ψάρι» ο Γιώργος Αλογοσκούφης , ο οποίος  με ένα  «Non Paper» που διένειμε στους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας προσπαθεί να δικαιολογήσει την Τροπολογία που έχει ξεσηκώσει μερίδα των «Γαλάζιων», αλλά και το σύνολο της Αντιπολίτευσης και των συνδικαλιστικών οργανώσεων, συμπεριλαμβανομένης και της  γαλάζιας ΔΑΚΕ.

Το «non paper», που αποτελείται από δυόμισι σελίδες, επιχειρεί να επαναφέρει το προσφιλές στη Νέα Δημοκρατία ζήτημα των «ρετιρέ» στις αποδοχές των εργαζομένων, αυτήν την φορά όσον αφορά στις ΔΕΚΟ, φέρνοντας σε αντιπαράθεση τον μέσο μισθό στον Δημόσιο Τομέα σε σύγκριση με αυτόν στις ΔΕΚΟ.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Μάλιστα κάνοντας λόγο για ανάγκη εξορθολογισμού στους Οργανισμούς του Δημοσίου, εμφανίζει στοιχεία που δείχνουν ότι η μέση αμοιβή των δημοσίων υπαλλήλων είναι 3.091,43 ευρώ στο δημόσιο τομέα, έναντι 1.574,21 στον ιδιωτικό. Δεν αναφέρει όμως τίποτα για τους παχυλούς μισθούς και τα μπόνους των διοικητών και των μελών των διοικήσεων των διοικήσεων των ΔΕΚΟ, εναντίον των οποίων έστρεψαν την κριτική τους ακόμη και βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος.

Το «non paper» έχει ως στόχο να αποκαταστήσει στο εσωκομματικό περιβάλλον την αξιοπιστία του Υπουργού Οικονομίας και να «εξοπλίσει» τους βουλευτές με επιχειρήματα, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στα ερωτήματα που τίθενται στη Βουλή για το Νομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομίας και την επίμαχη Τροπολογία.

Η zougla.gr παρουσιάζει ολόκληρο το “non paper” του κυρίου Αλογοσκούφη και βγάλτε τα συμπεράσματά σας:

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Συλλογικές διαπραγματεύσεις και αμοιβές στις ΔΕΚΟ

Οι τροποποιήσεις που γίνονται στο άρθρο 13 του Ν. 3429/05 και αφορούν το νεοπροσλαμβανόμενο προσωπικό των δημοσίων επιχειρήσεων στοχεύουν στον εξορθολογισμό των δαπανών των επιχειρήσεων αυτών, στην εξασφάλιση της βιωσιμότητάς τους και στη μείωση της επιβάρυνσης που προκαλούν στο κοινωνικό σύνολο (μέσω επιχορηγήσεων, καταπτώσεων εγγυήσεων κλπ). Οι δημόσιες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν εξαιρετικά υψηλό λειτουργικό κόστος το οποίο σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο υψηλό εργασιακό κόστος. Το κόστος από τους μισθούς του υφιστάμενου προσωπικού είναι δυσανάλογο των οικονομικών αντοχών και δυνατοτήτων τους, εάν  δε παραμείνει στα ίδια επίπεδα και για τους νεοπροσλαμβανόμενους, οι οποίες προσπάθειες εξυγίανσης θα είναι καταδικασμένες εκ των προτέρων σε αποτυχία.

Στο πλαίσιο αυτό, οι προτεινόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις είναι απαραίτητες για τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων αυτών, και  κατ’ επέκταση για τη διασφάλιση των θέσεων εργασίας και του εργασιακού καθεστώτος των εργαζομένων. Να σημειωθεί, επιπλέον, ότι με τις ρυθμίσεις αυτές δεν προσβάλλονται τα κεκτημένα του υφιστάμενου προσωπικού: δίνεται η δυνατότητα διαφοροποίησης του καθεστώτος που θα προσληφθεί από τώρα και στο εξής, προσδοκώντας σε μία μεσοπρόθεσμη μείωση του κόστους εργασίας στις δημόσιες επιχειρήσεις. Η ανάγκη αυτή είναι επιτακτική, ειδικά για ορισμένες από αυτές, καθώς στα επόμενα έτη θα κληθούν να λειτουργήσουν σε ανταγωνιστικό περιβάλλον, αφού οι αγορές θα πρέπει να ανοίξουν (π.χ. ΟΣΕ στη σιδηροδρομική αγορά). Το μοντέλο έχει ήδη δοκιμαστεί και εφαρμοστεί με επιτυχία στην περίπτωση του ΟΤΕ, όπου το νέο προσωπικό προσλαμβάνεται με τον κανονισμό εργασίας της COSMOTE.

Η προσθήκη που γίνεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 14 του ίδιου νόμου και η οποία προβλέπει τον καθορισμό από τη Διυπουργική Επιτροπή ανώτατων ορίων στις μισθολογικές αυξήσεις, καθίσταται αναγκαία για λόγους δημόσιου συμφέροντος, δεδομένου ότι αφορά σε επιχειρήσεις που επιχορηγούνται από το Δημόσιο. Με βάση αυτό το γεγονός, είναι ζωτικής σημασίας για την οικονομία της χώρας και τη σταδιακή βελτίωση της οικονομικής εικόνας των επιχειρήσεων αυτών, οι όποιες αυξήσεις σε μισθούς να δίνονται όχι μόνο με βάση τις πραγματικές δυνατότητες του κρατικού προϋπολογισμού (από τον οποίο άλλωστε και καλύπτονται), αλλά και με βάση τις αντικειμενικές οικονομικές δυνατότητες της κάθε επιχείρησης.

Η προτεινόμενη ρύθμιση, η οποία προβλέπει την προσφυγή στη διαιτησία με κοινή απόφαση των εργαζομένων και επιχείρησης και μετά από σύμφωνη γνώμη της Διυπουργικής  Επιτροπής Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών για τις επιχειρήσεις που επιχορηγούνται από το Δημόσιο, σκοπό έχει την εξυγίανση συνολικά του θεσμικού πλαισίου των εργασιακών διαπραγματεύσεων στις ΔΕΚΟ.  Η μονομερής προσφυγή στον ΟΜΕΔ είναι μία ελληνική πρακτική και δεν βρίσκει εφαρμογή σε άλλες χώρες της Ε.Ε. Τα τελευταία 10 χρόνια, μάλιστα, παρατηρείται κατάχρηση της δυνατότητας μονομερούς προσφυγής, η οποία έχει ουσιαστικά οδηγήσει στην κατάργηση της αρχής της ελεύθερης και συλλογικής διαπραγμάτευσης, όπως αυτή καθιερώνεται από το Σύνταγμα, ενώ παράλληλα έχουν εκδοθεί αποφάσεις του ΟΜΕΔ, οι οποίες δεν λαμβάνουν τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες των επιχειρήσεων. Έχοντας τη δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στον ΟΜΕΔ, τα σωματεία προσέρχονται στις διαπραγματεύσεις με εξαιρετικά υψηλές απαιτήσεις, θεωρώντας ότι με την τελική προσφυγή στον ΟΜΕΔ η διαιτησία θα τοποθετηθεί κατά μέσον όρο ανάμεσα στις θέσεις διοίκησης και εργαζομένων, αποφασίζοντας έτσι αυξήσεις δυσβάσταχτες για τον προϋπολογισμό και τις επιχειρήσεις και επιδικάζοντας προνόμια και αυξήσεις που είναι σαφώς υψηλότερα από τις οικονομικές δυνατότητες των επιχειρήσεων και από το τι συμβαίνει στον ιδιωτικό τομέα.

Ιστορικά, το θεσμικό πλαίσιο για τη λειτουργία του ΟΜΕΔ έχει οδηγήσει κατά καιρούς σε εξαιρετικά υψηλές αυξήσεις (π.χ. φέτος στην ΟΑ άνω του 7% χωρίς να υπολογίζονται οι ωριμάνσεις, άρα συνολικές άνω του 10%), ενώ έχουν αποφασισθεί και θεσμικές παροχές όπως αυξημένος αριθμός των ρεπό ή/και υψηλά εφάπαξ για τη συνταξιοδότηση. Στις περισσότερες δε περιπτώσεις, οι αποφάσεις διαιτησίας βρίσκονται σε εξαιρετικά ευνοϊκότερα επίπεδα από το στενό δημόσιο και σίγουρα από τον ιδιωτικό τομέα.

Τα κενά της διαδικασίας αυτής έχουν επισημανθεί ήδη από το 2003 και από τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας , η οποία έχει προβεί σε σχετικές συστάσεις προς την Ελλάδα για την τροποποίηση και βελτίωση του κανονιστικού πλαισίου της διαιτησίας, ώστε η μονομερής προσφυγή να είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας, όπως συμβαίνει στη χώρα μας.

Χαρακτηριστικά των αμοιβών των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ         

Η μέση ετήσια αμοιβή στις ΔΕΚΟ (περιλαμβάνονται ασφαλιστικές εισφορές) ανέρχεται το 2007 σε 43.280 ευρώ (αύξηση 7,7% σε σχέση με το 2006), έναντι 27.174 για το σύνολο της οικονομίας και 23.405 για τον ιδιωτικό τομέα.

Σε πραγματικούς όρους (τιμές του 2005), η μέση αμοιβή στις ΔΕΚΟ ανέρχεται σε 40.753 ευρώ έναντι 25.587 ευρώ για το σύνολο της οικονομίας και 22.039 για τον ιδιωτικό τομέα.

Να σημειώσουμε εδώ ότι οι εργαζόμενοι στις Δημόσιες Επιχειρήσεις είναι ευνοημένοι ακόμα και σε σχέση με τους εργαζόμενους στο στενό δημόσιο τομέα, καθώς οι αυξήσεις που λαμβάνουν ως αποτέλεσμα των Επιχειρησιακών Συλλογικών Συμβάσεων ξεπερνούν αυτές του υπόλοιπου δημόσιου τομέα. Αυτός είναι ο λόγος που δικαιολογεί  την ύπαρξη εξαιρετικά υψηλών αποκλίσεων των απολαβών του στενού δημόσιου τομέα από αυτές των δημόσιων επιχειρήσεων.

Είναι επίσης ενδεικτική η κατανομή των αμοιβών και η συσσώρευση των περισσότερων εργαζομένων σε υψηλά εισοδηματικά κλιμάκια: για παράδειγμα στην ΕΑΒ Α.Ε. , το 56% των εργαζομένων βρίσκεται σε κλιμάκιο αμοιβών από 30.000-50.000 ευρώ ενώ στην ΗΣΑΠ Α.Ε. το 73% των εργαζομένων βρίσκεται στο κλιμάκιο  30.000-70.000 ευρώ.

Η κατανομή ανάμεσα σε πρωτεύουσες (τακτικές) και δευτερεύουσες αμοιβές είναι επίσης σημαντική, καθώς πολύ συχνά γίνεται αναφορά ή δίνεται έμφαση μόνο στις πρωτεύουσες αμοιβές: για παράδειγμα, στον ΟΣΕ οι μέσες ετήσιες τακτικές αποδοχές ανέρχονται σε 32.273 ευρώ, ενώ οι μέσες συνολικές αμοιβές σε 52.457 ευρώ (2.305 και 3.747 ανά μήνα περιλαμβανομένων των υπερωριών). Αυτό το θέμα άπτεται και του ζητήματος προσφυγής στον ΟΜΕΔ: σε πολλές περιπτώσεις ο ΟΜΕΔ καλείται να αποφασίσει επί θεσμικών αιτημάτων των εργαζομένων τα οποία δεν έχουν αποτιμηθεί, δημιουργώντας εξαιρετικά υψηλές δευτερεύουσες απολαβές οι οποίες και σε πολλές περιπτώσεις αποτελούν σημαντικό μέρος των τακτικών απολαβών. 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης