Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια χώρα που τη θεωρούσαν υπόδειγμα δημοκρατίας για την Αφρική. Το Μάλι, όμως, γνώρισε αναταραχή παρόμοια με εκείνη σε χώρες στο Κέρας της Αφρικής, έπειτα από στρατιωτικό πραξικόπημα που ανέτρεψε την εκλεγμένη κυβέρνηση, τον Μάρτιο του 2012.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Το κενό εξουσίας επέτρεψε στους επαναστάτες Τουαρέγκ και στους ισλαμιστές συμμάχους τους να καταλάβουν το βόρειο μισό της χώρας, που περιβάλλει μια τεράστια έρημο και έχει το μέγεθος περίπου της Γαλλίας.

Ύστερα από μήνες μάταιη προσπάθεια συνεργασίας των ανομοιογενών συμμάχων, το πολιτικό κίνημα των Τουαρέγκ απωθήθηκε από τον Βορρά, ο οποίος έπεσε αποκλειστικά στα χέρια των ισλαμιστών.

Οι δημοκρατικές αρχές του Μάλι έκαναν έκκληση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, να εξουσιοδοτήσει τις αφρικανικές δυνάμεις να επέμβουν ώστε να ανακαταλάβουν το βόρειο τμήμα της χώρας. Τούτο και εγκρίθηκε τον Δεκέμβριο του 2012.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ώσπου να οργανωθεί η αφρικανική δύναμη, οι ισλαμιστές αντάρτες άρχισαν να προωθούνται προς Νότο και είχαν φτάσει στα πρόθυρα της πρωτεύουσας Μπαμάκο τον Ιανουάριο, καταλαμβάνοντας την στρατηγική πόλη Κόνα. Η κυβέρνηση του Μάλι τότε ζήτησε βοήθεια από τη Γαλλία.

Ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ αντέδρασε άμεσα, ανακοινώνοντας πως η χώρα του είναι έτοιμη να βοηθήσει το Μάλι, και έτσι τα πρώτα γαλλικά στρατεύματα εστάλησαν εκεί στις 11 Ιανουαρίου. Αμέσως άρχισαν βομβαρδισμοί από γαλλικά μαχητικά εναντίον ανταρτικών θέσεων.

Σταδιακά οι γαλλικές δυνάμεις κατόρθωσαν να ανακαταλάβουν τις πόλεις του Βορρά, περιορίζοντας τους ισλαμιστές αντάρτες στην έρημο και στους ορεινούς όγκους της αχανούς χώρας.

Για τα γαλλικά φιλοκυβερνητικά Μέσα, «η γαλλική επέμβαση στο Μάλι αποτελούσε μια ευκαιρία να εφαρμοστούν τα μαθήματα της εξωτερικής πολιτικής που είχαν αντληθεί από το Ιράκ και το Αφγανιστάν, από τη μάχη εναντίον της τρομοκρατίας».

Όπως υποστηρίζει η ιστοσελίδα της «Le Monde Diplomatique», «όταν ο ιστορικός του μέλλοντος θα περιγράφει τις γαλλικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Μάλι των αρχών του 21ου αιώνα, ίσως τις χαρακτηρίσει “στρατηγικό λόξιγκα” που εντάσσεται στο πολιτικό-στρατιωτικό κλίμα της εποχής».

Στην πραγματικότητα, όμως, έχει ξεκινήσει η μεγάλης κλίμακας εισβολή στην Αφρική. Ήδη οι ΗΠΑ έχουν αρχίσει την ανάπτυξη στρατευμάτων σε 35 αφρικανικές χώρες, αρχίζοντας από τη Λιβύη, το Σουδάν, την Αλγερία και τον Νίγηρα. Μάρτυράς μου, το Ασοσιέιτεντ Πρες και το τηλεγράφημα που εστάλη ανήμερα τα Χριστούγεννα. Κάτι που παρασιωπήθηκε από τα άλλα ΜΜΕ του συρμού, που υποτίθεται ότι ενημερώνουν όχι μόνο το αγγλοαμερικανικό κοινό, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος του δυτικού κόσμου.

Η εισβολή στην Αφρική δεν έχει να κάνει με τον πολυδιαφημισμένο κίνδυνο που αποκαλείται ισλαμισμός, αλλά με τα πλούσια κοιτάσματα χρυσού και ουρανίου. Υποκρύπτει, ακόμη, μια απευθείας σύγκρουση με την Κίνα, που ήδη είχε αρχίσει να δραστηριοποιείται στη Μαύρη Ήπειρο.
Μόνο που η Κίνα είχε αρχίσει εμπορικές δραστηριότητες σε αφρικανικές χώρες -όπως η Λιβύη- με κανονικές διακρατικές συμφωνίες, ενώ οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους χρησιμοποιούν τα βίαια μέσα που έχουν επιδειχθεί στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στο Πακιστάν, στην Υεμένη, στη Λιβύη και στην Παλαιστίνη.

Δεν πρόκειται για νέο Ψυχρό Πόλεμο, όπως περιγράφεται από τα δυτικά Μέσα, αλλά για έναν θερμό ιερό πόλεμο εναντίον ισλαμιστών, που πήραν τη θέση της κομμουνιστικής συνωμοσίας.
Όλα θυμίζουν την αμερικανική Στρατιωτική Διοίκηση για την Αφρική στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν η AFRICOM είχε δημιουργήσει ένα δίκτυο Αφρικανών δικτατόρων, λαίμαργων να αντλήσουν αμερικανικές δωροδοκίες και εξοπλισμούς. Το σύστημα της αμερικανικής διείσδυσης αναβίωσε τον περασμένο χρόνο, με τη δημιουργία της αμερικανικής επιχείρησης «African Endeavor» και στόχο τις ένοπλες δυνάμεις 34 αφρικανικών χωρών. Εκεί, Αμερικανοί εκπαιδευτές ανέλαβαν να γαλουχήσουν στα αμερικανικά στρατιωτικά ιδεώδη «στρατιώτης προς στρατιώτη» από Αφρικανούς στρατηγούς έως απλούς υπαξιωματικούς.

Απώτερος στόχος, να γκρεμιστούν όσα με τόσο ιδρώτα είχαν οικοδομήσει στον υπερήφανο απελευθερωτικό αγώνα εναντίον των Ευρωπαίων αποικιοκρατών μορφές όπως ο Πατρίς Λουμούμπα και ο Νέλσον Μαντέλα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ανατολικό Κογκό, όπου ένας θησαυρός στρατηγικών αποθεμάτων μεταλλευμάτων σε περιοχές που ελέγχονται από τους εθνικιστές αντάρτες, γνωστούς ως Μ23, διεκδικούνται από τη Ρουάντα και την Ουγκάντα για λογαριασμό των ΗΠΑ.

Από καιρό υπάρχουν σχέδια του ΝΑΤΟ -με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από τον ανανεωμένο αποικιοκρατικό ζήλο της Γαλλίας- και οι πόλεμοι στην Αφρική μπήκαν πάλι στο μικροσκόπιο από το 2011, όταν ο αραβικός κόσμος έδειξε να προσπαθεί να απαλλαγεί από τους Μουμπάρακ και τους άλλους πελάτες της Ουάσιγκτον και της Ευρώπης.

Αυτό είχε προκαλέσει την υστερία στις αυτοκρατορικές πρωτεύουσες, οι οποίες, αντί να στείλουν τα βομβαρδιστικά του ΝΑΤΟ στην Τύνιδα ή στο Κάιρο -που φαινομενικά μόνο τα έχαναν από την επιρροή τους-, βρήκαν ευκαιρία να βγάλουν από τη μέση τον παλιό τους αντίπαλο Μουαμάρ Καντάφι, που είχε θρονιαστεί πάνω στα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου της Αφρικής.

Τότε, η φυλή της Σαχάρας, οι Τουαρέγκ, που είχαν τύχει προστασίας από τους Βερβερίνους μαχητές του Καντάφι, επέστρεψαν στις νομαδικές τους περιοχές στη νότια Αλγερία και στο βόρειο Μάλι. Περιοχές που διεκδικούν να αποκτήσουν το δικό τους κράτος από τη δεκαετία του ’60. Ο Πάτρικ Κόκμπερν υποστηρίζει από τη στήλη του στην ιστοσελίδα «Counterpunch» ότι, ενώ μας έχουν περάσει ότι «ο κίνδυνος είναι η Αλ Κάιντα, περισσότερο φοβούνται στη Δύση τους Τουαρέγκ στη βορειοδυτική Αφρική, επειδή ζουν σε περιοχές πλούσιες σε πετρέλαιο, φυσικό αέριο, ουράνιο και άλλα πολύτιμα μεταλλεύματα».

Είναι κωμικό το επιχείρημα περί προστασίας από την «ισλαμική τρομοκρατία». Αποτελεί απλώς μια προσπάθεια να δικαιολογήσουν την κλοπή του αφρικανικού πλούτου. Και αυτήν την άποψη προωθούν τα δυτικά Μέσα, με πρώτα και καλύτερα το BBC και το CNN.

Ο ακροδεξιάς κατεύθυνσης Σμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι, σύμβουλος για θέματα ασφαλείας του Δημοκρατικού προέδρου Τζίμι Κάρτερ, από το 1979 είχε εκδώσει οδηγίες για τον «πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας». Από τότε και επί 17 χρόνια, μεγάλα ποσά αμερικανικών τραπεζών είχαν διατεθεί για την εκπαίδευση εξτρεμιστών του ιερού πολέμου, της Τζιχάντ, δημιουργώντας μια γενιά φανατικών, που παραμένουν ανεξέλεγκτοι (;) – ή μήπως χρησιμοποιούνται πλέον ως πρόφαση για τα νέα αποικιοκρατικά σχέδια;…

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης