Ισχυρό πονοκέφαλο προκαλούν στο υπουργείο Ναυτιλίας και Αιγαίου οι συνεχείς «παρεμβολές» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού για τη λιμενική βιομηχανία της χώρας, αφού, με τον τρόπον, αυτό καθυστερεί η υλοποίηση του σχεδιασμού αξιοποίησής της μέσω ιδιωτικοποιήσεων, σύμφωνα με τις μνημονιακές υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η Ελλάδα.
Μετά την απόφαση της Επιτροπής, να ανοίξει και επίσημα το φάκελο «κρατικές ενισχύσεις» για τις φορολογικές ελαφρύνσεις που απολαμβάνει η Cosco, στην οποία έχουν παραχωρηθεί έπειτα από διεθνή διαγωνισμό οι προβλήτες ΙΙ και ΙΙΙ του Σταθμού Εμπορευματοκιβωτίων του λιμανιού του Πειραιά, σειρά παίρνει και ο ΟΛΠ.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί να μάθει όλες τις λεπτομέρειες για την «προίκα» που έχει κληρονομήσει το μεγάλο λιμάνι από την περίοδο που ήταν ΔΕΚΟ, βραχυκυκλώνοντας έτσι, για άλλη μια φορά, τους σχεδιασμούς του υπουργείου.
Σημειώνεται μάλιστα ότι ανάλογη έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη και για τον ΟΛΘ.
Από τη μία δηλαδή, η τρόικα (Ε.Ε. – ΕτΕ – ΔΝΤ) πιέζει για άμεσες ιδιωτικοποιήσεις και, από την άλλη, ένα όργανο της Ενωσης βάζει συνεχώς «τρικλοποδιές» στην προσπάθεια της κυβέρνησης να ανταποκριθεί στα χρονοδιαγράμματα.
Συγκεκριμένα, ο βασικός μέτοχος πλέον των ΟΛΠ, το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου, άνοιξε δίαυλο επικοινωνίας με την Επιτροπή Ανταγωνισμού της Ε.Ε., η οποία, μέσω του Ταμείου, ζητεί να κάνει «φύλλο και φτερό» τα μυστικά της λειτουργίας του ΟΛΠ, εν όψει της ιδιωτικοποίησής του. Κι αυτό γιατί πρόκειται για ανώνυμη εταιρεία, η οποία λειτουργεί όμως με τα πλεονεκτήματα ενός δημόσιου Οργανισμού. Πλεονεκτήματα τα οποία πιθανότητα δεν θα απολαμβάνουν οι ιδιώτες που θα ενδιαφερθούν για τις σχεδιαζόμενες από την κυβέρνηση παραχωρήσεις.
Στο μεγεθυντικό φακό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχουν μπει τέσσερα καυτά ζητήματα.
Αυτά είναι: το αντάλλαγμα που δίνει ο ΟΛΠ στο ελληνικό κράτος, αφού του έχει παραχωρηθεί η έκταση από το ελληνικό Δημόσιο, τα προνόμια που απολαμβάνει μέσω του αναγκαστικού νόμου του 1950, οι ρυθμίσεις για τις αποσβέσεις αλλά και μια σειρά πρόσθετων προνομίων.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά το αντάλλαγμα που καταβάλλει ο ΟΛΠ, η Επιτροπή ζητεί να μάθει ποια είναι η αναλογία του ανταλλάγματος σε σχέση με τα καθαρά κέρδη της εταιρείας ανά έτος, ενώ παράλληλα ζητεί να μάθει τη μεθοδολογία βάσει της οποίας προσδιορίστηκε ο συγκεκριμένος συντελεστής (2%).
Αναφορικά με το νόμο 1959/1950, μέσω των διατάξεών του, ο ΟΛΠ έχει απαλλαγές και ατέλειες στις συναλλαγές του. Για παράδειγμα, ο ΟΛΠ φέρεται να μην υπόκειται σε φόρους, τέλη, δικαιώματα και επιβαρύνσεις οποιουδήποτε είδους, που πρόκειται να επιβληθούν στο Δημόσιο ή την Τοπική Αυτοδιοίκηση ή σε τρίτα πρόσωπα.
Παράλληλα, όλες οι συναλλαγές της εταιρείας δεν υπόκεινται σε τέλη χαρτοσήμου, ενώ ο ΟΛΠ δεν υπόκειται σε δασμούς ή κρατήσεις υπερημερίας για εισαγωγές μηχανημάτων, εφοδίων που προορίζονται για έργα στις εγκαταστάσεις του λιμανιού.
Η Επιτροπή ζητεί να γίνει εκτίμηση για το ύψος της ετήσιας επιβάρυνσης του ΟΛΠ, στην περίπτωση που δεν είχε τα συγκεκριμένα προνόμια.
Πρόσθετα προνόμια
Επιπλέον, ο ΟΛΠ φέρεται να έχει στη διάθεσή του μια ακόμη σειρά ειδικών προνομίων, όπως είναι η μη δυνατότητα κατάσχεσης της περιουσίας του, αλλά και οι βραχύτερες προθεσμίες παραγραφής που προβλέπεται για αξιώσεις κατά του Δημοσίου, οι οποίες εφαρμόζονται και για τον ΟΛΠ. Ζητούμενο για τον ΟΛΠ είναι να προβεί σε εκτίμηση των ωφελειών που είχε σε ετήσια βάση τα τελευταία χρόνια από τα ανωτέρω.
Αποσβέσεις
Τελευταίο ζήτημα προς διευκρίνιση που θέτει η Επιτροπή Ανταγωνισμού της Ε.Ε. είναι και η δυνατότητα που έχει ο ΟΛΠ να εφαρμόσει μειωμένους συντελεστές απόσβεσης, ενώ τα υπόλοιπα λιμάνια της χώρας (Οργανισμοί Λιμένων) εφαρμόζουν τις γενικές διατάξεις.
Σημειώνεται, πάντως, ότι η Επιτροπή, στην προκειμένη περίπτωση, δεν εξετάζει το γεγονός ότι ο ΟΛΠ, από το 1995 έχει επενδύσει εκατοντάδες εκατ. ευρώ σε υποδομές που δεν του ανήκουν, αφού είναι παραχωρησιούχος. Επιπλέον, για τα συγχρηματοδοτούμενα με την Ε.Ε. έργα η εταιρεία, τις περισσότερες φορές, δεν εισπράττει την επιχορήγηση.