Θα μπορούσε και να τιτλοφορείται «Το χρονικό μιας προαναγγελθείσας φάρσας». Ο λόγος για τις δημοσιευθείσες πληροφορίες περί ενός πραξικοπήματος, το οποίο δεν έγινε ποτέ. Η ιστορία είναι γνωστή άλλωστε.
Μεταξύ της 26ης Οκτωβρίου και της 1ης Νοεμβρίου του σωτηρίου έτους 2011, η χώρα συνταρασσόταν από πάσης φύσεως διαμαρτυρίες, φραστικούς προπηλακισμούς πολιτικών, μαζικές κινητοποιήσεις, κινήσεις παρακρατικών, ιδιαιτέρως στη Θεσσαλονίκη, ακόμη και απαράδεκτες ενέργειες περιορισμένου αριθμού ατόμων εναντίον του Προέδρου της Δημοκρατίας, κατά την ακυρωθείσα -εκ των πραγμάτων- στρατιωτική παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου.
Είναι, επίσης, γνωστό ότι, κατά τις δραματικές διαβουλεύσεις του Γ. Παπανδρέου στις Κάννες, ο τότε πρωθυπουργός μίλησε στους Σαρκοζί και Μέρκελ για τους ενδόμυχους φόβους του περί εκτροπής.
Έναν χρόνο αργότερα και ενώ το πολιτικό σύστημα και οι συστημικοί σύμμαχοί του αναταράσσονται από τις καθημερινές πλέον αποκαλύψεις περί διαπλοκής (Λίστα των 36) καθώς και από τις μαγνητικές τομογραφίες που αποτυπώνουν τα ίχνη της διαφθοράς (Υπόθεση Καρούζου – Ρέστη – Real Estate κ.λπ.), επιχειρείται -μάλλον με άκομψο τρόπο- η επαναφορά του φαντάσματος ενός Πραξικοπήματος ως μέσον υπενθύμισης πως η εκτροπή καραδοκεί.
Αυτήν όμως τη φορά, μία καθαρά ενδοπασοκική διαμάχη μεταξύ κυρίως του Ευάγγελου Βενιζέλου και του Πάνου Μπεγλίτη στο Υπουργείο Άμυνας κατέληξε να αποτελέσει υλικό για την προσομοίωση μιας επαπειλούμενης εκτροπής.
Είναι γνωστό τοις πάσι και κυρίως σε εκείνους που διαβιούσαν στην Ιπποκράτους πως ο Πάνος Μπεγλίτης τοποθετήθηκε στη θέση του αναπληρωτή υπουργού ως χωροφύλακας του Ευάγγελου Βενιζέλου. Η συμβίωσή τους ήταν εξαρχής δύσκολη. Τα χνώτα του κ. Βενιζέλου ταίριαζαν με εκείνα του αρχηγού ΓΕΣ κ. Φράγκου Φραγκούλη. Τα χνώτα του κ. Μπεγλίτη αναγκαστικά ταίριαξαν με τα χνώτα του ακραιφνούς «Ανδρεϊκού» υποστρατήγου Τόσκα. Η διαμάχη έλαβε επικές διαστάσεις.
Μετά την τοποθέτηση του Ευάγγελου Βενιζέλου στη θέση του αντιπροέδρου της κυβέρνησης και του υπ. Οικονομικών, ο Πάνος Μπεγλίτης έμεινε μόνος στο Πεντάγωνο. Οι σχέσεις του με τον Φραγκούλη Φράγκο εξακολούθησαν να δοκιμάζονται από έντονη καχυποψία. Εν μία νυκτί, αρκετά αργότερα, η στρατιωτική ηγεσία καρατομήθηκε, για πρώτη φορά εν τω συνόλω της στην περίοδο της Μεταπολίτευσης.
Οι συγκεκριμένες πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν από την κυριακάτικη έκδοση της εφημερίδας «Το Βήμα» δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας. Στοχοποιούν ως «εγκέφαλο» ενός μη πραγματοποιηθέντος πραξικοπήματος, εμμέσως μεν αλλά σαφώς, τον τότε αρχηγό ΓΕΣ Φράγκο Φραγκούλη. Παρά τις «φιλοφρονήσεις» και τα «κομπλιμέντα» για το στρατιωτικό ταλέντο του αξιωματικού, η αιχμή είναι ξεκάθαρη.
Ένα έμπειρο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, που είναι σε θέση να ανιχνεύει τις προθέσεις των βαρόνων της Ιπποκράτους, νυν και πρώην, αλλά και που διαθέτει τον τρόπο να γνωρίζει την πορεία του συγκεκριμένου αξιωματικού, δεν κρύβει τις σκέψεις του. Ο Γιώργος Λιάνης μίλησε στη zougla.gr για το δημοσίευμα και επεσήμανε τα εξής ενδιαφέροντα:
«Δεν υπάρχουν πραξικοπήματα που δεν έγιναν. Αν έχουν σχεδιαστεί πραξικοπήματα, έστω κι αν δεν πραγματοποιήθηκαν, έχουν γίνει. Τρανό παράδειγμα ο Ταγίπ Ερντογάν με τις υποθέσεις ”Ergenekon” και ”Βαριοπούλα”. Είχε αποδείξεις, συνέλαβε τους αξιωματικούς και τους καταδίκασε. Αν λοιπόν υπάρχουν επίορκοι αξιωματικοί και αποδείξεις περί σχεδιασμού εκτροπής, τότε να συλληφθούν πάραυτα και να προσαχθούν σε δίκη.
Από την άλλη μεριά όμως και κατά την περίοδο της θητείας του πρώην πρωθυπουργού (εννοεί τον Γ. Παπανδρέου), πολλοί ήταν εκείνοι στο περιβάλλον του και στην Ιπποκράτους που εφεύρισκαν πραξικοπήματα, για να δικαιολογήσουν την πτώση του. Είναι εκείνοι που χαρακτήρισαν ”κοινοβουλευτικό πραξικόπημα” τη δική μου παραίτηση και την παραίτηση της επόμενης ημέρας του Γιώργου Φλωρίδη».
Όσον αφορά αυτό καθαυτό το δημοσίευμα, ο κ. Λιάνης επισημαίνει: «Με στεναχωρεί αφάνταστα πώς αυτό το δημοσίευμα είδε το φως από μία εφημερίδα που τη θεωρώ μεγάλη και στην οποία έχω εργαστεί. Κυρίως με ενοχλεί η ανάμειξη του ονόματος του θεσμού, του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Ο συγκεκριμένος αξιωματικός, κατά το δημοσίευμα πάντα,
(O πρώην υπουργός Εθνικής Άμυνας δεν έχει τοποθετηθεί επίσημα για την υπόθεση)
Εκτός πραγματικότητας χαρακτηρίζει ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, Πάνος Παναγιωτόπουλος, δημοσιεύματα στον κυριακάτικο Τύπο (αλλά και στο Διαδίκτυο) περί πραξικοπήματος που ετοίμαζαν στρατιωτικοί την περίοδο της διακυβέρνησης Γ. Παπανδρέου και συγκεκριμένα τον Νοέμβριο του 2011.
Κληθείς να σχολιάσει τα εν λόγω δημοσιεύματα, ο κ. Παναγιωτόπουλος διαβεβαίωσε πως «οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις ήταν, είναι και θα είναι προσηλωμένες στο καθήκον που τους έχει τάξει το Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας και ο Ελληνικός Λαός: να διασφαλίζουν και να κατοχυρώνουν την Εθνική Ανεξαρτησία, την Κυριαρχία και την Εθνική Ακεραιότητα της χώρας». «Όλα τα άλλα», συμπλήρωσε, «είναι εκτός πραγματικότητας».
Από την πλευρά του, με επίσημη δήλωσή του, ο πρώην διοικητής της ΕΥΠ, Κωνσταντίνος Μπίκας, ξεκαθαρίζει ότι «επί προηγούμενης Διοίκησης, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών ουδέποτε ενημέρωσε τον τότε Πρωθυπουργό κ. Γιώργο Παπανδρέου για ενδεχόμενο πραξικόπημα».
«Επίσης», προσθέτει, «η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών ουδέποτε έγινε αποδέκτης από άλλη Αρχή σχετικών Πληροφοριών, ώστε να προβεί στις από τον νόμο προβλεπόμενες ενέργειες για την προστασία του Δημοκρατικού Πολιτεύματος».
«Στοιχεία περί επικείμενου πραξικοπήματος δεν είχαν περιέλθει σε γνώση του τότε πρωθυπουργού, Γιώργου Α. Παπανδρέου» υπογραμμίζεται σε ανακοίνωση από το Γραφείο του κ. Παπανδρέου και υπενθυμίζεται ότι ανάλογες πληροφορίες είχαν δει το φως της δημοσιότητας τον Νοέμβριο του 2011 σε ευρωπαϊκά Μ.Μ.Ε. και είχαν διαψευστεί.
Στην ίδια ανακοίνωση σημειώνεται ότι «στόχος της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ ήταν η διασφάλιση της ικανότητας, της δυνατότητας και της αποτελεσματικότητας των Ενόπλων Δυνάμεων να υπερασπίζονται τη χώρα και να εμπεδώνουν το αίσθημα της ασφάλειας στον Ελληνικό λαό».
Επιπλέον, τονίζεται ότι «οι περσινές κρίσεις στις Ένοπλες Δυνάμεις έγιναν με βάση τα προβλεπόμενα και τη νομιμότητα και διασφάλιζαν το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων στο πλαίσιο πάντα της αποστολής τους, όπως καθορίζεται από το Σύνταγμα και τους νόμους, με σεβασμό στις αρχές της αξιοκρατίας και της διαφάνειας».