Την εικόνα στο σημείο της ακτής στα Πλατανίδια, το οποίο προσέγγιζε με τη βάρκα του μετά από 380 μέρες στη θάλασσα, τη θυμάται σαν χθες και ας έχουν περάσει έξι καλοκαίρια.

Στη μνήμη του έχει χαραχθεί η στιγμή που η οικογένεια του, ντόπιοι και τουρίστες, οι αρχές του τόπου, τον υποδέχθηκαν θερμά με ένα δυνατό χειροκρότημα και εκδηλώσεις προς τιμήν του. Σαν άλλος Βίκινγκ έγραψε τη δική του ιστορία κωπηλατώντας από τη χώρα του, τη Νορβηγία, μέχρι τα Πλατανίδια. Ενα περιπετειώδες ταξίδι που επέλεξε να βιώσει και δεν ήταν το πρώτο. Ούτε, όμως, και το τελευταίο, με ρίσκο και δυσκολίες, σύμφωνα με τα άμεσα μελλοντικά σχέδιά του.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Τον Ίβαρ Παπαδόπουλο Σάμουελσεν συναντήσαμε στην Αγριά, στο ξενοδοχείο «Μπάλλας». Ο ριψοκίνδυνος θαλασσοπόρος, η Ελληνίδα σύζυγός του Κυριακή Παπαδοπούλου Σάμουελσεν και τα δυο τους αγόρια έχουν γίνει σιγά-σιγά ένα μόνιμο κομμάτι της καλοκαιρινής εικόνας του Αγίου Βλασίου. Εκεί, όπου πριν 24 χρόνια πραγματοποίησαν το όνειρό τους να αγοράσουν ένα δικό τους σπίτι στην Ελλάδα.

Έκτοτε κάθε καλοκαίρι παραθερίζουν στον Άγιο Βλάσιο. Ταξιδεύουν με προορισμό το Πήλιο συμβατικά… με τις ανέσεις τους σε μέσα μεταφοράς. Εκτός από εκείνο το καλοκαίρι του 2006, που ο ανήσυχος Νορβηγός έφτανε έχοντας τραβήξει κουπί ενός έτους και δύο εβδομάδων, με αφετηρία τη Νορβηγία και τερματισμό τα Πλατανίδια. Ένα ταξίδι που η περιγραφή της οποιασδήποτε λεπτομέρειάς του συνεχίζει να παρουσιάζει αμείωτο ενδιαφέρον, παρά το πέρασμα του χρόνου.

Ο κίνδυνος για τον 61χρονο σήμερα Ίβαρ ήταν και συνεχίζει να αποτελεί πρόκληση και γοητεία. Τον Ιούνιο του 2005 επιβιβάστηκε σε μια ξύλινη παραδοσιακή βάρκα, κατασκευής του 1930, με βοηθητικό πανί, μήκους 5,85 μέτρων. «Paflasmos» το όνομά της, το μοναδικό ελληνικό στο νορβηγικό νηολόγιο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Έβαλε στόχο να φτάσει με κουπί στη Μαγνησία και τα Πλατανίδια, κωπηλατώντας στο 80% της διαδρομής και ανοίγοντας στο υπόλοιπο το βοηθητικό πανί, όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν.

Ο συνταξιούχος σήμερα καθηγητής Δημοσιογραφίας και Μέσων Επικοινωνίας λάμβανε τότε ένα χρόνο άδεια άνευ αποδοχών για να κάνει το ταξίδι που είχε συναρπάσει τη σκέψη του.

«Κουράζεται κανείς. Αλλά αν ήταν κάθε μέρα ο ουρανός γαλάζιος, η θάλασσα ήρεμη και δεν φυσούσε, τότε το ταξίδι δεν θα ήταν ενδιαφέρον», λέει. Το μακρύ και δύσκολο ταξίδι αποτελούνταν από πολλά μικρά ταξίδια μέσα από κανάλια και κατά μήκος των ακτών.

«Όταν ταξιδεύεις έχεις δύσκολες συνθήκες. Μια φορά ναυάγησα. Ηταν στις 13 Ιανουαρίου, στη Γαλλία. Οι καιρικές συνθήκες ήταν άσχημες και η βάρκα αναποδογύρισε. Βρέθηκα στη θάλασσα με πολύ κρύο, με τη θερμοκρασία να είναι κοντά στο 0. Έχασα όλα τα ρούχα μου και τα πράγματά μου. Κατάφερα να βγω στη στεριά. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ βρεγμένος στην ύπαιθρο. Αναζήτησα ζέστη σε ένα ξενοδοχείο της περιοχής. Όταν συνήλθα από το κρύο διαπίστωσα το παιχνίδι που έπαιζαν οι συμπτώσεις.

Η ειρωνεία της τύχης ήταν να μπω σε ένα ξενοδοχείο με το όνομα «Ροβινσώνας Κρούσος»!», λέει γελώντας, όπως και η σύζυγός του που μεταφράζει τη συνομιλία μας.

Το πιο σημαντικό σε αυτά τα ταξίδια, του ρίσκου και της περιπέτειας, είναι οι συναντήσεις με τους ανθρώπους, εξομολογείται ο κ. Ίβαρ. «Στις περιοχές που προσέγγιζα, άνθρωποι έβλεπαν να πλησιάζει μια ξύλινη παλιά βάρκα και εμένα με μια μακριά γενειάδα να κωπηλατώ.

Όταν έβγαινα στο λιμάνι κάποιοι αδιαφορούσαν, αλλά πολλοί το θεωρούσαν ενδιαφέρον και έτρεχαν κοντά μου να με γνωρίσουν, να με ρωτήσουν. Έχω πιει πολλά ποτά, αλλά δεν πλήρωνα κανένα…», λέει χαμογελώντας δείχνοντας τη φιλοξενία που δέχθηκε παντού και την πρόσχαρη θέληση αρκετών να τον κεράσουν, να τον κάνουν φίλο τους, ακόμη και να τον καλέσουν σπίτι τους για τραπέζι ή και για διανυκτέρευση.

Από όπου περνούσε ήταν αντικείμενο προσοχής. Σε αυτό το ταξίδι, όμως, έγινε και ο σωτήρας της ζωής ενός ανθρώπου που ποτέ δεν γνώρισε.

«Ήταν μέρα Πάσχα του 2006, έξω από την Ιταλία. Η θάλασσα ήταν κρύα και το γεγονός ότι η βάρκα μου δεν είχε μηχανή μου επέτρεψε να ακούσω μια εξασθενημένη φωνή που καλούσε σε βοήθεια.

Είχε παρασυρθεί από τα ρεύματα και φορούσε στολή σαν να έκανε σπορ. Μια άλλη βάρκα με μηχανή θα κάλυπτε την εξαντλημένη φωνή του και θα τον προσπερνούσε. Εγώ τον άκουσα, τον τράβηξα μέχρι τη στεριά και έμεινα μαζί του μέχρι που έφτασε βοήθεια και συνήλθε. Τότε επέστρεψα στη βάρκα μου και έφυγα».

Ο άνθρωπος που σώθηκε από βέβαιο πνιγμό θα θυμάται για πάντα εκείνη τη μέρα του Πάσχα, που η φιγούρα με τη μακριά γενειάδα, σαν Αγίου, του άπλωσε χέρι βοήθειας.
Πηγή:taxydromos

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης