Είναι στιγμές που αναρωτιέσαι πόσο περαστικοί είμαστε από τη ζωή. Που σε πιάνουν εκείνοι οι ηθικοί προβληματισμοί για τη ζωή, το θάνατο, τον Θεό, το σύμπαν κτλ. Είναι στιγμές που σου σκάει στο κεφάλι αυτό που λέμε, σα κεραμίδα.
Έπινες και διασκέδαζες ρε μπάρμπα, στο μπαλκόνι και ήσουν χαρούμενος γιατί θα έφευγες σε λίγες μέρες για την αγαπημένη σου Νάξο. Να βολτάρεις στα σοκάκια του νησιού και να ψαρεύεις με το βαρκάκι σου.
Την επομένη μάλιστα έδωσες ραντεβού με τους υπόλοιπους για να ψήσετε στην αυλή. Θα πήγαινες να κουρευτείς είπες και θα ερχόσουν. Όλοι σε περιμέναμε. Πουθενά εσύ όμως. Γιατί ρε μπάρμπα μας την έκανες έτσι;
Να πεις ότι ήσουν και μεγάλος! Στα 67 σου είχες γίνεις παππούς, αλλά δεν ένιωθες παππούς. Εντάξει είχες τα θέματα με την καρδιά, αλλά το έλεγχες. Και πάντα μ έλεγες γιόκα μου, γιατί σε είχα σώσει όπως έλεγες, όταν έπαθες το έμφραγμα κι εγώ 18 χρονών παιδί τότε σ έτρεχα στο νοσοκομείο, γιατί ήμουν μόνος στο σπίτι.
Τι με λες σωτήρα σου. Αφού σα πατέρα μου σ έβλεπα κι εσένα. Μαζί μεγαλώσαμε. Και τώρα, η ανακοπή στο κουρείο σου ρθε; Χάθηκε να είσαι πάλι σπίτι; Να σε τρέξω εγώ μπας και σε σώσω;
Στο Βίντσι, κάτω από την Πορτάρα στη Νάξο, είναι το βαρκάκι σου. Εκεί το χεις χειμώνα καλοκαίρι. Φαντάζομαι ότι θα συνεχίζεις τις νύχτες, κρυφά απ τον κόσμο να βγαίνεις στ ανοιχτά και να υπερηφανεύεσαι για τα μπαρμπούνια που έβγαζες.
Δεν πρόλαβες να χαρείς τη σύνταξή σου. Είχες κι άλλα να δώσεις.
Ίσως εκεί που πας, να βρεις θάλασσα που τόσο πολύ σ΄άρεσε και να αρμενίζεις με το ίδιο βαρκάκι.
Αποχαιρετισμός, σ έναν εξαιρετικό άνθρωπο.
Τον Θεόδωρο Παπαδόπουλο.
Συνταξιούχο της Προεδρίας της Δημοκρατίας.
Καλό ταξίδι ρε μπάρμπα!.